Περισσεύουν οι παραδοξότητες στην ελληνική οικονομία. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε τούτες τις συνθήκες της στεγαστικής κρίσης παρατηρείται με ένταση το φαινόμενο της αποποίησης κληρονομιάς.
Τραπεζικοί κύκλοι ανεβάζουν τον αριθμό των αποποιήσεων από 500.000 έως 700.000 στα πολλά χρόνια της μεγάλης οικονομικής κρίσης, από το 2010 και εντεύθεν.
Προφανώς πλήθος κληρονόμων αποποιείται τις κληρονομιές επειδή συνοδεύονται από χρέη είτε στο κράτος, είτε σε τράπεζες και ιδιώτες, που καθιστούν δυσχερή τη διαχείρισή τους. Η ύπαρξη των κόκκινων δανείων αναμφίβολα έχει επηρεάσει τη συμπεριφορά των κληρονόμων.
Ολος αυτός ο νοσηρός και καταδυναστευτικός κύκλος των εισπρακτικών, των ενδιάμεσων διαχειριστών και εν τέλει των servicers που τοκίζουν κατά το δοκούν και προχωρούν σε ανατοκισμούς τόκων επί τόκων, σε συνδυασμό με την πολυπλοκότητα των σχετικών διαδικασιών, τείνουν να νοθεύσουν τα συναλλακτικά ήθη, αποκαρδιώνοντας και αλλάζοντας εν τέλει τη στάση των κληρονόμων.
Ανενεργές
Ως γνωστόν, η αποδοχή μιας κληρονομιάς απαιτεί την πληρωμή κατ’ αρχάς των αναλογούντων φόρων με την κατάθεση εντός έξι μηνών από τον θάνατο του κληρονομούμενου της σχετικής δήλωσης στην Εφορία και μαζί την ανάληψη των όποιων υποχρεώσεων έχει αφήσει πίσω του ο τεθνεώς. Η αποποίηση της κληρονομιάς μπορεί να κατατεθεί σε τέσσερις μήνες από τον θάνατο του κληρονομούμενου.
Το δυστύχημα είναι ότι οι περισσότερες από τις μη αποδεκτές κληρονομιές μένουν ανενεργές και ανολοκλήρωτες λόγω της έλλειψης ενημέρωσης των συγγενών και όσων δυνάμει θα μπορούσαν να τις διεκδικήσουν.
Συνήθως όταν οι συγγενείς πρώτου βαθμού, οι γονείς και τα παιδιά, αποποιηθούν την όποια κληρονομιά, το δικαίωμα μεταφέρεται αυτόματα στους επόμενους, δευτέρου βαθμού (στα αδέλφια δηλαδή), τρίτου (στους θείους) και τετάρτου βαθμού (στα εξαδέλφια), οι οποίοι στις περισσότερες των περιπτώσεων ούτε αναμένουν κάποια κληρονομιά ούτε είναι διατεθειμένοι να αναλάβουν τα όποια βάρη μπορεί να πηγάζουν εξ αυτής.
Στην πλειονότητα δε των περιπτώσεων δεν ενημερώνονται καν ώστε να αποποιηθούν ή να αποδεχθούν την κληρονομιά, με αποτέλεσμα μετά την παρέλευση των σχετικών χρονικών προθεσμιών να μετατρέπονται σε δυνητικούς κληρονόμους, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις υποχρεώσεις που μπορεί να γεννώνται, η άρση των οποίων, περιττό να σημειώσουμε, επιτυγχάνεται μόνο στα δικαστήρια, όπου συνήθως προσφεύγουν όσοι επιθυμούν την αποποίηση της κληρονομιάς.
Να σημειωθεί ότι η υποβολή της σχετικής αίτησης αποποίησης κληρονομιάς προβλέπεται εντός τετραμήνου από τον θάνατο του κληρονομούμενου. Σε διαφορετική περίπτωση και στον βαθμό που έχουν προηγηθεί αποποιήσεις από συγγενείς πρώτου και δευτέρου βαθμού, οι επόμενοι συγγενείς που θέλουν να πράξουν το ίδιο και έχουν χάσει την προθεσμία των τεσσάρων μηνών επιβάλλεται να καταφύγουν στα δικαστήρια προκειμένου να υποδείξουν και να αποδείξουν τον χρόνο ενημέρωσής τους και έτσι να λάβουν νέα τετράμηνη προθεσμία, η οποία μετρά από τον χρόνο ενημέρωσής τους που θα αποδεχθούν τα δικαστήρια.
Κυκεώνας
Πρόκειται προφανώς για έναν κυκεώνα πράξεων και ενεργειών, που σχεδόν αναπόφευκτα οδηγεί σε παγωμένες, ανενεργές ή σχολάζουσες κληρονομιές. Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι μέσω των αποποιούμενων κληρονομιών χάνονται ακόμη και γεμάτοι τραπεζικοί λογαριασμοί, οι οποίοι μένουν στα αζήτητα και έπειτα από παρέλευση ετών είτε περιέρχονται στα πιστωτικά ιδρύματα, είτε όταν συντρέχουν λόγοι κατατίθενται στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων. Λογικά μέσω του πλήθους των αποποιήσεων το κράτος θα έπρεπε να έχει αποκτήσει άπειρα ακίνητα στο κράτος, αφού αποτελεί αυτοδικαίως τον τελευταίο κληρονόμο.
Ωστόσο ουδείς γνωρίζει καθώς δεν υπάρχει κρατικός μηχανισμός παρακολούθησης και καταγραφής αυτών. Σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες, μόλις περίπου 3.500 ακίνητα από τις εκατοντάδες χιλιάδες αποποιούμενες κληρονομιές έχουν περιέλθει στο κράτος.
Ωστόσο ούτε το υπουργείο Οικονομικών, ούτε παλαιότερα η Κτηματική Εταιρεία του Δημοσίου και τώρα η υπέρτερη ΕΤΑΔ γνωρίζουν τον αριθμό και την αξία των περιουσιακών στοιχείων που περιέρχονται στο κράτος μέσω των αποποιήσεων.
Μια έρευνα στα συμβολαιογραφικά γραφεία θα μπορούσε να αποδώσει τα μέγιστα, αναδεικνύοντας ανενεργά περιουσιακά στοιχεία, οικόπεδα και σπίτια και συμβάλλοντας έτσι στην ανάπτυξη προγραμμάτων κοινωνικής κατοικίας και ευχερέστερης αντιμετώπισης του οξύτατου στεγαστικού προβλήματος.
Ο «κηδεμόνας»
Το 2013, λόγω ακριβώς της μεγάλης αύξησης του κύκλου των σχολαζουσών κληρονομιών, προβλέφθηκε ο θεσμός του «κηδεμόνα», ο οποίος επιλέγεται από τα δικαστήρια προκειμένου να τις διαχειριστεί, προφανώς επ’ ωφελία, με την καταβολή μικρού τιμήματος, για τα έξοδα διαχείρισης. Ρόλο «κηδεμόνα» μιας σχολάζουσας κληρονομιάς, π.χ. ενός αγροκτήματος ή ενός βοσκοτόπου, μπορεί να διεκδικήσει ένας ενοικιαστής καλλιεργητής ή ένας κτηνοτρόφος, με το επιχείρημα διατήρησης, μέσω της χρήσης, της αξίας τους.
Οπως και να έχει, υπάρχει αναξιοποίητος και ανενεργός οικιστικός και πλούτος γης εκεί έξω, τον οποίο ουδείς αναζητεί σε τούτες τις ιδιάζουσες συνθήκες ξεχωριστής στεγαστικής κρίσης.
Αλλά δεν είναι η μόνη προβληματική συνθήκη στη ζώνη των ακινήτων. Εσχάτως, όπως επισημαίνουν επιχειρηματίες και τραπεζίτες, η συγκεκριμένη ζώνη καταδιώκεται και από τη λεγόμενη ανασφάλεια δικαίου. Προσφάτως προσεβλήθησαν στο Συμβούλιο της Επικρατείας προηγούμενοι κανόνες του οικοδομικού κανονισμού που προέβλεπε κίνητρα και προνόμια ύψους σε περιβαλλοντολογικά σύγχρονες βιοκλιματικές κατασκευές.
Πλέον πλήθος ανεγειρόμενων μοντέρνων κατοικιών αντιμετωπίζει διακοπή εργασιών ακριβώς επειδή έχουν προσβληθεί σε ανώτατο δικαστικό επίπεδο συγκεκριμένα κίνητρα.
Διαμαρτυρίες
Πλήθος κατασκευαστών διαμαρτύρεται για την αλλοίωση των επενδυτικών όρων και για υπέρβαση των ορίων κόστους κατασκευής. Αντιστοίχως διαμαρτύρεται εντόνως πλήθος επενδυτών και αγοραστών αγροκτημάτων οι οποίοι έσπευσαν να αγοράσουν εκτάσεις άνω των τεσσάρων στρεμμάτων προκειμένου να ξεπεράσουν τα εμπόδια ανέγερσης οικοδομών σε εκτός σχεδίου ζώνες. Ολοι αυτοί πλέον για να χτίσουν πρέπει να αποδείξουν ότι το οικόπεδό τους πρέπει να βλέπει σε επισήμως αναγνωρισμένο δρόμο.
Τέτοιοι δρόμοι, επισήμως προσδιορισμένοι και ονοματοδοτημένοι, δεν υφίστανται στην ελληνική ύπαιθρο. Κατά καιρούς και κατά περίπτωση έγιναν προσπάθειες επισημοποίησης τέτοιων δρόμων αλλά απέτυχαν άπασες. Με τη διαφορά ότι η σχετική διάταξη παραμένει ισχυρή και εμποδίζει την ανέγερση νέων κατοικιών σε εκτός σχεδίου ζώνες που δεν «βλέπουν» σε επισήμως προσδιορισμένο δρόμο. Και χιλιάδες αγοραστές αγροτεμαχίων άνω των τεσσάρων στρεμμάτων να βιώνουν ακριβώς την ανασφάλεια δικαίου που εμπεριέχει ο οικονομικός και νομικός μας πολιτισμός…