Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει οδηγήσει την ενεργειακή αγορά σε πρωτοφανή μονοπάτια αβεβαιότητας, αναφέρει μελέτη της της McKinsey, σημειώνοντας πως ερώτημα αποτελεί εάν οι αυξήσεις των τιμών ενέργειας θα καθυστερήσουν την ενεργειακή μετάβαση ή θα επιταχύνουν την υιοθέτηση εναλλακτικών λύσεων χαμηλών εκπομπών άνθρακα, την ώρα που οι αγορές έρχονται αντιμέτωπες με μια ακραία αστάθεια, η οποία εδράζεται στις γεωπολιτικές εντάσεις και στην ανάκαμψη της ενεργειακής ζήτησης.

Καθ’ όλη τη διάρκεια του 2021, η παγκόσμια ζήτηση ενέργειας και οι εκπομπές αυξήθηκαν κατά 5% σε σύγκριση με το 2020, σχεδόν φτάνοντας επίπεδα προ COVID-19.

Μέχρι το 2050, η ηλεκτρική ενέργεια και η ενεργοποίηση του υδρογόνου θα μπορούσαν αντιπροσωπεύουν το 50% του ενεργειακού μείγματος. Η ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας προβλέπεται να τριπλασιαστεί ως το 2050, ενώ την ίδια περίοδο η παραγωγή ανανεώσιμων πηγών ενέργειας προβλέπεται να φτάσει το 80-90% του παγκόσμιου ενεργειακού μείγματος. Η ζήτηση για πετρέλαιο προβλέπεται να κορυφωθεί την επόμενη πενταετία, λόγω της απορρόφησης ηλεκτρικών οχημάτων. Ως το 2035, η ζήτηση φυσικού αερίου προβλέπεται να αυξηθεί κατά 10-20% σε σύγκριση με σήμερα. Μετά το 2035, η ζήτηση φυσικού αερίου θα υπόκειται σε μεγαλύτερες αβεβαιότητες, κυρίως λόγω της αλληλεπίδρασης με το υδρογόνο.  

Οι ετήσιες επενδύσεις στην ενέργεια αναμένεται να διπλασιαστούν ως το 2035 να φθάσουν τα 1,5-1,6 τρισεκατομμύρια δολάρια, ενώ οι επενδύσεις σε τεχνολογίες απανθρακοποίησης μέχρι το 2050 θα υπερβαίνουν τις σημερινές συνολικές ενεργειακές επενδύσεις.

Μακροπρόθεσμα, η παραγωγή πράσινου υδρογόνου προβλέπεται να είναι ο μεγαλύτερος μοχλός της πρόσθετης ζήτησης ενέργειας (42% της αύξησης μεταξύ 2035-2050), με το υδρογόνο να διαδραματίζει βασικό ρόλο σε τομείς που δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν ηλεκτρισμό όπως η παραγωγή σιδήρου και χάλυβα.

Από την πλευρά της η Morgan Stanley αναμένει σταδιακή κατάργηση του άνθρακα ως το 2030, με το ποσοστό του στην παραγωγή ρεύματος να πέφτει από το 16% που ήταν το 2021 στο 5% ως το 2030, αλλά παραμένοντας ως το 2025 σημαντικά υψηλότερα από ό,τι προέβλεπε προηγουμένως. Παράλληλα, το φυσικό αέριο αναμένεται να παραμείνει στο ενεργειακό μείγμα ως το 2030, αν και σε μικρότερο βαθμό τα επόμενα χρόνια, λόγω του υψηλότερου κόστους αλλά και της προσπάθειας της ΕΕ να μειώσει την εξάρτησή της από τις ρωσικές ενεργειακές εισαγωγές. Επίσης η διείσδυση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην Ευρώπη θα φθάσει στο 62% ως το 2030 (οριακά κάτω από τον στόχο του 65%), μέσω της προσθήκης 470 GW στην εγκατεστημένη ισχύ των ΑΠΕ.