Τα τελευταία χρόνια, διαδοχικές κρίσεις, από την πανδημία, τα lockdowns, τον πόλεμο, την ενεργειακή κρίση, την εκτίναξη του γεωπολιτικού ρίσκου και τώρα την τραπεζική αναταραχή, όλες παντού και σχεδόν ταυτόχρονα ταλανίζουν μεταξύ άλλων τις αγορές και τις οικονομίες, καθιστώντας ευάλωτο και το επενδυτικό σκηνικό, ενώ κορυφαίοι διαχειριστές κεφαλαίων, οικονομολόγοι και τμήματα διαχείρισης πλούτου διεθνών τραπεζών εμφανίζονται αρκετά επιφυλακτικοί όσον αφορά τη διαμόρφωση του επενδυτικού χάρτη για τη συνέχεια του έτους. Με τις αγορές εξαιρετικά διασυνδεδεμένες, οι δευτερογενείς ή και τριτογενείς επιπτώσεις από μια οικονομική αναταραχή μπορούν να εμφανιστούν σε απροσδόκητα μέρη, λένε κορυφαίοι οικονομολόγοι, εκτιμώντας πως οι επόμενοι μήνες ενδέχεται να παρουσιάσουν περαιτέρω ρωγμές, είτε στον χρηματοπιστωτικό τομέα είτε στην πραγματική οικονομία, είτε, ακόμη χειρότερα, και στα δύο.
Τα επιτόκια
Οι επιθετικές αυξήσεις των επιτοκίων από τις μεγάλες κεντρικές τράπεζες κάνουν τα μετρητά να μοιάζουν ελκυστικά, διαπιστώνει το τμήμα διαχείρισης πλούτου της UBS, αλλά ιστορικά οι μεγάλες θέσεις σε μετρητά επιδρούν αρνητικά στα χαρτοφυλάκια. Από το 2000 τα μετρητά σε δολάρια έχουν χάσει το 43% της πραγματικής αγοραστικής τους δύναμης, σε ευρώ περίπου το 37%, ενώ ένας καταθετικός λογαριασμός σε ελβετικό φράγκο πρόσφερε το ίδιο διάστημα μηδενικές πραγματικές αποδόσεις. Ενώ ο πληθωρισμός αποκλιμακώνεται τους τελευταίους μήνες στα περισσότερα μέρη του κόσμου, η πραγματική αγοραστική δύναμη των αποταμιεύσεων σε μετρητά εξακολουθεί πάντως να «ροκανίζεται» με τον ταχύτερο ρυθμό των τελευταίων δεκαετιών.
Οι καταθέσεις
Αν το τέλος του φθηνού χρήματος είναι γεγονός, καθώς οι κεντρικές τράπεζες δεν έχουν ολοκληρώσει (αν και βρίσκονται κοντά) τον ανοδικό κύκλο των επιτοκίων και με τον πληθωρισμό ακόμη στα ύψη, από την εποχή των αρνητικών ονομαστικών αποδόσεων που κυριάρχησε για πολλά χρόνια βρεθήκαμε στην εποχή των αρνητικών πραγματικών αποδόσεων. Ετσι, με τις πραγματικές αποδόσεις των καταθέσεων των ελληνικών νοικοκυριών, που κυμαίνονται σήμερα στα 140 δισ. ευρώ, να παραμένουν αρνητικές και τα ελαφρώς θετικά επιτόκια θα συνεχίσουν να αφαιρούν ουσιαστικά εισόδημα από τους έλληνες καταθέτες.
Μια στρατηγική αξιοποίησης των αποταμιευτικών κεφαλαίων των επενδυτών σύμφωνα με τη UBS είναι η εξής: Η ρευστότητα χωρίζεται σε τρεις κατηγορίες. Η πρώτη αφορά τα χρήματα που χρειάζεται κάποιος για τα καθημερινά του έξοδα και τις έκτακτες ανάγκες των επόμενων 6-12 μηνών, η δεύτερη τα κεφάλαια τα οποία θα χρειαστούν για δαπάνες που θα προκύψουν τα επόμενα 2 χρόνια και η τρίτη τα κεφάλαια που θα χρειαστούν σε διάστημα 2-5 ετών. Το ύψος των μετρητών θα πρέπει να αφορά την πρώτη κατηγορία, ενώ οι δύο επόμενες μπορούν να αξιοποιηθούν ανάλογα και με το ρίσκο που είναι διατεθειμένοι να πάρουν οι επενδυτές. Στις διεθνείς και εγχώριες κεφαλαιαγορές προσφέρεται η δυνατότητα να διαμορφώσει κανείς εναλλακτικά χαρτοφυλάκια που να καλύπτουν τις διαφορετικές επιδιώξεις και ανάγκες.
Αποδόσεις
Κοινός τόπος είναι πάντως πως οι μετοχές ιστορικά σε βάθος χρόνου υπεραποδίδουν των εναλλακτικών μορφών επενδύσεων. Σύμφωνα π.χ. με τη βάση δεδομένων των καθηγητών Paul Marsh και Dr Mike Staunton της London Business School και Elroy Dimson του Cambridge University και στοιχείων της Morningstar και ελβετικών τραπεζών, αν κάποιος επένδυε το 1900 ένα δολάριο ΗΠΑ σε μετοχές, στο τέλος του 2022 θα είχε συγκεντρώσει σε ονομαστική αξία 70.210 δολάρια έναντι 269 δολαρίων αν τα είχε τοποθετήσει σε ομόλογα και 60 δολαρίων αν τα επένδυε στα έντοκα γραμμάτια που έχουν περισσότερο και τον ρόλο των μετρητών.
Ακίνητα
Πώς θα κινηθούν τα ελληνικά περιουσιακά στοιχεία
Τα ελληνικά νοικοκυριά παραδοσιακά επένδυαν μεγάλο μέρος των αποταμιεύσεών τους στην αγορά ακινήτων και πολύ μικρό μέρος σε προϊόντα της κεφαλαιαγοράς. H αξία των επενδύσεών τους σε εισηγμένες μετοχές και επενδυτικά κεφάλαια κυμαίνεται σήμερα μόλις στο 20% του ΑΕΠ έναντι 70% αντίστοιχα του μέσου όρου στην Ευρώπη. Ρόλο καταλύτη για την πορεία των ελληνικών αξιών στη συνέχεια αναμένεται να διαδραματίσει η ανάκτηση της «επενδυτικής βαθμίδας» μετά τις εκλογές (παρά τις σχεδόν αδιανόητες φήμες πως η S&P θα αναβαθμίσει την Ελλάδα στις 21 Απριλίου στηρίζοντας τη ΝΔ), εάν βέβαια οι εκλογές αναδείξουν μια σταθερή κυβέρνηση (ακόμη και συνεργασίας).
Αυτό θα φέρει άμεσα μεγαλύτερη ρευστότητα σε μετοχές και ομόλογα και συνολικότερα θα ενισχύσει την αξία των ελληνικών περιουσιακών στοιχείων. Οι αγορές τιμολογούν ήδη πάντως τα ελληνικά ομόλογα με παρόμοιες αποδόσεις χωρών της ευρωζώνης που κατέχουν ήδη την επενδυτική βαθμίδα, οπότε οι αποδόσεις των ομολόγων δεν αναμένεται να υποχωρήσουν δραματικά. Από την άλλη πλευρά, αν ο εκλογικός κύκλος δεν οδηγήσει σε πολιτική αστάθεια, τα στοιχεία από τις 14 εκλογικές αναμετρήσεις των τελευταίων 35 ετών δείχνουν ότι στο 85% των περιπτώσεων (12 στις 14 φορές) η εκλογική χρονιά πρόσφερε κέρδη στους επενδυτές.
Ο τομέας των ακινήτων, σημειώνει τα τελευταία χρόνια σωρευτική άνοδο άνω του 40%, ενώ το επενδυτικό ενδιαφέρον των ξένων παραμένει αμείωτο. Η Αθήνα, η Πελοπόννησος και τα νησιά της Ελλάδας συγκέντρωσαν το μεγαλύτερο επενδυτικό ενδιαφέρον για την αγορά ακινήτων το τελευταίο 12μηνο, τόσο από έλληνες όσο και από ξένους αγοραστές, ανέφερε η Engel & Völkers Ελλάδας.
Το πρώτο διάστημα του 2023, σύμφωνα με στελέχη της κτηματαγοράς, η άνοδος των τιμών συνεχίζεται, με τις τιμές πώλησης στην Αττική και στη Θεσσαλονίκη να αυξάνονται με διψήφιους ρυθμούς, ενώ στις ζητούμενες τιμές ενοικίασης το ράλι φαίνεται κάπως να κοπάζει.
Μετοχές
Οι προσδοκίες για τα επιτόκια και τις αγορές
Οι συμμετέχοντες στις διεθνείς αγορές προβαίνουν σε διαρκείς επαναξιολογήσεις και επανατιμολογήσεις της προοπτικής των οικονομιών και της νομισματικής πολιτικής. Σύμφωνα με την ING, η Fed αναμένεται τελικά να ολοκληρώσει τον ανοδικό κύκλο των επιτοκίων με μια ακόμη αύξηση κατά 0,25% τον Μάιο (αν και οι προθεσμιακές αγορές δίνουν 50% πιθανότητες να μην τα αυξήσει), οδηγώντας τα τελικά επιτόκια στο 5%-5,25%. Στη συνέχεια ορισμένοι οικονομολόγοι αναμένουν παύση, ενώ οι περισσότεροι προβλέπουν πως στο 4ο τρίμηνο θα τα μειώσει κατά 75-100 μονάδες βάσης, συνεχίζοντας τις μειώσεις ως το 3% το 2024. Από την άλλη πλευρά, η ΕΚΤ αναμένεται να αυξήσει τα επιτόκια κατά 0,25% τον Μάιο, προχωρώντας και σε μια ακόμη τελική αύξηση κατά 25 μονάδες βάσης τον Ιούνιο. Στη συνέχεια, θα τηρήσει στάση αναμονής στη λογική του «βλέποντας και κάνοντας». Καθώς ο δομικός πληθωρισμός παραμένει υψηλός, η ΕΚΤ δύσκολα θα μειώσει τα επιτόκια πριν από το δεύτερο εξάμηνο του 2024.
Σύσταση «μείωσης θέσεων» διατηρεί η BlackRock για τις μετοχές των ΗΠΑ, Ευρώπης, Βρετανίας και Ιαπωνίας και «αυξημένες θέσεις» για τις μετοχές της Κίνας, ενώ συστήνει «μειωμένες θέσεις» για τα μακροπρόθεσμα ομόλογα των ΗΠΑ και της ευρωζώνης και σημαντικά «αυξημένες θέσεις» σε βραχυπρόθεσμους ομολογιακούς τίτλους, αλλά και σε ομόλογα συνδεδεμένα με τον πληθωρισμό. Η JP Morgan έκανε λόγο για την «ηρεμία πριν από την καταιγίδα» αναμένοντας επιστροφή των μετοχών στα χαμηλά του 2022, καθώς, ενώ η Fed δεν δείχνει καμία διάθεση να μειώσει τα επιτόκια, οι επενδύσεις ρίσκου σημείωσαν ράλι.
Εμπορεύματα
Πού θα πάνε ευρώ, πετρέλαιο και χρυσός
Δεδομένου ότι η Fed θα ξεκινήσει νωρίτερα από την ΕΚΤ τις μειώσεις επιτοκίων, θα επηρεαστεί ανοδικά η ισοτιμία ευρώ/δολαρίου, η οποία ύστερα από μια περίοδο στην περιοχή 1,05-1,10 θα κυμανθεί προς το τέλος του έτους στο 1,15, αρκεί να μην ξεσπάσει κάποια νέα (π.χ. τραπεζική) αναταραχή, η οποία ως είθισται θα στηρίξει το δολάριο. Μετά και τις περικοπές της παραγωγής του ομίλου πετρελαιοπαραγωγών χωρών του ΟΠΕΚ+ πολλοί αναλυτές εμπορευμάτων εκτιμούν πως η τιμή του μαύρου χρυσού θα βρεθεί στην περιοχή των 100 δολ./βαρέλι στο β’ εξάμηνο του 2023, αυξάνοντας τις πληθωριστικές πιέσεις αλλά και τις πιθανότητες για μια ήπια ύφεση στις ΗΠΑ και σε άλλες ανεπτυγμένες οικονομίες. Ο Edward L Morse, γκουρού του τμήματος εμπορευμάτων της Citigroup, εκτιμά πάντως πως οι περικοπές του ΟΠΕΚ+ (εάν διατηρηθούν) προσθέτουν μόλις 5 δολ./βαρέλι, υπολογίζοντας τη μέση τιμή του 2023 για το Brent στα 84 δολ./βαρέλι και για το WTI στα 79 δολ./βαρέλι. Ο χρυσός ως μέσο διαφύλαξης αξίας και ως μέρος ενός επενδυτικού χαρτοφυλακίου προσφέρει διαφοροποίηση κινδύνου σε ταραγμένους καιρούς, με τη UBS να «βλέπει» το πολύτιμο μέταλλο στα 2.200 δολ./ουγγιά, βλέποντας επίσης περιθώρια ανόδου και για το ασήμι και την πλατίνα.