Αν είχατε την ευκαιρία να ρωτήσετε τον Πρωθυπουργό και τον υπουργό Οικονομικών για την πορεία και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας το πιθανότερο είναι να σας απαντούσαν αυτάρεσκα και οι δυο ότι, τηρουμένων των γεωπολιτικών αναστατώσεων και εν γένει των διεθνών συνθηκών, «εμείς εδώ τα πάμε μια χαρά».

Θα υποστήριζαν μάλιστα μετά πάθους ότι η δική μας οικονομία τα τελευταία χρόνια τρέχει με ρυθμούς υψηλότερους του 2%, την ώρα που η υπόλοιπη Ευρώπη και ιδιαιτέρως οι ισχυρότερες των χωρών παλεύουν να αποφύγουν την ύφεση.

Θα επέμειναν επίσης ότι η ανάπτυξη στην ευρωζώνη κινείται σχεδόν στο μηδέν, η Γερμανία στο δεύτερο τρίμηνο του 2024 κατέγραψε αρνητικό αναπτυξιακό αποτέλεσμα στο -0,1% και ακόμη ότι επτά χώρες, μεταξύ των οποίων η Γαλλία και η Ιταλία, απειλούνται από υψηλά δημοσιονομικά ελλείμματα, με αποτέλεσμα να ενεργοποιηθούν από τα αρμόδια εποπτικά ευρωπαϊκά όργανα οι διαδικασίες του υπερβολικού ελλείμματος, οι οποίες απαιτούν διορθώσεις των προϋπολογισμών και λήψη περιοριστικών δημοσιονομικών μέτρων.

Αδυναμία

Επιπλέον θα σημείωναν ότι οι πληθωριστικές πιέσεις βαίνουν ελεγχόμενες, κινούνται στη ζώνη του 2,5% και μόνο το δημόσιο χρέος παραμένει ακόμη το υψηλότερο στην ευρωζώνη, αλλά διατηρούμενες οι τρέχουσες τάσεις στην Ελλάδα και στην ευρωζώνη σύντομα άλλες χώρες θα ανέβουν στο πρώτο σκαλί του βάθρου των χρεών ξεπερνώντας τη χώρα μας που δυναμικά τα τελευταία χρόνια απομειώνει τα χρέη της ως ποσοστό του ΑΕΠ. Θα περιέγραφαν επίσης την Ελλάδα ως εξελισσόμενο διεθνή επενδυτικό προορισμό και βεβαίως θα υπεράσπιζαν ως απολύτως επιτυχημένη την τρέχουσα οικονομική πολιτική, μην αφήνοντας πολλά περιθώρια αλλαγών.

Ωστόσο η «βιτρίνα» θολώνει αν διεισδύσει κανείς στο βάθος των στοιχείων της ελληνικής οικονομίας. Οσοι παρακολουθούν στενά τις ελληνικές οικονομικές υποθέσεις επιμένουν ότι περισσεύουν τα διαρθρωτικά προβλήματα, ότι η υγεία των δημοσίων οικονομικών είναι πεπερασμένη με δεδομένη την αδυναμία της κυβέρνησης να μεταρρυθμίσει πραγματικά το φορολογικό σύστημα της χώρας ώστε να δημιουργήσει συνθήκες αυτοχρηματοδότησης των αυξανόμενων στον χρόνο νέων δαπανών και αναγκών για την αντιμετώπιση του πλήθους των κρίσεων, κλιματικών και άλλων που μας περιβάλλουν.

Φορολογική ανοχή

Προσωρινά μπορεί το «ντιλ» των νέων «αντικειμενικών κριτηρίων» με το «κίνημα της γραβάτας» και το πλήθος των ελευθεροεπαγγελματιών, που επιμένουν να κρύβουν συστηματικά σημαντικό μέρος των εισοδημάτων τους και γι’ αυτό αποδέχονται στη συντριπτική πλειονότητά τους τα ελάχιστα εισοδήματα που απαιτούν οι φορολογικές αρχές, να αποδίδει, αλλά όλοι γνωρίζουν ότι αυτή η ρύθμιση δεν αντέχει στον χρόνο.

Η πολιτική των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων δεν μπορεί να υπηρετηθεί με επιλογές φορολογικής ανοχής απέναντι στη φοροδιαφυγή των συγγενών προς το κυβερνών κόμμα ψηφοφόρων, υπογραμμίζουν οι επιφανέστεροι των οικονομολόγων και επιμένουν ότι αργά η γρήγορα η κυβέρνηση θα αναγκαστεί λόγω των διευρυνόμενων δημοσιονομικών αναγκών να επιχειρήσει τη γενναία και δίκαιη φορολογική μεταρρύθμιση, που οφείλει στο πλήθος των υπερφορολογούμενων μισθωτών οι οποίοι σηκώνουν και το μεγαλύτερο βάρος του φόρου εισοδήματος.

Ανισότητες

Αλλά δεν είναι το μόνο ελλειμματικό πεδίο της τρέχουσας οικονομικής πολιτικής. Οι διευρυνόμενες ανισότητες και το κοινό αίσθημα ότι όλα δουλεύουν για τους λίγους και εκλεκτούς κατατρώγουν τον πυρήνα της ελληνικής οικονομίας. Το πλήθος των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων νιώθει αποκλεισμένο από πιστώσεις και προγράμματα, από δουλειές και ευκαιρίες. Πλήθος εμποδίων, λογιστικής αποτύπωσης και ανορθολογικών κανόνων, ορθώνονται μπροστά τους, εμποδίζοντας την ταχεία ανάπτυξή τους, η οποία είναι εμφανώς αναντίστοιχη της συμμετοχής τους στην εθνική παραγωγή.

Πέραν των υψηλών επιτοκίων, οι περισσότερες δεν περνούν καν το κατώφλι των τραπεζών, αποκλείονται εξ αρχής, ούτε μπορούν να διεκδικήσουν τη χρηματοδότησή τους από το Ταμείο Ανάκαμψης ή τη συμμετοχή τους με αξιώσεις στα προγράμματα των ευρωπαϊκών διαρθρωτικών ταμείων.

Δεν είναι τυχαίο ότι ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Γιάννης Στουρνάρας παραδέχεται ότι «οι μεγάλες τράπεζες δεν βοηθούν τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις». Αυτό το έλλειμμα συμμετοχής ή καλύτερα του αποκλεισμού των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων από τις όποιες ευκαιρίες εξηγεί σε μεγάλο βαθμό και το γεγονός ότι παρά τα άπειρα μέτρα της εσωτερικής υποτίμησης και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, η ελληνική οικονομία δεν μπόρεσε, μετά την έξοδο από τα μνημόνια και τη μεγάλη κρίση, να επιτύχει ένα πραγματικά σημαντικό άλμα ανάπτυξης.

Πράγμα που πέτυχαν όλες οι χώρες που αντιμετώπισαν μεγάλες κρίσεις και αναγκάστηκαν να λάβουν σκληρά διαρθρωτικού τύπου μέτρα. Η Ιρλανδία και η Πορτογαλία είδαν τις ιδιωτικές επενδύσεις, την παραγωγή, τις εξαγωγές και την ανάπτυξή τους να εκτοξεύονται στα ύψη μετά το τέλος εφαρμογής των μνημονίων και των λοιπών περιοριστικών πολιτικών. Στην Ελλάδα δεν κατεγράφη κάτι τέτοιο, με εξαίρεση το μεταπανδημικό άλμα του 2022, το οποίο παρατηρήθηκε σχεδόν σε όλες τις χώρες και απεδείχθη προσωρινό.

Πρόβλημα και ρίσκο

Επίσης η μεγάλη εξάρτηση τόσο από την κατανάλωση όσο και από τον ευαίσθητο σε κρίσεις και εν γένει ευμετάβλητο τουρισμό δηλώνει πρόβλημα. Οσο δεν αυξάνεται η συμμετοχή του τουρισμού στο εθνικό εισόδημα τόσο το ρίσκο μεγαλώνει. Αυτή την ώρα μετριοπαθείς υπολογισμοί ανεβάζουν πάνω από το 30% την άμεση και έμμεση συμμετοχή του τουρισμού στο εθνικό εισόδημα. Η ίδια η κατανάλωση επηρεάζεται ευθέως από τη διεύρυνση του τουριστικού ρεύματος. Ωστόσο τίποτε δεν είναι χωρίς συνέπειες.

Μεγάλο μέρος των τουριστικών εσόδων παραμένει εκτός επίσημης οικονομίας, η βραχυχρόνια μίσθωση παραμένει σε σημαντικό βαθμό αδήλωτη, η επίδρασή της στην εγχώρια αγορά κατοικίας είναι ασφυκτική. Η υπερανάπτυξη της κρουαζιέρας επίσης κλονίζει την ποιότητα του προϊόντος, αφήνοντας ελάχιστα έσοδα στη χώρα, ούτε καν ένα ευρώ ανά επιβάτη. Τα στίφη της κρουαζιέρας εισβάλλουν στην κυριολεξία στους τουριστικούς προορισμούς αλλά ξοδεύουν τα ελάχιστα, συνήθως σε ευτελούς αξίας αναμνηστικά μαγνητάκια.

Το τουριστικό προϊόν

Ηδη φέτος το φαινόμενο του υπερτουρισμού, που αντιμετωπίζουν πάμπολλοι ελληνικοί τουριστικοί προορισμοί, υποβαθμίζει εμφανώς το τουριστικό προϊόν. Οι εικόνες από τη Μύκονο, τη Σαντορίνη, τη Ρόδο, τους προορισμούς της Βόρειας Κρήτης, την Κέρκυρα και τα λιμάνια της Δυτικής Πελοποννήσου είναι δηλωτικές της προβληματικότητας του φαινομένου.

Αν η κυβέρνηση δεν λάβει εγκαίρως μέτρα, αν δεν αυξήσει το κόστος των επιβατών της κρουαζιέρας και δεν ελέγξει τις πολλές αρνητικές συνέπειες της βραχυχρόνιας μίσθωσης οι συνέπειες θα είναι πολλές και θα γίνουν πολύ σύντομα ορατές.

Για να μη μιλήσουμε για τη διεύρυνση των ανισοτήτων, τη βραδεία προσαρμογή των αμοιβών, την ακρίβεια και ακόμη την αδυναμία κάλυψης περίπου 250.000 θέσεων εργασίας σε πλήθος κλάδων την ώρα που οι άνεργοι ξεπερνούν τους 800.000. Το ερώτημα που ωστόσο τίθεται είναι κατά πόσο η αυτοθαυμαζόμενη κατά τα άλλα κυβέρνηση θέλει και μπορεί να επιχειρήσει τις απαιτούμενες αλλαγές προτού σπάσει η βιτρίνα…