Η κατάρρευση της απασχόλησης και ιδιαιτέρως της εποχικής εργασίας, η ελεύθερη πτώση των μισθών, η εκρηκτική αύξηση της τηλεργασίας, οι ανατροπές στις εργασιακές σχέσεις και η κυριαρχία των ευέλικτων μορφών απασχόλησης συνθέτουν την εικόνα της αγοράς εργασίας στα χρόνια του κορωνοϊού. Την εικόνα της «τραυματισμένης» αγοράς εργασίας από την οικονομική κρίση που προκάλεσε η πανδημία εμφανίζουν ανάγλυφα τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) για τον μήνα Σεπτέμβριο. Ποσοστά ανεργίας 16,1%, περίπου στο ίδιο ύψος με τον Σεπτέμβριο του 2019 (16,9%), μείωση των απασχολουμένων – περίπου κατά 36.738 άτομα -, μείωση κατά 50.522 του αριθμού των ανέργων και εκτόξευση του αριθμού των μη οικονομικά ενεργού πληθυσμού. Δηλαδή όσων δεν εργάζονται και δεν αναζητούν εργασία και δεν είναι διαθέσιμοι να αναλάβουν άμεσα εργασία. Αναστολές συμβάσεων Η κατηγορία αυτή δεν κατατάσσεται στους ανέργους αλλά στον οικονομικά μη ενεργό πληθυσμό. Αντιστοίχως σημαντική αύξηση παρουσιάζεται στις αναστολές συμβάσεων που – επίσης – δεν προσμετρώνται στην ανεργία. Η πραγματική εικόνα της αγοράς εργασίας καταγράφεται στο σύστημα ΕΡΓΑΝΗ, με 40.423 λιγότερες θέσεις εργασίας στο ισοζύγιο προσλήψεων – αποχωρήσεων το ενδεκάμηνο Ιανουάριος – Νοέμβριος 2020 σε σχέση με το αντίστοιχο περυσινό διάστημα. Οι προσλήψεις κατέρρευσαν με 737.570 λιγότερες θέσεις σε σχέση με την περυσινή αντίστοιχη περίοδο. Τη συνολική εικόνα διασώζει η συγκράτηση των απολύσεων – καταγράφονται 454.106 λιγότερες το ενδεκάμηνο του 2020 -, κάτι που οφείλεται εν πολλοίς στα κυβερνητικά προγράμματα αναστολής των συμβάσεων, τα οποία έχουν ως προϋπόθεση το πάγωμα των απολύσεων. Είναι προφανές ότι η πραγματική εικόνα της αγοράς εργασίας, της ανεργίας και της απασχόλησης θα γίνει ορατή με τη λήξη της υγειονομικής κρίσης και την αποτύπωση όλων των επιπτώσεών της στην οικονομία. Οι εκτιμήσεις τόσο των εθνικών όσο και των διεθνών οργανισμών δείχνουν ότι η ανεργία θα πλησιάσει το 20% ή ακόμη και θα το ξεπεράσει. Απώλεια εισοδημάτων Η υγειονομική κρίση δημιούργησε συνθήκες απώλειας εισοδημάτων για τους εργαζομένους που δεν έχασαν τη θέση τους αλλά υπέστησαν μειώσεις στις αποδοχές τους. Και αυτό είτε μέσω της αναστολής της σύμβασής τους, καθώς πληρώνονται μόνο ένα μέρος και όχι το σύνολο του μισθού τους, είτε μέσω της ένταξής τους σε προγράμματα εκ περιτροπής ή μερικής απασχόλησης. Ηδη μετά το πρώτο lockdown για την επανεκκίνηση της οικονομίας ετέθησαν σε εφαρμογή προγράμματα που έδιναν τη δυνατότητα στις επιχειρήσεις να απασχολούν το προσωπικό με μερική ή εκ περιτροπής απασχόληση και να καταβάλλουν το 50% των αμοιβών. Το κράτος επιδοτεί μέρος της απώλειας που φτάνει το 40%. Γεγονός που σημαίνει ότι οι εργαζόμενοι θα υποστούν απώλειες που ενδέχεται να φτάσουν μέχρι και το 25% των προηγούμενων αμοιβών τους. Η εργατική νομοθεσία Εν μέσω της πανδημίας επήλθαν αλλαγές και στο θεσμικό κομμάτι της εργατικής νομοθεσίας, που σε έναν βαθμό επιδείνωσαν τη θέση των εργαζομένων. Με νόμο καθιερώθηκε μεγαλύτερη ευελιξία στην κατανομή του χρόνου εργασίας, αύξηση των επιτρεπόμενων ωρών υπερωρίας στη βιομηχανία, ευελιξία και στις επιλογές του τρόπου «επιστροφής» της επιπλέον απασχόλησης, αλλαγές στον συνδικαλιστικό νόμο και στον τρόπο ψηφοφορίας για την εκλογή των συνδικαλιστικών εκπροσώπων και καθιέρωση της ηλεκτρονικής κάρτας εργασίας. Δουλειά από το σπίτι Η θεαματικότερη αλλαγή που παρατηρήθηκε εν μέσω της πανδημίας είναι η εκρηκτική αύξηση της απασχόλησης με καθεστώς τηλεργασίας. Το ποσοστό της παροχής εργασίας μέσω της τηλεργασίας στις χώρες της ΕΕ εκτοξεύτηκε από 16,1% το 2019 σε 37% το 2020, με έναν στους τρεις εργαζομένους να απασχολείται με αυτή τη μορφή απασχόλησης. Στη χώρα μας η αύξηση ήταν ιλιγγιώδης, με έναν στους τέσσερις να απασχολούνται με τηλεργασία και τα ποσοστά να ανεβαίνουν από 5,3% το 2019 σε 26% το 2020. Σε έρευνα του Εθνικού Ινστιτούτου Εργασίας και Εργατικού Δυναμικού καταγράφεται η εκτίμηση ότι οι τηλεργαζόμενοι θα συνεχίσουν να αυξάνονται σημαντικά και το επόμενο διάστημα, ενώ με τη λήξη της πανδημίας δύναται να σταθεροποιηθούν – στη χώρα μας – γύρω στο 25% του συνόλου μισθωτών και αυτοαπασχολουμένων, δηλαδή περίπου 500.000 άτομα να εργάζονται με καθεστώς πλήρους τηλεργασίας και ένα πρόσθετο ποσοστό 12% (δηλαδή επιπλέον 250.000 – 300.000 άτομα) μπορεί να εργάζεται σε θέσεις εργασίας με υψηλές δυνατότητες τηλεργασίας. Η εφαρμογή Κατά την τελευταία δεκαετία, προ COVΙD-19, η τηλεργασία αυξανόταν αλλά όχι εντυπωσιακά. Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, στην ΕΕ ήταν στο 12,4% το 2009 και το 2019 έφτασε στο 16,1%. Στην Ελλάδα τα ποσοστά ήταν σαφώς χαμηλότερα. Από 4,3% το 2009 έφτασε στο 5,3% πριν από την υγειονομική κρίση. Η τηλεργασία – προ κρίσης – αφορούσε περισσότερο τους αυτοαπασχολουμένους παρά τους μισθωτούς με εξαρτημένη σχέση εργασίας. Στην Ευρώπη το 2019 «εργάζονταν από το σπίτι» το 37% των αυτοαπασχολουμένων και αντιστοίχως το 12,7% των μισθωτών. Στην Ελλάδα οι αυτοαπασχολούμενοι εργάζονταν το 2019 σε ποσοστό 4,9% «ορισμένες φορές» από το σπίτι και 3% «συνήθως», ενώ τα ποσοστά των μισθωτών ήταν 2,9% και 1,4% αντίστοιχα. Η εφαρμογή της τηλεργασίας σχετίζεται άμεσα με κλάδους στους οποίους είναι δυνατή η πρακτική της εφαρμογή, όπως οι τομείς της πληροφορικής και των επικοινωνιών (40%) και οι επιχειρηματικές υπηρεσίες υψηλής έντασης γνώσης (35%). Υψηλά ποσοστά τηλεργασίας παρατηρούνταν πριν από την πανδημία και στον χώρο της εκπαίδευσης (32%), γεγονός που σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στον πρόσθετο χρόνο εργασίας που αφιερώνουν οι εκπαιδευτικοί στο σπίτι προκειμένου να προετοιμάσουν την εκπαιδευτική δραστηριότητα. Σε δύο φάσεις το δώρο Χριστουγέννων σε 1.060.434 εργαζομένους Αύριο Δευτέρα καταβάλλεται στους λογαριασμούς των δικαιούχων μισθωτών του ιδιωτικού τομέα το δώρο Χριστουγέννων σύμφωνα με απόφαση του υπουργού Εργασίας Γιάννη Βρούτση. Οι συνολικοί ωφελούμενοι ανέρχονται στους 1.060.434 εργαζομένους και το συνολικό ποσό που θα διατεθεί φτάνει τα 152.619.071,67 ευρώ. Το δώρο θα καταβληθεί σε 2 φάσεις. Στις 21.12.2020 θα καταβληθεί από τους εργοδότες το μέρος που αντιστοιχεί στους πραγματικούς μισθούς που έχει λάβει ο εργαζόμενος από την επιχείρηση και την ίδια μέρα η πολιτεία θα καταβάλει τα ποσά που αντιστοιχούν στον πραγματικό μισθό που έχει λάβει ο εργαζόμενος ως αποζημίωση ειδικού σκοπού. Η δεύτερη καταβολή θα πραγματοποιηθεί αρχές Ιανουαρίου του 2021 και θα αφορά το ποσό του τμήματος του δώρου που αντιστοιχεί στον μήνα Δεκέμβριο.