Το φάσμα της ενεργειακής κρίσης πλανάται και πάλι πάνω από την Ευρώπη. Ηδη από τις αρχές Νοεμβρίου οι τιμές ηλεκτρικής ενέργειας έχουν πάρει – για δεύτερη φορά το τελευταίο εξάμηνο – την ανιούσα, ειδικά στις χώρες των Βαλκανίων, επιβαρύνοντας νοικοκυριά και επιχειρήσεις και ενισχύοντας περαιτέρω τον πληθωρισμό, πολύ περισσότερο από ό,τι στα κράτη της Κεντρικής και της Δυτικής Ευρώπης.

«Το Βήμα» απευθύνθηκε σε τρεις ειδικούς επιστήμονες οι οποίοι αναλύουν τις θεμελιώδεις αιτίες που οδηγούν στην εκτόξευση των τιμών ρεύματος στην περιοχή μας και ειδικότερα στην Ελλάδα.

Ο ομότιμος καθηγητής Ενεργειακής Οικονομίας στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο (ΕΜΠ) κ. Παντελής Κάπρος, ο καθηγητής στον Τομέα Ηλεκτρικής Ενέργειας στο ΑΠΘ κ. Παντελής Μπίσκας και ο καθηγητής στον Τομέα Ηλεκτρικής Ισχύος στο ΕΜΠ κ. Σταύρος Παπαθανασίου αναδεικνύουν τις δυσλειτουργίες και τις στρεβλώσεις της ευρωπαϊκής αγοράς ενέργειας, εξηγούν γιατί οι τιμές ρεύματος έχουν χωρίσει την Ευρώπη στα δύο και τους λόγους που οι φθηνές Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) διαμορφώνουν λιγότερο από όσο θα περίμενε κανείς τις τιμές για τους καταναλωτές.

Πολλοί παράγοντες εξηγούν την αύξηση

Σύμφωνα με τον κ. Κάπρο, πολλοί παράγοντες, που συνέβησαν ταυτόχρονα, εξηγούν την αύξηση των τιμών της χρηματιστηριακής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας που παρατηρήθηκε τον περασμένο καλοκαίρι και αυτή την περίοδο, από τις αρχές Νοεμβρίου.

«Υπήρξε αυξημένη εισροή ενέργειας προς την Ουκρανία, λόγω του πολέμου και των καταστροφών μονάδων ηλεκτροπαραγωγής, χωρίς όμως αυτός να είναι ο κυριότερος λόγος αύξησης των τιμών. Υπήρξε σημαντική μείωση υδάτινων πόρων στη Ρουμανία και στην Ουγγαρία και μείωση διαθεσιμότητας μονάδων (πυρηνικών και θερμικών) στη Βουλγαρία και στη Ρουμανία. Ταυτόχρονα υπήρξε αυξημένη ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας λόγω καύσωνα το καλοκαίρι και ψύχους τον Νοέμβριο. Ο συνδυασμός όλων αυτών των παραγόντων επέφερε ανισορροπία, δηλαδή έλλειψη ηλεκτρικής ισχύος συγκριτικά με τη ζήτηση, και μάλιστα σε χώρες όπως η Ρουμανία και η Βουλγαρία, οι οποίες ιστορικά ήταν εξαγωγικές» αναφέρει ο κ. Κάπρος.

Η έλλειψη ηλεκτρικής ισχύος, όπως εξηγεί, θα μπορούσε να αντισταθμισθεί από αυξημένες ροές ενέργειας από την Κεντρική Ευρώπη (Γερμανία, Πολωνία, Αυστρία, Γαλλία κ.λπ.). «Ομως η ηλεκτρική ικανότητα των διαθεσίμων διασυνδετικών γραμμών, κυρίως από τη Δύση προς Ουγγαρία – Ρουμανία, δεν ήταν επαρκείς και οι ροές βρέθηκαν σε συμφόρηση. Κατά συνέπεια, διχοτομήθηκε η εσωτερική ευρωπαϊκή αγορά και οι χρηματιστηριακές τιμές ηλεκτρικής ενέργειας στη Νοτιοανατολική Ευρώπη αυξήθηκαν υπέρμετρα χωρίς να αυξηθούν ανάλογα οι τιμές στις χώρες της Κεντρικής και της Δυτικής Ευρώπης» υπογραμμίζει, επισημαίνοντας παράλληλα ότι εάν υπήρχαν επαρκείς διασυνδέσεις μεταξύ Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, οι τιμές των χονδρεμπορικών αγορών θα ήταν παντού οι ίδιες και θα είχαν αυξηθεί ελάχιστα, παρά τη συγκυρία των δυσμενών εξελίξεων σχετικά με τη διαθέσιμη ηλεκτρική ισχύ και την αύξηση της ζήτησης.

Τα λεγόμενά του βρίσκουν σύμφωνο και τον κ. Μπίσκα, ο οποίος μιλάει για μια τεχνητή μείωση της μεταφορικής ικανότητας από τη Δυτική Ευρώπη προς τα Βαλκάνια: «Οι Γερμανοί κόβουν εξαγωγές από τη χώρα τους προς την Τσεχία, τη Σλοβακία, άρα και προς τη Βαλκανική, και έτσι δεν μπορούν να μεταφερθούν μεγάλες ποσότητες από τις βόρειες χώρες που είναι πιο φθηνές προς την περιοχή μας. Εχουμε μια «στένωση» σε εκείνο το σημείο. Δεν μπορεί να περάσει αρκετή ποσότητα ενέργειας και οι τιμές αυξάνονται στη Βαλκανική και μένουν χαμηλά σε Κεντρική και Δυτική Ευρώπη».

Το «κλειδί» των διμερών συμβολαίων

Κανονικά, σύμφωνα με τον κ. Κάπρο, η χονδρεμπορική είναι διαφορετική από τη λιανική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας. «Ο λιανικός έμπορος αγοράζει προϊόν και από οργανωμένες αγορές (με χρηματιστηριακή οργάνωση όπου η τιμή αντανακλά την οικονομικά ακριβότερη προσφορά που χρειάστηκε για να ικανοποιηθεί η ζήτηση) αλλά και από διμερή συμβόλαια με παραγωγούς με μακροχρόνια διάρκεια και σταθερές τιμές. Ετσι ο λιανικός έμπορος διασφαλίζει σταθερές και κοστοστρεφείς τιμές για τους πελάτες, οι οποίοι αποζητούν τέτοια σταθερότητα και τους απαλλάσσει από τις μεγάλες διακυμάνσεις των τιμών των χονδρεμπορικών αγορών» τονίζει ο καθηγητής, υποστηρίζοντας ότι έτσι συμβαίνει στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες με τον όγκο των εξω-χρηματιστηριακών διμερών συμβολαίων να είναι σαφώς μεγαλύτερος από εκείνον της ζήτησης που περνάει μέσω των χρηματιστηριακών αγορών.

Στην Ελλάδα όμως, όπως εξηγεί ο ομότιμος καθηγητής Ενεργειακής Οικονομίας, «διαμορφώθηκε ιστορικά ιδιαίτερα ελλιπής ανταγωνισμός όπου οι προμηθευτές, εκτός ελαχίστων, δεν διαθέτουν δική τους παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, δεν υπάρχει αγορά διμερών συμβολαίων με τρίτους παραγωγούς και επομένως η πλειοψηφία αναγκάζεται να αγοράζει την ενέργεια αποκλειστικά από τη χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας». Ετσι, η πλειονότητα υποχρεώνεται να μετακυλίει κάθε μήνα στους καταναλωτές τις τιμές της χονδρικής αγοράς. «Αυτή η αυτόματη μετακύλιση τιμών, οι οποίες έχουν μεγάλες και απρόβλεπτες διακυμάνσεις, αποτελεί σημαντική παθογένεια της ελληνικής αγοράς και δεν συναντάται σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες» υπογραμμίζει ο καθηγητής.

Χρειάζονται θεσμικά μέτρα αναδιοργάνωσης

Για την αντιμετώπιση αυτής της μεγάλης στρέβλωσης, όπως σημειώνει ο κ. Κάπρος, χρειάζονται θεσμικά μέτρα αναδιοργάνωσης της αγοράς, κίνητρα υπέρ των διμερών συμβάσεων και άλλα. Η νέα ευρωπαϊκή οδηγία που θεσπίσθηκε πριν από ενάμιση χρόνο για να αντιμετωπίσει αντίστοιχα φαινόμενα υπερβολικής διακύμανσης των τιμών, κατά τη μεγάλη ενεργειακή κρίση το 2022, «δίνει δυνατότητα οργάνωσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας με διμερή συμβόλαια εκτός χρηματιστηριακής αγοράς».

Οι ΑΠΕ είναι πολύ φθηνότερες από την ενέργεια που παράγεται από φυσικό αέριο και κάθε άλλη μορφή και η Ελλάδα μπορεί, όπως επισημαίνει ο καθηγητής, «με βάση την οδηγία αυτή να αναδιοργανώσει την αγορά ενέργειας από ΑΠΕ ώστε μέσω των σχετικών διμερών συμβολαίων να γίνεται σημαντική αντιστάθμιση των υψηλών και έντονα κυμαινόμενων τιμών της χρηματιστηριακής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας».

Εξάλλου, σύμφωνα με τον κ. Κάπρο, ο βέλτιστος οικονομικός χειρισμός των ΑΠΕ είναι μέσω μακροχρόνιων διμερών συμβολαίων με σταθερή αποπληρωμή του κόστους κεφαλαίου (άλλωστε δεν έχουν κόστος καυσίμου) εκτός χρηματιστηρίων.

Και προσθέτει ότι από πλευράς κόστους η ενέργεια από ΑΠΕ έτσι θα κοστίζει ενδεικτικά μεταξύ 40 και 60 €/MWh με τυχόν επιβάρυνση άλλα 20-25 €/MWh για αποθήκευση ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ η ενέργεια από φυσικό αέριο υπερβαίνει τα 100 €/MWh, από πυρηνικά είναι στα 120-150 €/MWh και από λιγνίτη μεγαλύτερη των 180 €/MWh.

Ηλεκτροπαραγωγή : Δεν θεραπεύει το πρόβλημα η επιβολή φόρου

Για την προσωρινή λύση που προκρίνει η κυβέρνηση με την επιβολή φόρου στην ηλεκτροπαραγωγή ώστε να δημιουργηθούν έσοδα για τις επιδοτήσεις των τιμολογίων ρεύματος των καταναλωτών, ο κ. Σταύρος Παπαθανασίου θεωρεί ότι είναι πολύ δύσκολο να προσδιοριστεί πού πρέπει να τοποθετηθεί η γραμμή μεταξύ θεμιτής συμπεριφοράς στην αγορά και κρατικής παρέμβασης ή ρύθμισης.

Σε κάθε περίπτωση, κρίνει ότι πρόκειται για βραχυπρόθεσμα μέτρα που δεν θεραπεύουν το πρόβλημα, ενώ μακροπρόθεσμο αποτέλεσμα θα είχε μόνο μια αλλαγή στο μοντέλο της αγοράς.

Και εξηγεί: «Για να έχεις χαμηλό κόστος ενέργειας πρέπει να έχεις χαμηλό κόστος παραγωγής. Και μετά να υπάρχει ένας μηχανισμός αγοράς ώστε αυτό το χαμηλό κόστος να διαχέεται προς τον καταναλωτή. Χαμηλό κόστος σήμερα έχουν οι ΑΠΕ. Πρέπει να έρθουν όσο γίνεται περισσότερες, αλλά με συντεταγμένο και βιώσιμο τρόπο και συνοδευόμενες από δικτυακές υποδομές και αποθήκευση. Επειτα πρέπει να αναζητηθεί το κατάλληλο μοντέλο αγοράς, που ατυχώς δεν είναι μόνο ελληνικό πρόβλημα, είναι πολύ μεγαλύτερο, και θα πρέπει να αποφασιστεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο».

Πώς οι ΑΠΕ δρουν μειωτικά στις τιμές

Πέρα από το ζήτημα των ηλεκτρικών διασυνδέσεων, ένας ακόμη παράγοντας που ανεβάζει τις τιμές, όπως σημειώνει ο κ. Σταύρος Παπαθανασίου, είναι η λειτουργία του μοντέλου της αγοράς. Στο Χρηματιστήριο Ενέργειας, οι παραγωγοί ενέργειας δίνουν ανά ώρα μια τιμή για την ενέργεια που προσφέρουν ώστε να καλυφθεί η ζήτηση.
«Η δομή της αγοράς είναι τέτοια ώστε η τελευταία οριακή μονάδα που προσφέρει ενέργεια καθορίζει το κόστος της αποζημίωσης όλου του όγκου παραγωγής και ζήτησης που εξυπηρετείται εκείνη τη χρονική στιγμή. Είναι η νόρμα των αγορών διεθνώς, από τότε που εγκαταλείφθηκε το περιβάλλον των καθετοποιημένων ηλεκτρικών επιχειρήσεων, των μονοπωλιακών, και απελευθερώθηκε η αγορά ηλεκτρικής ενέργειας – το 2000 για την Ελλάδα, νωρίτερα σε άλλες χώρες» αναφέρει ο κ. Παπαθανασίου.

Και αυτή η δομή της αγοράς είναι που δέχεται κριτική γιατί δημιουργεί το εξής παράδοξο: η ακριβότερη μονάδα θέτει το κόστος για το σύνολο της αγοράς. Για παράδειγμα, εάν έχουμε 5.000 μεγαβάτ ζήτησης και τα 4.500 μεγαβάτ εξυπηρετούνται από μονάδες ΑΠΕ που έχουν μηδενικό μεταβλητό κόστος, ενώ τα 500 μεγαβάτ εξυπηρετούνται από μία συμβατική θερμική μονάδα, η οποία μπορεί να θέσει την τιμή της αγοράς π.χ. στα 200 ευρώ/μεγαβατώρα (MWh) ή και περισσότερο, τόσο θα στοιχίσει και η παραγωγή των ΑΠΕ.

Πάντως, όπως επισημαίνει ο κ. Παντελής Μπίσκας, οι ΑΠΕ δρουν μειωτικά στις τιμές της αγοράς, όμως ορίζουν τις τιμές κυρίως κατά το διάστημα Μαρτίου – Μαΐου, οπότε καταγράφεται πολύ μεγάλη έγχυση πράσινης ενέργειας στο σύστημα, με τιμές κοντά στο μηδέν και λιγότερο τον υπόλοιπο χρόνο. «Αν δεν είχαμε ΑΠΕ σήμερα, αυτά τα 700 και 800 ευρώ/MWh που βλέπουμε στις 7 το βράδυ στο Χρηματιστήριο Ενέργειας όταν “μπαίνει” το φυσικό αέριο, θα τα βλέπαμε όλες τις ώρες από τις 9 το πρωί έως το βράδυ. Ευτυχώς που έχουμε πράσινη ενέργεια και οι τιμές το μεσημέρι είναι στα 30, 40 ή 80 ευρώ/MWh» τονίζει ο καθηγητής του ΑΠΘ.