Παρατεταμένη προεκλογική περίοδος, παροχολογία εν όψει ΔΕΘ, φόβοι αντιστροφής μέρους των μεταρρυθμίσεων, τράπεζες και «κόκκινα» δάνεια, αδύναμη ανάπτυξη, αλλά και αρνητική διεθνής συγκυρία, πίεσαν τα ελληνικά περιουσιακά στοιχεία, με το κόστος δανεισμού της χώρας να παραμένει στα απαγορευτικά επίπεδα του 4,4%, τις απώλειες στις τράπεζες να φθάνουν το 1,5 δισ. ευρώ σε μόλις έξι συνεδριάσεις και τις ζημιές στο Χρηματιστήριο να ξεπερνούν τα 3,5 δισ. ευρώ.
Η επόμενη ημέρα μετά τη «μεγάλη έξοδο» της 20ής Αυγούστου δείχνει εξάλλου ότι το τρίτο μνημόνιο απέτυχε τουλάχιστον σε έναν από τους βασικούς στόχους του: την επιστροφή της Ελλάδας στις αγορές.
Η επιδιωκόμενη αρχικά έκδοση ενός 10ετούς ομολόγου το καλοκαίρι ή το φθινόπωρο αναβάλλεται έως ότου οι συνθήκες το επιτρέψουν, ενώ οι ξένοι μειώνουν το ρίσκο τους στη χώρα, την ώρα που η ζήτηση για καλής ποιότητας εταιρικά ομόλογα έχει πια παγώσει. Κοινός τόπος εξάλλου είναι ότι οι αγορές θα είναι πιο σκληρές από τους επίσημους δανειστές, καθώς οι διεθνείς επενδυτές μειώνουν την έκθεσή τους στον «ελληνικό κίνδυνο».
Οι αγορές δείχνουν να μην εμπιστεύονται την Ελλάδα εξαιτίας κυρίως των εξής παραμέτρων:
1. Πολιτικό σκηνικό: Η χώρα δείχνει ότι έχει εισέλθει σε παρατεταμένη προεκλογική περίοδο, την ώρα που η παροχολογία εν όψει της ΔΕΘ δεν βοηθά στην προσπάθεια βελτίωσης του κλίματος. Η «Handelsblatt» έκανε λόγο για «ανησυχία των επενδυτών για τους νέους προϋπολογισμούς του Τσίπρα», ενώ έκκληση να αποφευχθούν η πολιτική πόλωση και οι πελατειακές πολιτικές του παρελθόντος απηύθυνε ο ΣΕΒ.
Οι αναλυτές δεν αποκλείουν ο Αλ. Τσίπρας να προχωρήσει σε πρόωρες εκλογές μάλλον το πρώτο εξάμηνο του 2019. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι θα κερδίσει η ΝΔ, το εκλογικό σύστημα ωστόσο ίσως οδηγήσει μεσοπρόθεσμα σε νέα εκλογική αναμέτρηση εν όψει και της εκλογής νέου Προέδρου της Δημοκρατίας. Αν δεν υπάρξει στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση ξεκάθαρο εκλογικό αποτέλεσμα, τότε, όπως υποστηρίζεται, το πολιτικό σκηνικό ίσως παραμείνει ρευστό, κάτι που αποτελεί έναν ακόμα λόγο για τους επενδυτές να περιορίσουν την έκθεσή τους στη χώρα.
2. Η ανάπτυξη παραμένει αδύναμη: Το ΑΕΠ αυξήθηκε με ρυθμό 0,2% στο δεύτερο τρίμηνο του έτους (και ήταν το χαμηλότερο στην ΕΕ μαζί με τις Ιταλία, Δανία και Γαλλία, που σημείωσαν επίσης ανάπτυξη 0,2%), από το αναθεωρημένο 0,9% στο πρώτο τρίμηνο, ενώ επεκτάθηκε κατά 1,8%, σε ετήσια βάση, από το αναθεωρημένο 2,5% στο πρώτο τρίμηνο.
Η ανάκαμψη στην Ελλάδα στηρίζεται κυρίως από την ιδιωτική κατανάλωση και σε μικρότερο βαθμό από τις καθαρές εξαγωγές, αλλά η επιβράδυνση οφείλεται κυρίως στη βάση σύγκρισης και στις πιο αδύναμες επενδυτικές δαπάνες, ανέφεραν οι οικονομολόγοι.
Είναι η πρώτη φορά από το 2006 που η Ελλάδα πετυχαίνει έξι διαδοχικά τρίμηνα με θετική μεταβολή του ΑΕΠ, αλλά η πρόκληση να εισέλθει η χώρα σε τροχιά ταχείας και διατηρήσιμης ανάπτυξης παραμένει. Σύμφωνα με το κύριο σενάριο, το ΑΕΠ εκτιμάται στο 1,8% για το 2018, ενώ σε ένα εναλλακτικό σενάριο ευνοϊκότερης εξέλιξης του κινδύνου χώρας, και των επενδύσεων, η ανάπτυξη μπορεί να κινηθεί στην περιοχή του 2%.
Χωρίς μια επενδυτική έκρηξη όμως, καθώς οι πραγματικές επενδύσεις εξακολουθούν να είναι λιγότερο από 40% των προ κρίσης επιπέδων και χωρίς να καλυφθεί το επενδυτικό κενό των 100 δισ. ευρώ, η χώρα θα εγκλωβιστεί σε ισχνούς ρυθμούς ανάπτυξης, την ώρα που οι αναλυτές εκτιμούν πως για να καλύψει σε εύλογο διάστημα ικανοποιητικό μέρος των απωλειών της κρίσης η οικονομία θα πρέπει να αναπτύσσεται με ρυθμό 3%-4%.
3. Τράπεζες – «κόκκινα» δάνεια: Για τους αναλυτές, ο ρυθμός μείωσης των «κόκκινων» δανείων είναι απογοητευτικός, οι ισολογισμοί των τραπεζών παραμένουν αδύναμοι, ενώ η καθαρή ροή τραπεζικής χρηματοδότησης προς την οικονομία είναι αρνητική. Μπορεί κάποιες τιτλοποιήσεις δανείων να ενισχύσουν τη χρηματοοικονομική τους διάρθρωση κατά μερικές εκατοντάδες εκατομμύρια, η ανάγκη για κεφαλαιακή ενίσχυση των τραπεζών όμως θα παραμείνει.
Στην αγορά εκτιμάται πως αν το κλίμα το επιτρέψει μία ακόμα ανακεφαλαιοποίηση είναι σχεδόν δεδομένη. Η ποιότητα των κεφαλαίων τους επηρεάζεται εν μέρει από αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις, την ώρα που οι προβλέψεις των τραπεζών για τα έσοδα από τόκους διαψεύδονται, τα αποτελέσματα εξαμήνου ήταν κατώτερα των εκτιμήσεων, ενώ οι επενδυτές βλέπουν ότι η εφαρμογή του νέου λογιστικού προτύπου IFRS 9 οδηγεί πολλά δάνεια πιο κοντά στην κατηγορία των προβληματικών.
4. Διεθνές περιβάλλον: Η χώρα καλείται να ανακτήσει την εμπιστοσύνη του σε μια δύσκολη διεθνή συγκυρία. Οι βασικές κεντρικές τράπεζες αυξάνουν τα επιτόκια πιέζοντας το κόστος δανεισμού, την ώρα που οι εμπορικοί πόλεμοι, η τουρκική κρίση και συνολικά η νομισματική αναταραχή σε μια σειρά αναδυόμενων οικονομιών, αλλά και η ιταλική αναταραχή, συνθέτουν ένα δύσκολο σκηνικό. Για τους διεθνείς επενδυτές, η Ελλάδα, αν και μέρος της ευρωζώνης, έχει τα χαρακτηριστικά της αναδυόμενης αγοράς.
Ετσι, καθώς τα υψηλότερα αμερικανικά επιτόκια οδηγούν σε αποεπένδυση στις αναδυόμενες αγορές και σε υποτίμηση των νομισμάτων τους, το αρνητικό κλίμα φτάνει και στην Ελλάδα, καθώς μειώνουν το ρίσκο τους σε μια αγορά με παρόμοια χαρακτηριστικά. Ειδικά, η κρίση στην Τουρκία (και η σύγκρουσή της με τις ΗΠΑ), που αναμένεται να ενταθεί τους επόμενους έξι-εννέα μήνες, επηρεάζει και την Ελλάδα όχι μόνο όσον αφορά τις οικονομικές επιπτώσεις και τις ροές διεθνών κεφαλαίων αλλά και εξαιτίας γεωπολιτικών παραμέτρων.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ