Οι εξελίξεις στην ελληνική οικονομία φαντάζουν πλέον σχεδόν επακριβώς προβλέψιμες. Οπως λένε οι υπεύθυνοι των τμημάτων οικονομικών μελετών των εμπορικών τραπεζών, τα ελληνικά οικονομικά μεγέθη εξελίσσονται τα τελευταία χρόνια κατά τις προβλέψεις, χωρίς σπουδαίες εξάρσεις και χωρίς βεβαίως αποθαρρυντικές απογοητεύσεις.
Είναι σαν η οικονομία να έχει εισέλθει σε μια μακρά περίοδο σταθερών επιδόσεων ή καλύτερα πολλών μικρών βημάτων που διαμορφώνουν συνθήκες σχετικής σταθερότητας, αλλά ταυτόχρονα δεν δημιουργούν περιβάλλον αλμάτων προόδου που έχει ανάγκη ο τόπος και προσδοκούν οι πολίτες.
Οι επιδόσεις
Η κυβέρνηση επαίρεται για τις επιτευχθείσες συνθήκες σταθερότητας, οι υπεύθυνοι της οικονομικής επιλογής υπενθυμίζουν με κάθε ευκαιρία ότι οι εγχώριοι ρυθμοί ανάπτυξης διατηρούνται διπλάσιοι του μέσου ευρωπαϊκού μέσου όρου, τα δημόσια οικονομικά επιτυγχάνουν κάθε χρόνο υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, τα έσοδα του νέου προϋπολογισμού για το 2025 προβλέπεται να ξεπεράσουν τα 67,5 δισ. ευρώ έναντι περίπου 62 δισ. ευρώ το 2023, το δημόσιο χρέος υποχωρεί ταχύτατα, η χώρα έφθασε να δανείζεται από τις διεθνείς αγορές με επιτόκια μικρότερα από εκείνα της Γαλλίας και παραμένει ελκυστική για τις επενδύσεις, παρότι αυτές υπολείπονται σημαντικά εκείνων του μέσου ευρωπαϊκού όρου.
Και μαζί υπογραμμίζουν ότι, δεδομένων των περιορισμών του νέου συμφώνου σταθερότητας, καταφέρνουν να εξασφαλίσουν επίπεδο δημοσίων δαπανών υψηλότερο του δεσμευτικού από την Ευρώπη 3% του ΑΕΠ, το οποίο για αυτούς είναι ικανό να καλύψει σε σημαντικό βαθμό τις αυξανόμενες κοινωνικές ανάγκες.
Ωστόσο, όσοι παρακολουθούν από κοντά τις ελληνικές οικονομικές εξελίξεις, γνωρίζουν ότι η χώρα, παρά την πρόοδο, δεν έχει ξεφύγει από τα μεγάλα βάρη που συσσώρευσε στα χρόνια της επώδυνης και μακράς διαρκείας κρίσης χρέους. Το υψηλό δημόσιο χρέος είναι σήμερα ευχερώς διαχειρίσιμο επειδή η τιμολόγησή του είναι ξεχωριστή και απέχει παρασάγγας από εκείνη των αγορών.
Και αυτό γιατί σχεδόν το 80% του χρέους ανήκει στους εταίρους μας, στα κράτη της Ευρωπαϊκής Ενωσης που στην κρίσιμη καμπή του 2015 ανέλαβαν ρόλο τελευταίου δανειστή, ρύθμισαν και αναχρηματοδότησαν το ελληνικό χρέος με εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια.
Ημερομηνία λήξης
Μόνο το 20% του ελληνικού χρέους διαπραγματεύεται ελεύθερα στις αγορές. Γι’ αυτό και έφθασε η Ελλάδα να δανείζεται φθηνότερα από τη Γαλλία. Ομως αυτή έχει ημερομηνία λήξης, δεν θα υπάρχει επ’ άπειρον. Το 2032 είναι έτος καμπής. Τότε τελειώνει η τρέχουσα ευνοϊκή ρύθμιση και οι επίσημοι δανειστές θα απαιτήσουν την ελεύθερη τιμολόγησή του με όρους αγορών.
Πιθανολογείται ότι τότε θα διπλασιαστεί το κόστος εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τα δημόσια οικονομικά. Το δυστύχημα είναι ότι οι οικονομολόγοι προβλέπουν ότι μέχρι τότε θα έχει αναδειχθεί και επιπρόσθετο βάρος από την αναμενόμενη και επερχόμενη νέα κρίση του Ασφαλιστικού εξαιτίας των μαζικών συνταξιοδοτήσεων της γενιάς των baby boomers που έχει ήδη ξεκινήσει αλλά θα λάβει μορφή χιονοστιβάδας μεταξύ 2028 – 2032.
Οσοι έχουν επίγνωση των συνθηκών που θα διαμορφωθούν τότε, επιμένουν ότι το δημοσιονομικό πρόβλημα της χώρας δεν έχει λυθεί, παρά μας ακολουθεί και θα αναδειχθεί προσεχώς υπό το βάρος της διπλής πίεσης από το δημόσιο χρέος και από το αφανές των ασφαλιστικών ταμείων.
Οι αποπληρωμές
Αυτός είναι και ο λόγος που η κυβέρνηση προσπαθεί να αποπληρώσει πρόωρα τμήματα του χρέους προς τους επισήμους δανειστές, όπως συμβαίνει τώρα με την αποπληρωμή των περίπου 8 δισεκατομμυρίων ευρώ. Προσπαθεί κατά βάση να περιορίσει το υπερβάλλον βάρος του 2032. Περιθώρια νέας διαπραγμάτευσης με τους επίσημους δανειστές με σκοπό την επέκταση της σημερινής ρύθμισης δεν φαίνονται στον ορίζοντα και έτσι δεν μένουν πολλές εναλλακτικές, πέρα από αυτήν της πρόωρης αποπληρωμής.
Ο τρίτος πυλώνας
Αντιστοίχως δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις για το διαρκές ασφαλιστικό ζήτημα. Δεν είναι τυχαίο ότι ορισμένοι θέτουν θέμα τρίτου πυλώνα, δηλαδή της μετατροπής της ιδιωτικής ασφάλισης και σε συνταξιοδοτική. Κάτι που συμβαίνει στις ΗΠΑ και στην Κίνα και εξηγεί το πλεονέκτημα ανταγωνιστικότητάς τους έναντι της Ευρώπης.
Μια τέτοια επιλογή για την Ευρώπη και ιδιαίτερα για την Ελλάδα θα σήμαινε το τέλος του κράτους πρόνοιας, όπως κατέγραψε πρόσφατα ο Μάριο Ντράγκι στην πρόσφατη έκθεσή του, επιμένοντας πως η ανάκτηση της ευρωπαϊκής ανταγωνιστικότητας επιβάλλεται να γίνει χωρίς να χαθεί το ευρωπαϊκό κοινωνικό κεκτημένο που τη διαφοροποιεί από τις άλλες παγκόσμιες δυνάμεις.
Αλματα ανάπτυξης
Ετσι προβάλλουν άλλωστε και το αίτημα και η απαίτηση από την πολιτική για άλματα ανάπτυξης, τα μόνα που μπορούν να εγγυηθούν τόσο την ευχερή διαχείριση του χρέους όσο και την αντιμετώπιση του μακροχρόνιου ασφαλιστικού προβλήματος. Αλλά άλματα αναπτυξιακά δεν μπορούν να γίνουν χωρίς αλματώδη αύξηση των επενδύσεων, δημοσίων και ιδιωτικών, εγχώριων και ξένων. Και εδώ αρχίζουν η κριτική και η αμφιβολία για το εύρος και την αποτελεσματικότητα του κυβερνητικού οικονομικού σχεδίου.
Οι επενδύσεις
Δυστυχώς οι επενδυτικές επιδόσεις της χώρας είναι περιορισμένες, προέρχονται κυρίως από παραδοσιακά επιχειρηματικά σχήματα, οι ξένες επενδύσεις παρά την πρόοδο δεν είναι τόσο σπουδαίες όσο το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης διαφημίζει και οι μικρότερες των επιχειρήσεων φυτοζωούν, δεν έχουν τις δυνάμεις ούτε τα κίνητρα να επιχειρήσουν μαζικά και οργανωμένα, και έτσι όταν αποκτήσουν κάποιο μέγεθος πωλούνται, και τα όποια έσοδα μετατρέπονται συνήθως σε ακίνητα και σε λογαριασμούς που δεν αποδίδουν στην ελληνική οικονομία.
Οπως επισημαίνουν επιφανείς οικονομολόγοι, η χώρα για να ξεφύγει από τη διαρκή δημοσιονομική της μιζέρια χρειάζεται να δημιουργήσει μια νέα γενιά επιχειρήσεων και επιχειρηματιών στον ευρύ κύκλο των νέων τεχνολογιών και στην ανταγωνιστική παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών ικανών να υποκαταστήσουν το σημερινό υπέρμετρο βάρος των εισαγωγών και να ενισχύσουν την εγχώρια προστιθέμενη αξία. Καλώς ή κακώς, δεν υπάρχουν πολλοί δρόμοι. Η αλήθεια είναι ότι εκεί έξω υπάρχουν αρκετές ενδιαφέρουσες προσπάθειες, στη ζώνη των τροφίμων, των φαρμάκων, της βιομηχανίας μεταλλουργικών αγαθών και άλλων.
Ολοκληρωμένο σχέδιο
Ωστόσο δεν συγκροτούν κρίσιμη μάζα ικανή να αλλάξει τον ρου των πραγμάτων. Η Ελλάδα, προκειμένου να ξεφύγει από τον κύκλο του προβληματικού παρελθόντος, οφείλει να εισέλθει σε μια φάση εντατικής παραγωγής και δημιουργίας. Και η κυβέρνηση, που τόσο υπερηφανεύεται για την αναπτυξιακή και επενδυτική της διάθεση, οφείλει να δράσει πραγματικά και να συγκροτήσει επιτέλους ένα ολοκληρωμένο σχέδιο ικανό να κινητοποιήσει και να προσελκύσει τους πάντες.