Η εκτίναξη του κόστους δανεισμού και οι μεγάλες απώλειες στις κεφαλαιαγορές διαδραμάτισαν καταλυτικό ρόλο το 2022 στις αγορές και συγχωνεύσεις επιχειρήσεων. Η αξία των συμφωνιών κατακρημνίστηκε κατά 37% συγκριτικά με την αμέσως προηγούμενη χρονιά, πέφτοντας από το επίπεδο-ρεκόρ των 5,9 τρισ. δολαρίων στα 3,66 τρισ. δολάρια, σύμφωνα με τα στατιστικά της Dealogic. Οι ειδικοί γνώριζαν ότι τα επίπεδα του 2021 δεν ήταν διατηρήσιμα και περίμεναν μια «διόρθωση». Η μακροοικονομική αβεβαιότητα όμως και ο πόλεμος στην Ουκρανία με τα παρεπόμενά του μετέτρεψαν τη «διόρθωση» της αγοράς σε κατάρρευση.

Οι εκτιμήσεις

Τι επιφυλάσσει άραγε το 2023; Οι εκτιμήσεις των ειδικών διίστανται. Η προβλεπόμενη από πολλούς ύφεση (τουλάχιστον στο ένα τρίτο του πλανήτη, όπως προέβλεψε την Πρωτοχρονιά η επικεφαλής του ΔΝΤ Κρυσταλίνα Γκεοργκίεβα) δεν είναι κατ’ ανάγκην αποτρεπτική για τις εξαγορές και συγχωνεύσεις επιχειρήσεων. Ούτε εξάλλου το ξεπούλημα των μετοχών, διότι έτσι πέφτουν οι αποτιμήσεις και δημιουργούνται ευκαιρίες για τους αγοραστές – όχι βέβαια και για τους πωλητές. Δημιουργούνται επίσης κίνητρα για συγχωνεύσεις «μεταξύ ίσων», καθώς η συγκυρία αναδεικνύει την αξία παλαιών αξιωμάτων, όπως είναι «η ισχύς εν τη ενώσει».

Η συνέχιση της διαδικασίας αύξησης των επιτοκίων από τις μεγάλες κεντρικές τράπεζες προβάλλεται ως το μείζον αποθαρρυντικό στοιχείο για εξαγορές, αφού προοιωνίζεται ακόμα μεγαλύτερες δυσκολίες για τη χρηματοδότηση των συμφωνιών. Σε κάθε περίπτωση, η συντριπτική πλειονότητα των στελεχών των επενδυτικών τραπεζών και των νομικών συμβούλων με πείρα σε συμφωνίες συνενώσεων επιχειρήσεων θεωρεί ότι μετά την κάθετη βουτιά της αγοράς θα ακολουθήσει η ανάδυσή της. Με ρυθμούς όμως αργούς και διστακτικούς.

«Δίδυμο κακό»

Η μεγάλη κατάρρευση της διαδικασίας εξαγορών και συγχωνεύσεων συνέβη στις ΗΠΑ, όπου ο τζίρος υποχώρησε κατά περίπου 43%, στα 1,53 τρισ. δολάρια. Στην Ευρώπη και στην ευρύτερη περιοχή της Ασίας και του Ειρηνικού η πτώση ήταν της τάξεως του 27% και του 30% αντιστοίχως, με την αξία των συμφωνιών να κυμαίνεται και στις δύο μεγάλες γεωγραφικές περιοχές λίγο πάνω από τα 900 δισ. δολάρια. Αίσθηση προκαλεί το γεγονός ότι το τέταρτο τρίμηνο του 2022 η συρρίκνωση της παγκόσμιας δραστηριότητας έφθασε το 56% και ο τζίρος έπεσε στα 641,2 δισ. δολάρια, εν μέρει εξαιτίας της κατάρρευσης κατά 66% των κεφαλαίων που προέρχονταν από ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια. Οι ειδικοί εξηγούν ότι οι μεγάλες εταιρείες διαχείρισης ιδιωτικών κεφαλαίων αποθαρρυμένες από την εκτίναξη των επιτοκίων εγκατέλειψαν τις φιλοδοξίες τους για εξαγορές επιχειρήσεων. Καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους ο όγκος των ιδιωτικών τοποθετήσεων σε μετοχές εταιρειών υποχώρησε κατά 35%. «Βιώσαμε το δίδυμο κακό των γεωπολιτικών εντάσεων και του πληθωρισμού, που έφερε την αύξηση των επιτοκίων» δήλωσε στο Reuters ο Τιμ Λαλόντ, επικεφαλής λειτουργιών της επενδυτικής τράπεζας Evercore.

Παράθυρο

Υπάρχει πάντως και η ηλιόλουστη πλευρά του δρόμου. «Παρά το αρνητικό μακροοικονομικό και γεωπολιτικό περιβάλλον, οι καλά τεκμηριωμένες από απόψεως χρηματοδότησης και κεφαλαίων στρατηγικές θα συνεχίσουν να παράγουν συμφωνίες» δήλωσε ο Ιβάν Φάρμαν, επικεφαλής του Τμήματος Διεθνών Εξαγορών και Συγχωνεύσεων της Bank of America.

Ο συνάδελφος του Φάρμαν στην BofA, Ιμον Μπράμπαζον, θεωρεί ότι το πρώτο τρίμηνο του 2023 θα είναι «παγωμένο», αλλά προβλέπει ανάκαμψη του όγκου των συμφωνιών από το δεύτερο τρίμηνο. «Οι εξαγορές και οι συγχωνεύσεις είναι το καλύτερο καταφύγιο σε ένα σκληρό τραπεζικό περιβάλλον σαν το σημερινό» πρόσθεσε το «alter ego» του Φάρμαν στη Citigroup, Μαρκ Σαφίρ.

Το ηθικό των μάνατζερ

Σε ανάλυσή της η S&P Global σημειώνει ότι «κλειδί» στη διαδικασία των εξαγορών και συγχωνεύσεων είναι το ηθικό των μάνατζερ και το γενικότερο επιχειρηματικό κλίμα. Και οι δείκτες επιχειρηματικής εμπιστοσύνης ανακάμπτουν προτού ανακάμψουν οι οικονομίες. Σε δική της ανάλυση η EY συμφωνεί για τον κεφαλαιώδη ρόλο του ηθικού των στελεχών, ενώ ο αναλυτής Τζέικομπ Σόνενσαϊν των Barron’s θεωρεί ότι «η δραστηριότητα συγχωνεύσεων και εξαγορών θα ενισχυθεί στο σύνολό της το 2023 έπειτα από την βουτιά του 2022, ενώ κάποιοι επιχειρηματικοί κλάδοι, όπως αυτός της υψηλής τεχνολογίας, θα πάνε καλύτερα».