Με πυξίδα τη βιωσιμότητα αλλά και την αναζήτηση ποιοτικών προϊόντων, οι καταναλωτές στρέφονται ολοένα και περισσότερο στην αναδυόμενη αγορά του ρουχισμού από «δεύτερο χέρι». Η αυξημένη ζήτηση των λεγόμενων «second hand» ρούχων, που αποτελεί διεθνή τάση τα τελευταία χρόνια, στη χώρα μας αποτυπώνεται στα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ. Σύμφωνα με αυτά, το 2019 ο κύκλος εργασιών στην κατηγορία «Λιανικό εμπόριο μεταχειρισμένων ειδών σε καταστήματα» διαμορφωνόταν στα 11,09 εκατ. ευρώ, το 2021 έφτασε στα 15,1 εκατ. ευρώ και το 2022 εκτοξεύτηκε στα 26,52 εκατ. ευρώ. Η ανοδική πορεία του κλάδου συνεχίστηκε και το 2023, με τον συνολικό τζίρο να αγγίζει τα 30,25 εκατ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση της τάξης του 14,1% σε σχέση με το ήδη επιτυχημένο 2022.
Και μπορεί οι εν λόγω αριθμοί να μην αφορούν αποκλειστικά την ένδυση, ωστόσο, αδιαμφισβήτητα η αγορά μεταχειρισμένων ρούχων έχει εδραιωθεί, κατακτώντας ένα σημαντικό κομμάτι της καταναλωτικής πίτας. Μέσα από την πληθώρα καταστημάτων που υπάρχουν πλέον τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό και δεδομένης της συρρίκνωσης του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, οι καταναλωτές αναζητούν τη μέγιστη ποιότητα στη χαμηλότερη δυνατή τιμή και έτσι πληθαίνουν οι θιασώτες της έκφρασης «δεν τα φτιάχνουν όπως παλιά», δεδομένου ότι η πλειοψηφία των ρούχων που πωλούνται στα εν λόγω μαγαζιά θεωρούνται vintage. Πότε, όμως, ξεκίνησε η αγορά μεταχειρισμένων προϊόντων να γίνεται trend και ποιους αφορά; «Τα τελευταία πέντε χρόνια στην Ελλάδα η αγορά second hand ρούχων έχει κερδίσει πολύ έδαφος. Εχει γίνει ιδιαίτερα δημοφιλής κυρίως στα άτομα ηλικίας από 15 μέχρι 25 ετών, της Generation Z δηλαδή. Αν και υπήρχε ανέκαθεν, πλέον έχει γίνει αρκετά mainstream, έχει περάσει στην ποπ κουλτούρα» εξηγεί στο «Βήμα» η Κωνσταντίνα Σολδάτου, ιδιοκτήτρια καταστήματος vintage ρούχων στο Παγκράτι. Οπως λέει, εδώ και δύο χρόνια, οπότε και άνοιξε την επιχείρησή της, η άνοδος είναι σταθερή.
Κυκλική οικονομία
Η κυκλική οικονομία φαίνεται πως απασχολεί ολοένα και περισσότερο τους νέους καταναλωτές, ωθώντας τους σε συνειδητές αγορές με γνώμονα την προστασία του περιβάλλοντος. Ο Θεόφιλος Ασλανίδης, διευθυντής του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Πλεκτικής-Ετοίμου Ενδύματος Ελλάδος, εκτιμά πως αυτή είναι μία ακόμα από τις αιτίες της ραγδαίας ανόδου της εν λόγω αγοράς: «Ωθείται από ένα δίπολο: Αφενός, την πιο συνειδητή κατανάλωση και δευτερευόντως το χαμηλότερο κόστος. Υπάρχει ένας πιο συνειδητοποιημένος καταναλωτής, ο οποίος προτιμά να δώσει μια δεύτερη ευκαιρία σε ένα προϊόν το οποίο έχει χρησιμοποιηθεί και δεν επιβαρύνει περαιτέρω τον πλανήτη, παρά να αγοράσει ένα φθηνό ρούχο μαζικής κυκλοφορίας το οποίο θα το φορέσει για λίγα χρόνια και στη συνέχεια θα το πετάξει. Ο καταναλωτής που θέλει να σεβαστεί το περιβάλλον προτιμά να αγοράσει ένα – θεωρητικά – πιο ποιητικό ρούχο που θα κατέληγε στη χωματερή, παρά ένα καινούργιο, η παραγωγή του οποίου θα έχει περιβαλλοντικές επιπτώσεις, με επιπλέον κατανάλωση ενέργειας και νερού».
Η Αθηνά Βαφειάδου, επίσης ιδιοκτήτρια vintage καταστήματος στο κέντρο της Αθήνας, σημειώνει από την πλευρά της πως πέρα από τους περιβαλλοντολογικούς λόγους, οι περισσότεροι καταναλωτές εστιάζουν στη σχέση ποιότητας και τιμής: «Πλέον ένα μεταχειρισμένο ρούχο μπορεί να μην αποτελεί και την πιο οικονομική λύση. Ενα καλό vintage κομμάτι μπορεί να έχει την ίδια τιμή με ένα καινούργιο, αλλά σίγουρα η ποιότητά του είναι πολύ υψηλότερη. Η πλειοψηφία, λοιπόν, κατά τη γνώμη μου επιλέγει ένα second hand ρούχο κυρίως λόγω της ποιότητάς του». Μάλιστα, η ίδια αναφέρει ότι η αναζήτηση των κομματιών που θα φέρει στο κατάστημά της μεγαλώνει το κόστος, ενώ και η σπανιότητα συνδράμει στην άνοδο της τιμής: «Κάθε δύο με τρεις μήνες ταξιδεύω στο εξωτερικό σε συγκεκριμένες χώρες και προμηθευτές. Επιλέγω ένα προς ένα τα πιο καλά προϊόντα στην καλύτερη δυνατή κατάσταση. Κάπως έτσι, βέβαια, ανεβαίνει το κόστος. Στη διαμόρφωση της τελικής τιμής, όμως, παίζουν ρόλο και άλλοι παράγοντες, όπως το πόσο δυσεύρετο είναι ένα ρούχο, ποιας χρονολογίας είναι και σε τι κατάσταση βρίσκεται».
Στο ίδιο πλαίσιο η Κωνσταντίνα Σολδάτου συμπληρώνει πως παρ’ όλα αυτά, «συνεχίζει να υπάρχει ένα μικρό στίγμα, καθώς πολύς κόσμος πιστεύει ότι κάτι που είναι δεύτερο χέρι αυτομάτως θα είναι και πάρα πολύ φθηνό. Ομως, έχει ξεκινήσει και περνάει αργά αλλά σταθερά το μήνυμα ότι έχει και αυτό αξία. Μπορείς να βρεις όμορφα και ποιοτικά κομμάτια από brands σε πολύ πιο οικονομικές τιμές από το να τα αγοράσεις καινούργια». Η ίδια επισημαίνει πως η αγορά θα συνεχίσει να έχει άνθηση, αφού «εκεί έξω υπάρχουν εκατομμύρια τόνοι διαθέσιμων ρούχων».
Νέες τάσεις
Ακολουθώντας το ρεύμα, άλλωστε, μεγάλες αλυσίδες καταστημάτων ένδυσης έσπευσαν να λανσάρουν προγράμματα με τα οποία ζητούν από τους καταναλωτές να πουλήσουν και να αγοράσουν ρούχα του εκάστοτε brand από δεύτερο χέρι, ενώ και μεμονωμένα ιδιώτες εκμεταλλεύονται τις δυνατότητες που τους δίνουν τα social media. «Επώνυμες εταιρείες, στην προσπάθειά τους να προσελκύουν νεότερους καταναλωτές και να χτίσουν μια εικόνα που συνάδει με τις επιταγές της κοινωνίας, δίνουν τη δυνατότητα αυτή στους πελάτες τους. Οσον αφορά τους ιδιώτες, αποτελεί έναν νέο τρόπο σκέψης αρκετών που θέλουν να δώσουν μια δεύτερη ευκαιρία σε ρούχα τους, εξασφαλίζοντας παράλληλα κάποιο μικρό κέρδος» καταλήγει ο Θεόφιλος Ασλανίδης.