Ενα τυλιχτό σουβλάκι κοστίζει τώρα γύρω στα 4 ευρώ στις περισσότερες περιοχές της Ελλάδας, ενώ μια πίτσα με 3-5 υλικά (8 κομμάτια) πωλείται κατά μέσο όρο 10 ευρώ.

Ετσι, ενώ τον Σεπτέμβριο του 2021 μπορούσες να πάρεις 3 τυλιχτά σουβλάκια και ένα αναψυκτικό στην τιμή μίας πίτσας, τώρα μία πίτσα αντιστοιχεί σε 2,5 τυλιχτά και χωρίς αναψυκτικό.

Τι έχει συμβεί; «Είναι ο φθηνοπληθωρισμός (cheapflation), ηλίθιε!» απαντούν οι οικονομικοί αναλυτές παραφράζοντας την προ τριών δεκαετιών ρήση του αμερικανού επικοινωνιολόγου και πολιτικού αναλυτή Jim Carville «It’s the economy, stupid!» («Είναι η οικονομία, ηλίθιε!»), που εν πολλοίς έφερε τον Μπιλ Κλίντον στον Λευκό Οίκο.

Στην ουσία λοιπόν το κλασικό πιτόγυρο, το αγαπημένο και – κάποτε – φθηνότερο street food των Ελλήνων, που λογίζεται μάλλον ως κάτι «απαραίτητο» παρά ως «πολυτέλεια», ακρίβυνε θεαματικά περισσότερο σε σχέση με την πίτσα, που αν και η τιμή της επίσης αυξήθηκε μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία λόγω της εκτίναξης του κόστους των σιτηρών, σταμάτησε να ανεβαίνει, ενώ μέσω προσφορών παρουσίασε και μικρή υποχώρηση τους τελευταίους μήνες.

Πληθωριστική ανισότητα

Κάτι ανάλογο φαίνεται να συμβαίνει και με το καλάθι του σουπερμάρκετ, το οποίο, παρότι γίνεται πολύ αργά αλλά σταθερά ελαφρύτερο όσον αφορά τις τιμές των τροφίμων και των ειδών καθημερινής ανάγκης, τα νοικοκυριά με χαμηλότερα εισοδήματα εξακολουθούν να το νιώθουν εξίσου βαρύ, όπως και πριν από το οριακό φρένο.

Στα 13 τελευταία τρίμηνα, από το τρίτο τρίμηνο του 2021 μέχρι και τέλος Σεπτεμβρίου εφέτος, ο μέσος σωρευτικός πληθωρισμός στην κατηγορία «Διατροφή και μη αλκοολούχα ποτά» είναι 28,22% με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ.

Για τους αμειβόμενους με τον βασικό μισθό, τους χαμηλοσυνταξιούχους, τις μονογονεϊκές οικογένειες και γενικότερα τον φτωχότερο πληθυσμό που από τις 20 του μήνα μένει χωρίς λεφτά, «ο χειρότερος πληθωρισμός από τις αρχές της δεκαετίας του 1980» δεν είναι απλώς ένας ακόμη δημοσιογραφικός τίτλος, όπως συμβαίνει για τους περισσότερους οι οποίοι διαθέτουν υψηλά εισοδήματα. Ηταν – και είναι – ένας διαρκής αγώνας για να τα βγάλουν πέρα.

Για ένα καλάθι αποκλειστικά με προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας από τις 60 σημαντικότερες κατηγορίες, το 2021 οι καταναλωτές πλήρωσαν 121,83 ευρώ ενώ εφέτος για το ίδιο καλάθι των 60 προϊόντων πληρώνουν 145,50 ευρώ.

Κι αυτό γιατί το μερίδιο της μέσης δαπάνης για είδη διατροφής, μη οινοπνευματώδη ποτά και στέγαση του φτωχότερου 20% του πληθυσμού ανήλθε στο 55,8% των δαπανών των νοικοκυριών, ενώ το αντίστοιχο μερίδιο του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού ανήλθε στο 24,8%, όπως προκύπτει από την Ερευνα Οικογενειακών Προϋπολογισμών 2023 της ΕΛΣΤΑΤ.

Μόνο για είδη διατροφής, το μερίδιο της μέσης ισοδύναμης δαπάνης των νοικοκυριών του φτωχότερου 20% του πληθυσμού ανήλθε στο 33,8% των δαπανών του, ενώ το αντίστοιχο μερίδιο του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού ανήλθε στο 13,5%.

Είναι σαφές λοιπόν ότι ο φθηνοπληθωρισμός, που είναι πιο έντονος στις ΗΠΑ, στη Γερμανία, στη Γαλλία και στην Ισπανία σε σχέση με την Ελλάδα, «τιμωρεί» εκείνους τους καταναλωτές που έχουν τη μικρότερη δυνατότητα να απορροφήσουν τις αυξήσεις και έτσι καταλήγουν να βιώνουν υψηλότερη ακρίβεια, σημειώνουν οι οικονομικοί αναλυτές.

Το φθηνό έγινε ακριβό

Η ακρίβεια οδήγησε πολλούς καταναλωτές να αλλάξουν το «μείγμα» στα καλάθια τους, επιλέγοντας ολοένα και περισσότερες φθηνότερες μάρκες, προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας ή είδη χαμηλότερης ποιότητας, ωστόσο τα νούμερα αποκαλύπτουν ότι η αλλαγή αυτή δεν οδήγησε στην πολυπόθητη εξοικονόμηση χρημάτων, τουλάχιστον όχι όσο θα περίμεναν.

Σύμφωνα με το πιο πρόσφατο Weekly Barometer της Circana που έδωσε στη δημοσιότητα η Ενωση Σουπερμάρκετ Ελλάδας, για ένα καλάθι αποκλειστικά με προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας από τις 60 σημαντικότερες κατηγορίες, οι οποίες αντιπροσωπεύουν το 72% των συνολικών πωλήσεων των ταχέως κινούμενων καταναλωτικών ειδών, το 2021 οι καταναλωτές πλήρωσαν 121,83 ευρώ. Για εφέτος (μέχρι και την εβδομάδα που ολοκληρώθηκε στις 13 Οκτωβρίου) για το ίδιο καλάθι των 60 προϊόντων πληρώνουν 145,50 ευρώ, με την αύξηση των τιμών να φτάνει σε ποσοστό 19,42%.

Το αντίστοιχο καλάθι μόνο με επώνυμα προϊόντα το 2021 κόστιζε 181,97 ευρώ και εφέτος 210,47 ευρώ, με τη διαφορά στα τρία χρόνια να αγγίζει ποσοστό της τάξης του 15,66%.

Γιατί όμως τα φθηνότερα προϊόντα ακριβαίνουν περισσότερο σε σχέση με τα ακριβότερα επώνυμα;

Οι λόγοι έχουν να κάνουν με τα πιο στενά περιθώρια κέρδους, επισημαίνουν οι οικονομικοί αναλυτές, με αποτέλεσμα τα αυξανόμενα κόστη παραγωγής να μετακυλίονται κατευθείαν στους καταναλωτές και να έχουν μεγαλύτερη επίπτωση στην τελική τιμή, σε αντίθεση με τους προμηθευτές επώνυμων προϊόντων, οι οποίοι έχουν περισσότερα «μαξιλάρια» για να απορροφήσουν τους κραδασμούς κόστους πριν αυξήσουν τις τιμές στο ράφι.

Στροφή των νοικοκυριών και σε «ανώνυμα προϊόντα»

Αύξηση πωλήσεων

Οι πωλήσεις των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας αναπτύσσονται με ταχύτερο ρυθμό ασχέτως με τις υψηλότερες ανατιμήσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι από την αρχή του χρόνου μέχρι και τα μέσα Οκτωβρίου η αύξηση των πωλήσεων των private label σε επίπεδο όγκου είναι της τάξεως του 4,3% συγκριτικά με το αντίστοιχο διάστημα του 2023, ενώ για τα επώνυμα προϊόντα φθάνει στο 2,7% και παρά το γεγονός ότι οι προσφορές και οι προωθητικές ενέργειες αυξάνονται και πληθύνονται.

Και ο λόγος είναι ότι τα «ανώνυμα» προϊόντα εξακολουθούν να είναι σημαντικά φθηνότερα συγκριτικά με τις επώνυμες μάρκες, κάτι που αποτελεί μια βιώσιμη εναλλακτική λύση για μεγάλο τμήμα των νοικοκυριών σε αυτή τη συγκυρία.

Εξ ου και το μερίδιο των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας στη συνολική αξία των ταχυκίνητων καταναλωτικών αγαθών προσεγγίζει πλέον το 27% από 23,6% που ήταν το 2021, ενώ λόγω της διατήρησης και ενίοτε της μεγέθυνσης του ανοίγματος της «ψαλίδας» των τιμών τα private label προϊόντα έχουν περιθώριο να ανατιμηθούν έτι περαιτέρω, αυξάνοντας παράλληλα το μερίδιό τους, όπως λένε οι αναλυτές της αγοράς.

Αξίζει να αναφερθεί ότι πλέον η κατηγορία των τροφίμων είναι εκείνη που «τραβάει» ψηλότερα την ιδιωτική ετικέτα και όχι τα είδη νοικοκυριού, όπως συνέβαινε παλιότερα. Μάλιστα οι αλυσίδες σουπερμάρκετ υποστηρίζουν ότι ένας από τους λόγους που υπάρχει στροφή στην ιδιωτική ετικέτα είναι και η ποιότητα, καθώς το σαφές χάσμα που υπήρχε μεταξύ private label και επώνυμων brands πριν χρόνια έχει πλέον μειωθεί σημαντικά.