Ζούμε στον αστερισμό των βιβλίων τούτες τις μέρες. Η Ανγκελα Μέρκελ εξέδωσε προσφάτως τα απομνημονεύματά της, καταγράφοντας τις πλούσιες εμπειρίες από τη μακρά θητεία της στην καγκελαρία και μαζί απέδωσε το πλήθος των προσώπων που ενεπλάκησαν στη διαχείριση των πολλών κρίσεων που αντιμετώπισε η ίδια και η Ευρώπη ολόκληρη.
Υπήρξε διαφωτιστική και για τη δική μας μεγάλη οικονομική κρίση και τη δοκιμασία που συνόδευσε τις ελληνικές κυβερνήσεις μετά τις εκλογές του 2009, αποδίδοντας τα οφειλόμενα στις ηγεσίες μας. Υπήρξε αποκαλυπτική για τους Παπανδρέου, Σαμαρά και ειδικώς για τον Τσίπρα, τον οποίο έκρινε και αντιμετώπισε ως στρατηγικού τύπου παίκτη, με σχέδιο και σκοπούς, παρά τα αντιθέτως εδώ επικρατήσαντα.
Στο φως
Την περασμένη εβδομάδα ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη Μιχάλης Χρυσοχοΐδης απευθυνόμενος στην εμφανώς μικρότερη εγχώρια αγορά έγραψε τη δική του ιστορία και στάση απέναντι στο φαινόμενο της ελληνικής τρομοκρατίας με το βιβλίο που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη και φέρει τον τίτλο «Στον ίδιο δρόμο». Εκεί εξιστορεί τη δική του διαδρομή και παρουσιάζει λεπτομερώς με ξεχωριστό τρόπο όλη την προσπάθεια αποκάλυψης της 17Ν, φέροντας στο φως κρίσιμες φάσεις της όλης επιχείρησης, που μόνο απλή δεν ήταν, παρά έκρυβε πολλούς κινδύνους και ακόμη περισσότερες απειλές.
Τις τελευταίες μέρες κυκλοφόρησε επίσης το βιβλίο από τις εκδόσεις GUTENBERG το βιβλίο του καθηγητή και άλλοτε υπουργού Οικονομικών, στα χρόνια της διακυβέρνησης του Κώστα Καραμανλή, Γιώργου Αλογοσκούφη, που φέρει τον τίτλο «Πριν και μετά τη μεταπολίτευση» και περιγράφει με ευθύ και καθαρό τρόπο τη σχέση της πολιτικής με την οικονομία και τις επιδράσεις που ασκεί κυρίως η πρώτη στη δεύτερη.
Εκκινεί από τα χρόνια της απελευθέρωσης, από τις προσπάθειες ανασυγκρότησης της κατεστραμμένης στα χρόνια της Κατοχής Ελλάδας και τον επακολουθήσαντα εμφύλιο πόλεμο φθάνοντας μέχρι τις μέρες μας.
Χωρίς περιορισμούς
Ανατέμνει ουσιαστικά την πολιτική και οικονομική ιστορία του τόπου, χωρίς πολιτικούς και ιδεολογικούς περιορισμούς. Ο κ. Αλογοσκούφης γράφει ότι η κατάσταση στα χρόνια της γερμανικής Κατοχής υπήρξε απολύτως καταστροφική, η κατάρρευση της οικονομίας έλαβε πρωτοφανείς διαστάσεις, τότε χάθηκε το ένα τρίτο του ΑΕΠ της χώρας και το κατά κεφαλήν εισόδημα το 1945 είχε πέσει χαμηλότερα ακόμη και από τα επίπεδα του 1833! Με άλλα λόγια, η αφετηρία της μεταπολεμικής Ελλάδας δεν είχε προηγούμενο και όρισε σε μεγάλο βαθμό τη συνέχεια. Ακολούθησε και η φθορά του εμφυλίου πολέμου, ερχόμενη να πληγώσει ακόμη περισσότερο τη χώρα και την οικονομία της.
Οι πρώτες προσπάθειες οικονομικής σταθεροποίησης μεταξύ 1945-1946 απεδείχθησαν άγονες, εξαιτίας της επικρατήσασας επί μακρόν πολιτικής σύγκρουσης αλλά και της αδυναμίας ανασύστασης του καταρρεύσαντος νομισματικού συστήματος και του αδύναμου φοροεισπρακτικού μηχανισμού.
Στη διάρκεια της πενταετίας 1944-1949 ωστόσο, όπως επισημαίνει ο κ. Αλογοσκούφης, εν μέσω πολιτικών διώξεων και πολεμικών συγκρούσεων, ενετάχθη στη «δυτική συμμαχία» και μέσω της ξένης βοήθειας, του δόγματος Τρούμαν και του σχεδίου Μάρσαλ εξασφάλισε την επιβίωση του πληθυσμού στη διάρκεια του Εμφυλίου και ακολούθως πέτυχε την οικονομική της ανασυγκρότηση. Δεν κρύβει βεβαίως ότι μέσω αυτών η εξάρτησή της πολλαπλασιάστηκε και επέδρασε στις μετεμφυλιακές εξελίξεις.
Παρεμβάσεις
Στην περίοδο της «μετεμφυλιακής δημοκρατίας», σημειώνει ο συγγραφέας, οι θεσμοί, συνταγματικοί και κοινοβουλευτικοί, λειτούργησαν ατελώς. Σε εκείνο το περιβάλλον του Ψυχρού Πολέμου οι ξένοι επέδρασαν καθοριστικά, οι πολιτικές παρεμβάσεις περίσσευαν και σε συνδυασμό με τη δράση παρακρατικών μηχανισμών καθιστούσαν τις πολιτικές συνθήκες ασφυκτικές.
Παρά ταύτα και χάρη στην ξένη, κυρίως αμερικανική βοήθεια, τέθηκαν οι βάσεις για ταχεία οικονομική ανάπτυξη σε περιβάλλον δημοσιονομικής και νομισματικής σταθερότητας.
Ο κ. Αλογοσκούφης αναλύει διεξοδικά ότι σε εκείνες τις συνθήκες της ατελούς μετεμφυλιακής δημοκρατίας, των διώξεων και των περιορισμένων πολιτικών ελευθεριών, άλλαξε η φύση τόσο της ελληνικής οικονομίας, μέσω των επενδύσεων και της θεαματικής ανάπτυξης της μεταποίησης, όσο και της ελληνικής κοινωνίας, με την αστικοποίηση και τη συγκρότηση της μεσαίας τάξης.
Γράφει αναλυτικά για το «οικονομικό θαύμα» της δεκαετίας του ’60 και ειδικά στη διάρκεια της καραμανλικής οκταετίας, για εκείνον δηλαδή τον κύκλο της μεταπολεμικής αναγέννησης με τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης σε περιβάλλον χαμηλού πληθωρισμού, νομισματικής σταθερότητας, ισοσκελισμένων και πλεονασματικών προϋπολογισμών, αλλά και ελεγχόμενων διεκδικήσεων από την πλευρά των εργαζομένων.
Νέα δεδομένα
Εξηγεί ωστόσο ότι πριν από το 1967 έτεινε να εξαντλήσει τη δυναμική του. Η δικτατορία των συνταγματαρχών αναστέλλοντας τις πολιτικές ελευθερίες και τη λειτουργία των κοινοβουλευτικών θεσμών επέτεινε την προβληματικότητα των συνθηκών και όταν το 1971 κατέρρευσε το νομισματικό καθεστώς του Bretton Woods και η δραχμή επέμενε στην πρόσδεσή της με το δολάριο χάθηκε και η επαφή με το οικονομικό θαύμα. Το 1973, όπως εξιστορεί ο κ. Αλογοσκούφης, ήλθε η πρώτη πετρελαϊκή κρίση να αλλάξει πλήρως τα δεδομένα και η χώρα να χάσει τα όποια ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα είχε εξασφαλίσει στις προηγούμενες δύο δεκαετίες και να εισέλθει σε φάση στασιμοπληθωρισμού.
Η πτώση ακολούθως της δικτατορίας, συνοδευόμενη από την εθνική καταστροφή της Κύπρου και μια αποτυχημένη απόπειρα επιστράτευσης, άφησε στη μεταπολίτευση τη βαριά κληρονομιά του υψηλού πληθωρισμού και της αποβιομηχάνισης.
Η αποκατάσταση της Δημοκρατίας με την έλευση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, το νέο Σύνταγμα, η αποκατάσταση των πολιτικών ελευθεριών και η ένταξη στην τότε ΕΟΚ άλλαξαν τα δεδομένα, αλλά ο κύκλος του στασιμοπληθωρισμού και της απώλειας των ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων δεν μας εγκατέλειψε ποτέ. Ο κ. Αλογοσκούφης αποδίδει την οικονομική πολιτική της πρώτης περιόδου του Ανδρέα Παπανδρέου ως «μακροοικονομικό λαϊκισμό» που οδήγησε στην υπερχρέωση και επέτεινε τον πληθωρισμό. Αναγνωρίζει βεβαίως ότι έφερε βαθιές αλλαγές και ενίσχυσε την κοινωνική κινητικότητα, ευνοώντας τον ευρύ κύκλο των «μη προνομιούχων».
Η οικονομία
Ακολούθως περιγράφει τις μετά το 1985 ατελείς προσπάθειες σταθεροποίησης της οικονομίας, την πολιτική αποσταθεροποίηση της διετίας 1989-90, εξηγεί γιατί και ο πατέρας Μητσοτάκης δεν μπόρεσε να επιτύχει τη σταθεροποίηση της οικονομίας, παρότι ήταν ο πρώτος που υιοθέτησε τη γραμμή της σύγκλισης με την Ευρώπη.
Θα ακολουθήσει η περίοδος επανόδου του ασθενούς πια Ανδρέα Παπανδρέου στην εξουσία και η προσπάθεια ελέγχου των δημοσίων οικονομικών που θα προετοιμάσει την επικράτηση του κύκλου των εκσυγχρονιστών του κ. Σημίτη στη διακυβέρνηση της χώρας, στο όνομα της ένταξης της χώρας στην ΟΝΕ και στη ζώνη του ευρώ. Εκτιμά ότι αυτή έγινε χωρίς αποκατάσταση των απαιτούμενων δημοσιονομικών και ανταγωνιστικών συνθηκών, το κράτος παρέμεινε μεγάλο και οι δαπάνες υπερμεγέθεις. Στην εποχή της ευφορίας, κατά τον κ. Αλογοσκούφη, δεν έγιναν όσα έπρεπε και οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2024 ήλθαν να συσσωρεύσουν επιπρόσθετο βάρος.
Αυτοκριτική
Υπερασπίζεται στη συνέχεια την πολιτική της «ήπιας προσαρμογής» του Κώστα Καραμανλή, μεταξύ 2004-2007, αλλά κάνει την αυτοκριτική του επειδή δεν εφαρμόστηκαν οι «αυτόματοι σταθεροποιητές» με αποτέλεσμα η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση να βρει τη χώρα ευάλωτη. Εκμυστηρεύεται ότι ο Κώστας Καραμανλής μετά το 2007 ήταν πολιτικά αδύναμος, δεν είχε τις δυνάμεις να σηκώσει το βάρος της μεγάλης κρίσης και οδηγήθηκε σχεδόν αναγκαστικά στις εκλογές του 2009, τις οποίες και έχασε.
Η συνέχεια ορίζεται από τη «μεγάλη καθίζηση» μεταξύ των ετών 2009-2018. Στη μετά μνημονίων εποχή ο κ. Αλογοσκούφης θέτει ως βασικά θέματα και προβλήματα την επιτάχυνση της ανάκαμψης, την ταχεία αποκλιμάκωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ, την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και τον έλεγχο των ελλειμμάτων του ισοζυγίου πληρωμών, που κατ’ αυτόν αποτελεί διαχρονικά την «αχίλλειο πτέρνα» της ελληνικής οικονομίας.
Εχει εξαιρετικό ενδιαφέρον το κεφάλαιο του βιβλίου που επικεντρώνεται στη σύγκριση, στην αντιπαράθεση και στην ερμηνεία των θεσμικών, πολιτικών και οικονομικών εξελίξεων στο σύνολο της περιόδου 1944-2024. Χωρίς αμφιβολία, με το πόνημά του ο άλλοτε υπουργός Οικονομικών επιχειρεί βουτιά στην πολιτική και οικονομική ιστορία του τόπου. Και αυτή συνιστά σημαντικά συνεισφορά στον δημόσιο διάλογο.