Αν υπάρχει ένας καλοκαιρινός έρωτας που δεν σβήνει ποτέ είναι το καρπούζι με τη φέτα. Οταν όμως ένα καρπούζι κοστίζει όσο ένα κιλό μοσχάρι και για ένα κιλό φέτα πρέπει να δώσει κάποιος/α το μισό μεροκάματο ενός ανειδίκευτου εργάτη, το ταπεινό έδεσμα γίνεται είδος πολυτελείας για γιορτές και σχόλες.
Το ερώτημα λοιπόν που τίθεται είναι γιατί πληρώνουμε «χρυσάφι» τα φρούτα μεσοκαλόκαιρο, με τις τιμές να ανεβαίνουν συνέχεια τα τελευταία χρόνια, ενώ την ίδια ώρα οι αγρότες δεν παίρνουν τίποτα παραπάνω.
Το άνοιγμα της «ψαλίδας» ανάμεσα στο χωράφι και το ράφι δεν είναι καινούργιο… φρούτο. Από την εποχή του Ανδρέα Παπανδρέου οι κυβερνήσεις υποστηρίζουν ότι προσπαθούν να μειώσουν την απόσταση των τιμών από τον παραγωγό στον καταναλωτή, ωστόσο συνεχίζει να παραμένει από τις μεγαλύτερες σε όλη την Ευρώπη.
«Κάποιοι αισχροκερδούν, ενώ την ίδια στιγμή οι καταναλωτές δυσκολεύονται να αγοράσουν φρούτα και λαχανικά» λένε οι παραγωγοί, πολλοί από τους οποίους σκέφτονται να εγκαταλείψουν το επάγγελμα.
Τις πταίει;
Με τον φαύλο κύκλο να συνεχίζεται, καθώς τα χαμηλά κέρδη των παραγωγών δεν τους επιτρέπουν να επενδύσουν και να αναπτυχθούν, ενώ οι έλληνες καταναλωτές έχουν αρχίσει να γίνονται… Γερμανοί και όχι από ιδεολογία (βλέπε food waste), αγοράζοντας ¼ καρπούζι, 2 ντομάτες και 3 ροδάκινα, το επόμενο ερώτημα είναι τι/ποιος φταίει.
Για τους αγρότες οι αιτίες της ακρίβειας πρέπει να αναζητηθούν στους μεσάζοντες και στην τιμολόγηση των επιχειρήσεων λιανικής, ενώ δικαιολογώντας τις αυξημένες τιμές που πουλάνε εφέτος τα προϊόντα τους τονίζουν ότι το κόστος παραγωγής έχει εκτιναχθεί.
«Αν μετρήσεις τα έξοδα, το λίπασμα, τα φυτοφάρμακα, τα εργατικά, το ρεύμα, το πετρέλαιο, τα έσοδα δεν φτάνουν να καλύψουν τα κόστη και να μείνει κάτι στην άκρη».
Από την πλευρά των διανομέων προτάσσονται τα υψηλά κόστη στη συσκευασία, στη μεταφορά και στη διάθεση στα σημεία λιανικής πώλησης και βέβαια το κέρδος των τελευταίων.
Σημαντικό ρόλο όμως παίζουν και οι αυξημένες εξαγωγές. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το ισοζύγιο αγροτικών προϊόντων στο πρώτο πεντάμηνο του έτους εμφανίζει πλεόνασμα 604,462 εκατ. ευρώ. Συνολικά στο εξεταζόμενο διάστημα οι εισαγωγές αγροτικών προϊόντων διαμορφώθηκαν σε 4,44 δισ. ευρώ και οι εξαγωγές σε 4,8 δισ. ευρώ.
Εξ ου και η τιμή παραγωγού π.χ. στο καρπούζι από τα 10-15 λεπτά πέρυσι, φέτος πήγε στα 30-35 λεπτά και «είναι μια πολύ καλή τιμή», όπως παραδέχονται και οι ίδιοι οι καλλιεργητές.
Είδος πολυτελείας
Αυτή τη στιγμή τα καρπούζια πωλούνται το πρωί στις λαϊκές από 0,90 έως 1 ευρώ το κιλό, με τις τιμές να υποχωρούν γύρω στα 0,70 – 0,90 ευρώ το μεσημέρι. Στα μανάβικα και στα σουπερμάρκετ είναι υψηλότερη, φθάνοντας ακόμη και το 1,10 ευρώ ανά κιλό.
Σε σχέση με πέρυσι η τιμή καταναλωτή έχει υπερδιπλασιαστεί, καθώς κυμαινόταν από 0,30 έως 0,50 ευρώ το κιλό. Διπλάσια όμως είναι και η τιμή χονδρικής συγκριτικά με το 2022, από 0,24 στο μισό ευρώ το κιλό.
Την περασμένη Πέμπτη στη λαϊκή αγορά στο Χαλάνδρι, το πεπόνι ανάλογα με την ποιότητα κόστιζε από 1 έως 1,80 ευρώ το κιλό, με τις τιμές στα σουπερμάρκετ την ίδια μέρα να ξεκινούν από 1,20 και να ξεπερνούν τα 2 ευρώ το κιλό. Πέρυσι, οι τιμές στα πεπόνια δεν ξεπερνούσαν το 1,20 ευρώ.
Κυριολεκτικά απλησίαστα είναι και τα κεράσια. Η τιμή του κιλού φθάνει έως και 5 ευρώ στη λαϊκή από 6 ευρώ την προηγούμενη εβδομάδα, ενώ στις αλυσίδες της οργανωμένης λιανικής αγγίζει τα 7 ευρώ.
Αντίστοιχη είναι η κατάσταση στα νεκταρίνια και τα βερίκοκα, ενώ τα ροδάκινα πωλούνται από 1,80 – 2 ευρώ στη λαϊκή τη στιγμή που φεύγουν από το χωράφι όχι παραπάνω από 0,65 ευρώ το κιλό.
Πτώση κατανάλωσης
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, τον Ιούνιο η αύξηση των τιμών στα φρούτα έφθασε ετησίως το 10,3%, ενώ μόλις σε έναν μήνα (τον Ιούνιο σε σχέση με τον Μάιο) ανατιμήθηκαν κατά 28,8%! Καθώς φαίνεται από τις τρέχουσες τιμές η ακρίβεια θα συνεχιστεί και τον Ιούλιο, την ώρα μάλιστα που δεν προβλέπεται αποκλιμάκωση συνολικά στις τιμές των ειδών διατροφής (ψωμί, δημητριακά, κρέατα, γαλακτοκομικά, αβγά, έλαια, κ.λπ.).
Τον Ιούνιο ο πληθωρισμός των τροφίμων κατέγραψε νέα άνοδο 12,2% σε σχέση με τον Ιούνιο του 2022 και +2,1 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με τον Μάιο. Λόγω όμως της διατήρησης υψηλών τιμών στα αγροτικά προϊόντα και σε συνδυασμό με το υψηλό κόστος διαβίωσης υπολογίζεται ότι η κατανάλωση υποχωρεί εφέτος σε ποσοστό 8%.
Τι αλλάζει όλο το κλίμα
Δεν είναι όμως μόνο ο «πληθωρισμός απληστίας» και οι αυξήσεις στους συντελεστές παραγωγής που εκτινάσσουν τις τιμές ειδικά στα αγροτικά προϊόντα. Πλέον σοβαρό ρόλο διαδραματίζει και η κλιματική αλλαγή.Ειδικά εφέτος την άνοιξη, λόγω των ισχυρών βροχοπτώσεων και των χαλαζοπτώσεων καταστράφηκε μεγάλο μέρος της πρώιμης παραγωγής. Και οι ελλείψεις προκαλούν ανατιμήσεις.Ηδη σε άλλες χώρες της Μεσογείου, οι επιπτώσεις από την αλλαγή του κλίματος έχουν γίνει ορατές στον πρωτογενή τομέα. Το πλήγμα στην παραγωγή ελαιολάδου αποτελεί ίσως τη μεγαλύτερη έως τώρα απόδειξη.
Ξέφρενο ράλι στο ελαιόλαδο
Λόγω της κλιματικής αλλαγής μπορεί να πούμε και το λάδι λαδάκι. Οι τεράστιες ελλείψεις ελαιολάδου στην Ισπανία και στην Ιταλία λόγω της αυξημένης ξηρασίας καλύπτονται από ελληνικό ελαιόλαδο, με τις βιομηχανίες τυποποίησης να ψάχνουν να βρουν πρώτη ύλη όσο-όσο για να μη χάσουν τα συμβόλαια που έχουν, την καταναλωτική ζήτηση, στο εσωτερικό και τις εξαγωγές τους.
Ηδη το μπαράζ αγορών ελληνικού ελαιολάδου από Ισπανούς και Ιταλούς προκειμένου να καλύψουν τις ανάγκες τους, δημιούργησε ανατιμητικές τάσεις στα ράφια των σουπερμάρκετ, ενώ πολλοί ελαιοπαραγωγοί υποστηρίζουν εφέτος θα υπάρξουν μεγαλύτερες πιέσεις.
Κι αυτό γιατί εξαιτίας της περσινής υπερπαραγωγής εφέτος οι ποσότητες θα είναι μειωμένες, ενώ η ζήτηση στη χονδρική και μάλιστα σε υψηλές τιμές (έχουν καταγραφεί και τιμές στα 8 ευρώ) συνεχίζει να αυξάνεται.
Να σημειωθεί ότι η Ισπανία από 1.500.000 τόνους πέρυσι, εφέτος παρήγαγε 400.000 τόνους. Η δε Ιταλία από 1.000.000 τόνους, εφέτος 300.000 τόνους. Στον αντίποδα στη χώρα μας είχαμε πολύ αυξημένη παραγωγή κατά την προηγούμενη ελαιοκομική περίοδο (περί τους 600.000 τόνους, από 380.000).