Η επιστροφή του πληθωρισμού στις οικονομίες που ανακάμπτουν μετά τα σοκ των lockdown κατά της πανδημίας επηρεάζει τις αγορές και δημιουργεί το ερώτημα εάν αυτές οι υψηλότερες από τις αναμενόμενες αυξήσεις του πληθωρισμού θα αποδειχθούν προσωρινές ή πιο επίμονες.

Προς το παρόν οι κεντρικές τράπεζες τηρούν στάση αναμονής, διατηρούν ανοιχτούςς τους κρουνούς ρευστότητας στις οικονομίες (ιδίως στην ευρωζώνη), καθώς θεωρούν ότι δεν έχουμε τελειώσει με την πανδημία, και στέλνουν τα μηνύματά τους διατηρώντας αμετάβλημα (σχεδόν μηδενικά) τα επιτόκια.

Τι λένε οι μελετητές

Ωστόσο η συζήτηση για τον πληθωρισμό και τον επόμενο κύκλο της οικονομίας άνοιξε. Στη συζήτηση αυτή συμμετέχουν οι οικονομικοί αναλυτές της Eurobank, οι οποίοι στη μελέτη τους «Πληθωριστικές πιέσεις: Συνέπειες & Προοπτική» καταγράφουν τι συμβαίνει σε όλον τον κόσμο τονίζοντας τα εξής:

«Οι μεγάλες αυξήσεις που παρατηρήθηκαν στον πληθωρισμό αποδίδονται κατ’ αρχάς σε παροδικούς παράγοντες, όπως τις υψηλότερες τιμές ενέργειας, σε προσωρινές ανισορροπίες μεταξύ προσφοράς και ζήτησης κατά το άνοιγμα των οικονομιών μετά τα παρατεταμένα lockdown, στην πραγματοποίηση δαπανών που αναβλήθηκαν εν μέσω των lockdown και στις ανοδικές επιδράσεις της βάσης σύγκρισης που συνδέονται με την προηγούμενη πτώση των τιμών.

Ωστόσο, οι υπολανθάνουσες αιτίες του πληθωρισμού σχετίζονται με τα πρωτοφανούς μεγέθους νομισματικά μέτρα για την αντιμετώπιση των οικονομικών συνεπειών της πανδημίας COVID-19 (συμπεριλαμβανομένης της μείωσης των επιτοκίων και της επέκτασης του ισολογισμού των κεντρικών τραπεζών, ήτοι την ποσοτική χαλάρωση), τις καθυστερήσεις στην παραγωγή από τη διατάραξη της εφοδιαστικής αλυσίδας και τα δημοσιονομικά μέτρα τόνωσης της ζήτησης».

Οι μελετητές Τάσος Αναστασάτος, επικεφαλής οικονομολόγος, Παρασκευή Πετροπούλου και Ολγα Κοσμά επισημαίνουν τα εξής:

«Ο πληθωρισμός αυξάνεται τους τελευταίους μήνες στις περισσότερες ανεπτυγμένες – και σε πολλές αναπτυσσόμενες – οικονομίες. Μεταξύ των πρώτων, το φαινόμενο αφορά περισσότερο τις ΗΠΑ και λιγότερο την ευρωζώνη, όπου η ασθενέστερη ανάκαμψη και δομικοί παράγοντες συγκρατούν τον πληθωρισμό σε χαμηλότερα συγκριτικά επίπεδα. Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία του Ιουνίου για τις ΗΠΑ, ο πληθωρισμός εκτινάχθηκε σε υψηλό 13 ετών (5,4% ετησίως), ενώ ο δομικός πληθωρισμός αυξήθηκε στο υψηλότερο επίπεδο από τον Σεπτέμβριο του 1991 (4,5% ετησίως). Αυτό οφείλεται κυρίως στις υπηρεσίες μεταφορών και καταλυμάτων λόγω του ανοίγματος της οικονομίας (αεροπορικά εισιτήρια και καταλύματα +24,6% και +15,0% αντίστοιχα ετησίως τον Ιούνιο), καθώς και στην αύξηση της ζήτησης για μεταχειρισμένα οχήματα εξαιτίας της παγκόσμιας έλλειψης ημιαγωγών (+45,2% για μεταχειρισμένα αυτοκίνητα και φορτηγά σε ετήσια βάση τον Ιούνιο).

Στην ευρωζώνη ο κύριος δείκτης τιμών καταναλωτή ανήλθε τον Ιούλιο στο υψηλότερο επίπεδο από τον Οκτώβριο του 2018 (+2,2% ετησίως), κυρίως λόγω επιδράσεων βάσης στις τιμές ενέργειας και της προσωρινής μείωσης του ΦΠΑ στη Γερμανία το δεύτερο εξάμηνο του 2020, ενώ ο δομικός υποχώρησε για πρώτη φορά τους τελευταίους μήνες (+0,7% ετησίως) λόγω προσωρινών παραγόντων.

Ωστόσο, υπάρχουν συγκεκριμένες κατηγορίες αγαθών και περιουσιακών στοιχείων στις οποίες οι πληθωριστικές πιέσεις είναι εντονότερες, με σημαντικές συνέπειες σε οικονομικό και σε πολιτικό επίπεδο, ειδικά για τις λιγότερο ανεπτυγμένες οικονομίες αλλά και για τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα στις ανεπτυγμένες οικονομίες. Χαρακτηριστικά, οι τιμές των εμπορευμάτων έχουν αυξηθεί από την αρχή της πανδημίας σωρευτικά περίπου 60%. Η ενέργεια έχει αυξηθεί κατά 90% μεταξύ Απριλίου 2020 – Αυγούστου 2021 ενώ το πετρέλαιο Brent έχει τριπλασιάσει την τιμή του σε περίπου $70/bbl σήμερα από $19/bbl στις 21 Απριλίου 2020, το χαμηλότερο επίπεδο σε περισσότερο από δύο δεκαετίες. Τα βιομηχανικά μέταλλα έχουν αυξηθεί κατά 77%, τα αγροτικά προϊόντα και τα σιτηρά κατά 67%. Ομοίως και οι τιμές των κατοικιών αυξάνονται από την έναρξη της πανδημίας συγκριτικά ταχύτερα σε ΗΠΑ και Ηνωμένο Βασίλειο (12,6% και 9% ετησίως αντίστοιχα) έναντι 5,8% στην ευρωζώνη».


Το δίλημμα

Ολοι οι παραπάνω παράγοντες που ενδεχομένως συμβάλλουν στην αύξηση των πληθωριστικών πιέσεων έχουν διαφορετικό χρόνο εκδήλωσης. Η νομισματική χαλαρότητα, θεωρητικά, είναι ένας παράγοντας που μπορεί να αντιστραφεί πιο γρήγορα, καθώς οι κεντρικοί τραπεζίτες μπορούν να μειώσουν την προσφορά χρήματος άμα τη εμφανίσει προειδοποιητικών σημαδιών υπερθέρμανσης και πιέσεων στις βασικές τιμές και στους μισθούς.

Ωστόσο, στο δίλημμα μεταξύ της πιθανά πρόωρης απόσυρσης των μέτρων στήριξης για την πρόληψη του πληθωρισμού και της αναμονής μέχρι να πειστούν ότι η οικονομική ανάκαμψη είναι διατηρήσιμη, οι περισσότερες κεντρικές τράπεζες έχουν υποδηλώσει ότι θα επιλέξουν το δεύτερο.

Επομένως, στις ανεπτυγμένες οικονομίες (και ιδίως στην ευρωζώνη) βρισκόμαστε ακόμη μακριά από την απόσυρση των διευκολυντικών μέτρων νομισματικής πολιτικής.