Από εσωτερικούς παράγοντες εξαρτάται κυρίως η συνέχιση της ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας, σύμφωνα με τον Oliver Gayno, CIO Wealth & EMEA Liquidity της HSBC Global Asset Management. Ωστόσο, σύμφωνα με τον ίδιο, το εξωτερικό περιβάλλον δεν έχει αμελητέο αντίκτυπο στην Ελλάδα. Οπως εξηγεί μιλώντας στο «Βήμα», παράγοντες που θα μπορούσαν να επηρεάσουν θετικά την εγχώρια αγορά αποτελούν μια ενδεχόμενη ισχυρή οικονομική ανάκαμψη στην Ευρώπη, η πτώση τιμής του πετρελαίου, αλλά και ο όγκος του διεθνούς εμπορίου.
Ποιες είναι οι εκτιμήσεις σας για την παγκόσμια οικονομία τα επόμενα ένα-δύο χρόνια;
«Συνολικά, η παγκόσμια οικονομία ενδέχεται να επιβραδυνθεί κατά τα επόμενα ένα-δύο χρόνια, κυρίως επειδή η οικονομία των ΗΠΑ, η οποία αποτελεί τη βασική κινητήριο δύναμη στον κόσμο αυτή τη στιγμή, μπορεί να πλησιάζει σήμερα στο αποκορύφωμά της. Προς το παρόν, δεν υπάρχουν ενδείξεις για ενδεχόμενη παγκόσμια ύφεση, έτσι το ερώτημα είναι πόσο ισχυρή θα είναι η παγκόσμια οικονομία.
Η οικονομική ανάπτυξη των αναπτυσσόμενων αγορών έχει χάσει τη δυναμική της και έχει επιβραδυνθεί. Μια σημαντική ένδειξη της ανάκαμψης είναι το κατά πόσον το διεθνές εμπόριο θα επανέλθει τους προσεχείς μήνες, αφού έχει υποστεί ζημιά από τους δασμούς που έχουν επιβληθεί από τις ΗΠΑ. Στην Ευρώπη, η ανάπτυξη σημείωσε επίσης σημαντική επιβράδυνση εφέτος, αλλά ενδέχεται να υπάρξουν περιθώρια ανάκαμψης, ιδίως στον τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας».
Λαμβάνοντας υπόψη τις εξελίξεις στην παγκόσμια οικονομία, υπό ποιους όρους μπορεί μια χώρα σαν την Ελλάδα να ανακάμψει;
«Η ελληνική οικονομία είναι μια πολύ συγκεκριμένη περίπτωση και η συνέχιση της ανάκαμψής της εξαρτάται κυρίως από εσωτερικούς παράγοντες. Ωστόσο, το εξωτερικό περιβάλλον δεν έχει αμελητέο αντίκτυπο στην ελληνική οικονομία, ειδικά ένα περιβάλλον ισχυρής οικονομικής ανάκαμψης στην Ευρώπη θα μπορούσε να βοηθήσει.
Αλλοι παράγοντες που θα μπορούσαν να επηρεάσουν θετικά την ελληνική οικονομία είναι η διεθνής τιμή του πετρελαίου, της οποίας η πρόσφατη πτώση θα πρέπει να είναι θετική, και ο όγκος του διεθνούς εμπορίου. Η εξέλιξη του τελευταίου είναι δύσκολο να προβλεφθεί, δεδομένου ότι αυτή τη στιγμή συνδέεται με πολιτικές αποφάσεις, ιδίως στις ΗΠΑ».
Ποιες είναι οι προβλέψεις σας για τις χρηματαγορές το 2019 (ΗΠΑ, Ευρώπη, αναδυόμενες αγορές);
Πιστεύουμε ότι οι αποτιμήσεις των παγκόσμιων χρηματαγορών παραμένουν σχετικά ελκυστικές σε σχέση με τα κρατικά ομόλογα των αναπτυγμένων αγορών και τα μετρητά.
Με αυτό το δεδομένο τα κρατικά ομόλογα των ΗΠΑ αρχίζουν να φαίνονται ολοένα και πιο ελκυστικά σε σχέση με τις αμερικανικές μετοχές, αλλά δεν έχουμε φθάσει ακόμη το σημείο εκείνο στο οποίο προτιμούμε τα πρώτα σε σχέση με τα δεύτερα.
Είμαστε θετικοί ως προς τις μετοχές της Ασίας, των οποίων οι αποτιμήσεις φαίνονται, επίσης, ελκυστικές. Ως προς τα ομόλογα, η επιλογή μας είναι το χρέος των αναπτυσσόμενων αγορών εκτός της Ασίας σε τοπικά νομίσματα, καθώς τα επιτόκια αυτών των αγορών τείνουν να είναι υψηλά και τα νομίσματα φαίνονται σχετικά ελκυστικά».
Ποιοι πιστεύετε ότι είναι οι μεγαλύτεροι κίνδυνοι για τις αγορές σήμερα αλλά και κατά την επόμενη διετία;
«Κατά τη γνώμη μας, ο σημαντικότερος οικονομικός κίνδυνος τα επόμενα δύο χρόνια είναι η αυστηρότερη, από όσο αναμενόταν, νομισματική πολιτική στις ΗΠΑ. Πράγματι, πολλές αποτιμήσεις των χρηματοπιστωτικών αγορών βασίζονται, επί του παρόντος, σε σχετικά ευνοϊκά επίπεδα επιτοκίων στις ΗΠΑ, μεταξύ δηλαδή 3% και 5%.
Αν αυτά ήταν πολύ υψηλότερα, τότε, ειδικότερα οι αποτιμήσεις των μετοχών θα εμφανίζονταν υπερβολικές. Μια άλλη πηγή κινδύνου θα μπορούσε να προέλθει από το εμπόριο: εάν οι εμπορικές εντάσεις πρόκειται να αυξηθούν σημαντικά από εδώ και στο εξής, οι παγκοσμιοποιημένες οικονομίες και οι χρηματοπιστωτικές αγορές θα μπορούσαν να επηρεαστούν αρνητικά από την απότομη επιβράδυνση του όγκου των διεθνών συναλλαγών».
Σε αυτό το οικονομικό περιβάλλον, ποιους τύπους επενδύσεων θεωρείτε πιο ελκυστικούς και ποιους σχετικά ασφαλείς;
«Τα μετρητά, τα κρατικά ομόλογα των αναπτυγμένων αγορών και τα εταιρικά ομόλογα υψηλής ποιότητας είναι σχετικά πιο ασφαλή σε σχέση με άλλους τύπους επενδύσεων.
Πάντως, οι τιμές των ομολόγων μεγαλύτερης διάρκειας μπορούν να παρουσιάσουν μεγάλες διακυμάνσεις υπό συγκεκριμένες συνθήκες αγοράς. Βέβαια οι αποδόσεις αυτών των σχετικά «ασφαλέστερων» τύπων επενδύσεων είναι μη ελκυστικές σε σύγκριση με τύπους επενδύσεων «αυξημένου ρίσκου» όπως τα ομόλογα υψηλής απόδοσης, το χρέος των αναπτυσσόμενων αγορών ή οι παγκόσμιες αγορές μετοχών».