Στο μικροσκόπιο της Επιτροπής Ανταγωνισμού (ΕΑ) μπαίνει εκ νέου η τιμολογιακή πολιτική των τραπεζών, λίγους μήνες μετά τον συμβιβασμό των δύο πλευρών για το θέμα των προμηθειών.
Ηταν τέλη του 2019 όταν δεκάδες στελέχη της ανεξάρτητης αρχής πραγματοποίησαν έφοδο στα γραφεία διοίκησης των μεγαλύτερων πιστωτικών ιδρυμάτων της χώρας, στο πλαίσιο έρευνας για εναρμονισμένες πρακτικές ως προς τις χρεώσεις που επέβαλλαν στους πελάτες τους. Η υπόθεση έκλεισε τέσσερα χρόνια αργότερα, μετά από συμβιβασμό, που προέβλεπε πρόστιμα ύψους 42 εκατ. ευρώ και ταυτόχρονη μείωση των επιβαρύνσεων στις αναλήψεις μετρητών από τρίτα ΑΤΜ, εκτός δηλαδή του δικτύου κάθε ομίλου. Δεν χρειάστηκε να περάσει αρκετός καιρός ωστόσο για να βρεθούν οι τράπεζες εκ νέου υπό έλεγχο. Αυτή τη φορά για τα επιτόκια που προσφέρουν στους καταθέτες.
Οπως ανακοίνωσε πριν λίγες ημέρες η ΕΑ, οι υπηρεσίες της θα εξετάσουν σε κλαδικό επίπεδο την παρατηρούμενη διατήρησή τους σε χαμηλά επίπεδα σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Συγκεκριμένα, θεωρεί ότι οι αυξήσεις των παρεμβατικών δεικτών της ΕΚΤ πέρασαν σε μικρό βαθμό στους έλληνες καταθέτες. Στο πλαίσιο αυτό, θα διερευνηθούν τυχόν στρεβλώσεις στον ανταγωνισμό, με στόχο την υποβολή προτάσεων προς όφελος των αποταμιευτών ως το τέλος του 2024.
Η υστέρηση
Η αλήθεια είναι ότι τα επιτόκια του ευρώ αυξήθηκαν από τον Ιούλιο του 2022 έως και τον Σεπτέμβριο του 2023 σωρευτικά κατά 450 μονάδες βάσης. Την ίδια περίοδο, το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο των λογαριασμών προθεσμίας με διάρκεια έως και 1 έτος, από το 0,13% ενισχύθηκε κατά 160 μονάδες βάσης στο 1,73% για τους ιδιώτες και από το 0,05% στο 2,85% για επιχειρήσεις (αύξηση 280 μονάδων βάσης).
Τα αντίστοιχα επιτόκια τον Μάιο της εφετινής χρονιάς διαμορφώθηκαν υψηλότερα, στο 1,83% και 3,18% αντίστοιχα, παρά το γεγονός ότι το κόστος χρήματος στην ευρωζώνη υποχώρησε στο μεσοδιάστημα, λόγω της επικείμενης έναρξης χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής στη ζώνη του ευρώ.
Την ίδια περίοδο το μέσο επιτόκιο στο σύνολο των ευρωπαϊκών τραπεζών διαμορφώθηκε σε 3,11% για φυσικά και σε 3,64% για νομικά πρόσωπα. Ως εκ τούτου, ουσιαστική υστέρηση παρατηρείται κατά βάση μόνο στους ιδιώτες (128 μονάδες βάσης). Από την άλλη στις επιχειρήσεις η διαφορά είναι περιορισμένη, καθώς δεν ξεπερνά τις 46 μονάδες βάσης.
Τα επιχειρήματα
Τραπεζικές πηγές που κλήθηκαν να σχολιάσουν αυτές τις αποκλίσεις, σημείωσαν πως η προσέγγιση για την ερμηνεία τους θα πρέπει να είναι πολυπαραγοντική. Παραδέχονται ότι ο ανταγωνισμός στην Ελλάδα είναι περιορισμένος, λόγω της συγκέντρωσης της αγοράς σε τέσσερα σχήματα μετά το ξέσπασμα της κρίσης, σημειώνουν ωστόσο ότι τα επιτόκια μεταξύ των προϊόντων τους διαφέρουν, ανάλογα με το είδος της πελατείας που στοχεύει κάθε όμιλος. Ως προς τις διαφορές με την ευρωζώνη, τονίζουν πως ερμηνεύεται από τα ακόλουθα:
- Σύνθεση καταθετικής βάσης: Στην Ελλάδα το 70% των καταθέσεων προέρχεται από πελάτες λιανικής με μικρό μέσο υπόλοιπο, έναντι 60% στη ζώνη του ευρώ. Τα χαμηλότερα ποσά, όχι μόνο κερδίζουν χειρότερες αποδόσεις στα προϊόντα προσυμφωνημένης διάρκειας, αλλά χρησιμοποιούνται κατά βάση για τις καθημερινές συναλλαγές. Αρα τοποθετούνται στο μεγαλύτερο μέρος τους σε λογαριασμούς ανοιχτής ζήτησης, όπου τα επιτόκια είναι μηδενικά. Σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, από τα 145 δισ. ευρώ των αποταμιεύσεων ιδιωτών μόλις τα 37 δισ. ευρώ, ήτοι το 25%, βρίσκονται σε προθεσμιακές καταθέσεις.
- Δείκτης δανείων προς καταθέσεις: Οι ελληνικές τράπεζες μετά από την εξυγίανση των ισολογισμών τους, είδαν τα δανειακά τους χαρτοφυλάκια να συρρικνώνονται σημαντικά. Ως αποτέλεσμα, σήμερα οι χορηγήσεις αντιπροσωπεύουν μόλις το 60% των καταθέσεων. Δηλαδή διαθέτουν υπερβάλλουσα ρευστότητα και δεν έχουν κίνητρο να αυξήσουν τα επιτόκια για την προσέλκυση καταθετών. Ο αντίστοιχος δείκτης στην ευρωζώνη είναι 100% και οι σχετικές ανάγκες υψηλότερες.
- Κόστος δανεισμού: Τα εγχώρια πιστωτικά ιδρύματα επιβαρύνονται με υψηλότερα επιτόκια από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές. Συγκεκριμένα, πληρώνουν περίπου 200 μονάδες βάσης πάνω από τον μέσο όρο της Ευρώπης για την έκδοση χρεογράφων. Η διατήρηση λοιπόν χαμηλότερων επιτοκίων καταθέσεων καλύπτει μέρος αυτού του επιπλέον κόστους, ενώ συμβάλλει στην προσφορά φθηνότερων δανείων προς το κοινό.
- Πιστωτικό ρίσκο: Μεγαλύτερη επιβάρυνση για τις ελληνικές τράπεζες υπάρχει και από το υψηλότερο κόστος για τον πιστωτικό κίνδυνο, ως αποτέλεσμα της κρίσης που έπληξε την ελληνική οικονομία. Επιπλέον, στην Ελλάδα το μέγεθος των επιχειρήσεων είναι σαφώς μικρότερο, γεγονός που επιδρά αρνητικά στην πιστοληπτική ικανότητα των δανειοληπτών, άρα και στο ρίσκο που αναλαμβάνουν όταν τις χρηματοδοτούν.
Τράπεζες: «Σε επιδότησεις και κόστος δανεισμού πήγε η εξοικονόμηση τόκων»
Γενικός διευθυντής συστημικού ομίλου υποστηρίζει ότι εάν τα επιτόκια καταθέσεων δεν ήταν χαμηλότερα στην Ελλάδα, το κόστος χρηματοδότησης νοικοκυριών και επιχειρήσεων θα ήταν σήμερα σημαντικά πιο υψηλό. «Με την εξοικονόμηση τόκων είμαστε σε θέση να προσφέρουμε πιο ανταγωνιστική τιμολόγηση σε όσους δανείζουμε, στο σημερινό περιβάλλον ακριβού χρήματος» τονίζει η ίδια πηγή.
Χαρακτηριστικά είναι τα ευρήματα πρόσφατης μελέτης της Τράπεζας της Ελλάδος, σύμφωνα με τα οποία το κόστος δανεισμού στην εγχώρια αγορά εκτιμάται πως είναι περίπου 90 μονάδες βάσης χαμηλότερο από αυτό στο οποίο θα διαμορφωνόταν στο σενάριο που οι τράπεζες αύξαναν τις αποδόσεις στις καταθέσεις στον ίδιο βαθμό με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές.
Εξάλλου, όπως δείχνουν τα στοιχεία, αυτή τη στιγμή στη στεγαστική πίστη το μέσο σταθερό επιτόκιο για διάρκεια έως και 5 έτη είναι στην Ελλάδα χαμηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (3,57% έναντι 4%). Στις επιχειρήσεις το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο στις νέες χορηγήσεις στην Ελλάδα διαμορφώθηκε τον περασμένο Μάιο σε 4,96%, έναντι 5% στην ευρωζώνη.
Τέλος, η ίδια πηγή σημειώνει ότι τα χαμηλότερα έξοδα τόκων στις καταθέσεις επιδότησαν το πάγωμα των κυμαινόμενων επιτοκίων στα ενήμερα στεγαστικά δάνεια, που βρίσκεται σε ισχύ από τον Μάιο του 2023 και θα διαρκέσει έως και το καλοκαίρι του 2025. Υπενθυμίζεται ότι οι τράπεζες μετά από συμφωνία με την κυβέρνηση έχουν επιβάλει πλαφόν στα επιτόκια αναφοράς (euribor, ΕΚΤ), με τα οποία είναι συνδεδεμένες οι συγκεκριμένες χορηγήσεις. Χωρίς αυτό, τα επιτόκια θα ήταν σήμερα υψηλότερα κατά 100 μονάδες βάσης.
«Αν αναλογιστεί κανείς ότι το μέσο υπόλοιπο καταθέσεων ενός νοικοκυριού είναι γύρω στις 5.000 ευρώ και το μέσο υπόλοιπο ενός στεγαστικού δανείου στις 50.000 ευρώ, αυτό το μέτρο έχει άμεσα τη μεγαλύτερη θετική συμβολή στον οικογενειακό προϋπολογισμό των Ελλήνων στην περίοδο των αυξημένων επιτοκίων και πληθωρισμού» υποστηρίζει σχετικά το ίδιο στέλεχος.