Την οριστική της απόφαση να εγγραφούν αναδρομικά από το 2012 οι αναβαλλόμενοι τόκοι του δεύτερου μνημονίου, συνολικής αξίας 12,4 δισ. ευρώ, στο ύψος του δημόσιου χρέους στο τέλος του 2023 και στη συνέχεια να εγγράφονται ετησίως οι τόκοι ως το 2032, που έληγε η περίοδος χάριτος, γνωστοποίησε η Eurostat στο οικονομικό επιτελείο, δημιουργώντας νέα δεδομένα στη στατιστική απεικόνιση του χρέους, εν όψει μάλιστα της κατάθεσης του προσχεδίου του προϋπολογισμού του 2025, αλλά και του Μεσοπρόθεσμου Δημοσιονομικού και Διαρθρωτικού Προγράμματος της περιόδου 2025-2028.
Ετσι, το χρέος του 2023 αναμένεται από τα 356,69 δισ. ευρώ να αυξηθεί στα 369 δισ. ευρώ, με αποτέλεσμα – με το ονομαστικό ΑΕΠ στα 220,3 δισ. ευρώ – ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ από το 161,9% να αυξάνει στο 167,4%.
Στη συνέχεια, καθώς οι τόκοι θα εγγράφονται σε ετήσια βάση, το 2032, που αναμενόταν σημαντική άνοδος του χρέους κατά περίπου 23 δισ. ευρώ, αφού θα ολοκληρώνονταν η περίοδος χάριτος, παύει πλέον να αποτελεί χρονιά-ορόσημο και να απασχολεί τις Αρχές και τους επενδυτές.
Οι τελευταίοι εδώ και καιρό έχουν ενημερωθεί αρμοδίως ώστε να μη νομίζουν ορισμένοι ότι έχουν να κάνουν με «Greek Statistics Νο 2», ενώ στον τομέα αυτόν έχει βοηθήσει και σχετικό σημείωμα της Eurostat που στηρίζει τη χώρα μας.
Η τελική αύξηση
Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, αναμένεται και η τακτική ανοδική αναθεώρηση του ΑΕΠ της Ελλάδας, με αποτέλεσμα να εκτιμάται πως θα περιοριστεί τελικά σχεδόν στο μισό η τελική αύξηση του λόγου του χρέους ως προς το ΑΕΠ, αφού θα αυξηθούν τόσο ο αριθμητής (χρέος) όσο και ο παρονομαστής (ΑΕΠ).
Ενώ πάντως η Ιταλία προχώρησε προσφάτως σε σημαντική ανοδική αναθεώρηση του δικού της ΑΕΠ κατά 40 δισ. ευρώ, θυμίζοντας σε ορισμένους τη μεγάλη ανοδική αναθεώρηση του ελληνικού ΑΕΠ στην οποία προχώρησε πριν από την ελληνική χρεοκοπία ο τότε υπουργός Οικονομίας Γ. Αλογοσκούφης, χρησιμοποιώντας μεταξύ άλλων και τα αυξημένα έσοδα από την πορνεία, με αποτέλεσμα δημοσιεύματα όπως αυτό των «Financial Times» που σημείωναν καυστικά πως «το αρχαιότερο επάγγελμα στον κόσμο αυξάνει το ελληνικό ΑΕΠ» να κάνουν τον γύρο του κόσμου, στη χώρα μας σήμερα αναμένονται λελογισμένες κινήσεις.
Η Ελλάδα στοχεύει να μειώσει περίπου στο 130% του ΑΕΠ το χρέος της μέχρι το τέλος του 2028, ανέφερε πάντως ο υπουργός Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης στο Bloomberg.
Το χρέος θα συρρικνωθεί με τη βοήθεια μιας οικονομίας που υπεραποδίδει σε σχέση με τις περισσότερες ευρωπαϊκές, ενώ και το πρωτογενές πλεόνασμα του 2024 θα διαμορφωθεί υψηλότερα από τον στόχο του 2,1%, αγγίζοντας το 2,4% του ΑΕΠ, εξέλιξη που δίνει τη δυνατότητα περαιτέρω αύξησης των δαπανών «λίγο πάνω από το 3%» το 2025 – έναντι αρχικής πρόβλεψης για 3% – και αύξησης κατά μέσο όρο με αυτόν τον ρυθμό έως το τέλος του 2028.
Αποπληρωμή
Από την άλλη πλευρά, θα πρέπει να σημειωθεί πως στις 9 Σεπτεμβρίου ο Δημήτριος Τσάκωνας, γενικός διευθυντής του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ), κατέθεσε επίσημο αίτημα με το οποίο ζητείται το Ελληνικό Δημόσιο να λάβει την κατ’ εξαίρεση (waiver) δυνατότητα της πρόωρης αποπληρωμής των τριών δόσεων, συνολικού ύψους 7,935 δισ. ευρώ, των διμερών δανείων (GLF) του πρώτου μνημονίου για την περίοδο 2026-2028 και να δοθεί η δυνατότητα από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ΕSM) στην Ελλάδα να χρησιμοποιήσει για τη συναλλαγή αυτή και το ποσό των 5 δισ. ευρώ από τον λεγόμενο «σκληρό πυρήνα» (των 15,69 δισ. ευρώ) του ταμειακού «μαξιλαριού» της χώρας, που σήμερα κυμαίνεται στα 39,8 δισ. ευρώ. Η εν λόγω πρόωρη αποπληρωμή του χρέους θα λάβει χώρα στις 15 Δεκεμβρίου του 2024, ενώ ανάλογες κινήσεις αναμένονται και τα επόμενα χρόνια, συστήνοντας τη μείωση του χρέους, την ώρα που και το ΑΕΠ της χώρας εκτιμάται πως το 2027 θα έχει ξεπεράσει τα 260 δισ. ευρώ.
Το πλεόνασμα
Καθώς το φετινό πρωτογενές πλεόνασμα θα είναι κατά εξακόσια εξήντα εκατομμύρια ευρώ υψηλότερο από τις αρχικές εκτιμήσεις, επηρεάζοντας και το αντίστοιχο του επόμενου έτους, το νέο μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό πρόγραμμα που θα καταθέσει η Ελλάδα στην Κομισιόν στις 7-11 Οκτωβρίου φέρεται ότι θα προβλέπει πρωτογενές πλεόνασμα 2,4% του ΑΕΠ, με την ελληνική κυβέρνηση να διεκδικεί από τις Βρυξέλλες αυξημένες δαπάνες κοντά στο 3,5% του ΑΕΠ και το 2025 από το 3% που ορίζουν οι νέοι δημοσιονομικοί κανόνες, καθώς λόγω carry over ψηλώνει και η πρόβλεψη για το πρωτογενές πλεόνασμα του νέου έτους, πάνω δηλαδή από τον στόχο για 2,1% του ΑΕΠ.
Η ανάπτυξη
Στο νέο μεσοπρόθεσμο η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας από την αρχική εκτίμηση για 2,5% εφέτος και 2,6% το 2025 αναμένεται να αναθεωρηθεί κοντά σε αυτές της Κομισιόν που αναμένει ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ στο 2,2% και 2,3% αντίστοιχα. Στις 7 Οκτωβρίου το προσχέδιο του νέου προϋπολογισμού αναμένεται να κατατεθεί στη Βουλή χωρίς μεγάλες αλλαγές σε σχέση με τα τελικά μεγέθη του Νοεμβρίου, ενώ στις 15 Οκτωβρίου οι προβλέψεις του προσχεδίου θα ενσωματωθούν στο Draft Budgetary Plan, το οποίο θα υποβληθεί στην Κομισιόν.
Παράλληλα, σύμφωνα με τα στοιχεία εκτέλεσης του κρατικού προϋπολογισμού, για την περίοδο του Ιανουαρίου – Αυγούστου 2024, παρουσιάζεται πλεόνασμα στο ισοζύγιο του κρατικού προϋπολογισμού ύψους 1.044 εκατ. ευρώ έναντι στόχου για έλλειμμα 2.774 εκατ. ευρώ, ενώ τα φορολογικά έσοδα διαμορφώθηκαν σε 43 δισ. ευρώ, αυξημένα κατά 1,9 δισ. ευρώ, κάτι που οφείλεται στις καλύτερες εισπράξεις από τον φόρο εισοδήματος και τον ΦΠΑ.
Τράπεζα της Ελλάδος
Οι προσδοκίες για την ανάπτυξη και οι κίνδυνοι
Ανάπτυξη στο 2,2% το 2024, 2,5% το 2025 και 2,3% το 2026, με κύριο μοχλό τις επενδύσεις (με τη στήριξη των ευρωπαϊκών πόρων) και την ιδιωτική κατανάλωση προβλέπει και η Τράπεζα της Ελλάδος. Η ιδιωτική κατανάλωση αναμένεται να αυξηθεί κατά μέσο όρο κατά 1,9% στον ορίζοντα των προβλέψεων, ενώ οι επενδύσεις αναμένεται να αυξάνονται σε μέσα επίπεδα κατά 8,5% ετησίως με τη στήριξη των κοινοτικών κονδυλίων.
Οι εξαγωγές προϊόντων και υπηρεσιών θα κινούνται επίσης με ρυθμό 3,8% ετησίως τα επόμενα χρόνια. Ομως, η συνεισφορά του εξωτερικού τομέα στο ΑΕΠ προβλέπεται μεσοπρόθεσμα οριακά αρνητική, λόγω της ισχυρής επενδυτικής δραστηριότητας, η οποία θα αυξήσει τις εισαγωγές.
Οι κίνδυνοι για την ελληνική οικονομία εντοπίζονται στο ενδεχόμενο επιδείνωσης του οικονομικού κλίματος και στην ασθενέστερη εξωτερική ζήτηση από την ευρωζώνη και τον υπόλοιπο κόσμο, στην επιδείνωση της γεωπολιτικής κατάστασης σε Ουκρανία και Μέση Ανατολή, στην πιθανότητα χαμηλότερης των προβλέψεων απορρόφησης και αξιοποίησης των κεφαλαίων του Ταμείου Ανάκαμψης, σε φυσικές καταστροφές που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή, σε πιο σφικτή αγορά εργασίας, σε καθυστέρηση των μεταρρυθμίσεων και επιβράδυνση της προόδου στη βελτίωση της παραγωγικότητας, ενώ θετικά θα επιδρούσε μια νέα υπέρβαση των εκτιμήσεων σε ό,τι αφορά τα τουριστικά έσοδα.