Το πρόβλημά μας δεν είναι η αισχροκέρδεια, αλλά ο εισαγόμενος πληθωρισμός, τονίζει ο υπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων Αδωνις Γεωργιάδης σε συνέντευξη που παραχώρησε στο «Βήμα». Ωστόσο παραδέχεται ότι χρειάζονται κι άλλα μέτρα για την αντιμετώπιση της ακρίβειας. Προβλέπει ότι το ρεκόρ των επενδύσεων θα συνεχιστεί, εάν υπάρχει πολιτική σταθερότητα, και δηλώνει ότι οι πολίτες θα αποφασίσουν με ποια κυβέρνηση δεν θα πληγεί το brand Ελλάδα ως επενδυτικός προορισμός.
Η αγωνία των Ελλήνων για την ακρίβεια ξεπερνά κάθε άλλη χώρα, αγγίζοντας το ιστορικό 100%, σύμφωνα με το Ευρωβαρόμετρο, ενώ πολλοί πιστεύουν ότι η αισχροκέρδεια έχει ξεπεράσει κάθε όριο. Θεωρείτε ότι η αντιμετώπιση της κατάστασης από τη μεριά της κυβέρνησης είναι επαρκής; Σχεδιάζετε πιο στοχευμένα μέτρα;
«Το 100% ως ποσοστό είναι πραγματικά εντυπωσιακό, αλλά αν σκεφτείτε ότι ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 92%, τότε αυτό σημαίνει ότι σχεδόν το σύνολο των χωρών είναι μεταξύ του 90% και του 100%, άρα είναι λιγότερο εντυπωσιακό.
Δέχομαι όμως, γιατί και εμένα αν με ρωτήσετε ποιο θεωρώ το μεγαλύτερο πρόβλημα σήμερα, την ακρίβεια θα σας πω. O μεγάλος πληθωρισμός έχει επηρεάσει την ποιότητα της ζωής όλων μας και όλο αυτό είναι φυσιολογικό να αποτυπώνεται στις δημοσκοπήσεις.
Τώρα το ότι πολλοί πιστεύουν ότι η ακρίβεια οφείλεται στην αισχροκέρδεια, δεν σημαίνει ότι αυτό ισχύει.
Για να μιλήσουμε για γενικευμένη αισχροκέρδεια θα έπρεπε στους χιλιάδες στοχευμένους ελέγχους που κάνουμε, να έχουμε ένα μεγάλο ποσοστό αισχροκέρδειας. Εδώ το ποσοστό είναι κάτω του 6%.
Με συγχωρείτε, αυτό δεν είναι γενικευμένο φαινόμενο αισχροκέρδειας. Και εν πάση περιπτώσει, εάν πιστεύουμε ότι υπάρχει γενικευμένο φαινόμενο αισχροκέρδειας στην Ελλάδα, δηλαδή εσωτερικό δομικό πρόβλημα, τότε πώς εξηγείται ότι τόσο στον γενικό πληθωρισμό όσο και στον πληθωρισμό τροφίμων είμαστε σταθερά κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο; Αν δηλαδή δεν είχαμε αισχροκέρδεια δεν θα είχαμε πληθωρισμό καθόλου;
«Το πρόβλημά μας λοιπόν δεν είναι η αισχροκέρδεια. Το πρόβλημά μας είναι ο εισαγόμενος πληθωρισμός. Σε αυτό το φαινόμενο έχουμε πάρει μέτρα; Εχουμε πάρει. Χρειαζόμαστε και άλλα; Χρειαζόμαστε και άλλα. Αυτή είναι η σωστή απάντηση. Οσο το φαινόμενο διαρκεί και πιέζει περισσότερο τα εισοδήματα των συμπολιτών μας, τόσο περισσότερο πρέπει να λαμβάνουμε μέτρα, παρόλο που και πάλι θα σας πω ότι η πρόσφατη ανακοίνωση της ΕΛΣΤΑΤ για την αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος το 3ο τρίμηνο του ’22 δεν ακολουθεί το ίδιο αφήγημα.
Αρα, η ακρίβεια ναι, είναι το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα. Οι πολίτες δικαίως ανησυχούν. Εμείς πρέπει να πάρουμε επιπλέον μέτρα, αλλά δεν ισχύει ότι δεν κάνουμε τη δουλειά μας και ότι δεν επιτυγχάνουμε τους στόχους μας».
Σήμερα, μόνο το 30% των επιχειρήσεων έχει πρόσβαση στην τραπεζική χρηματοδότηση. Τι θα κάνετε για να αρθούν τα όποια εμπόδια;
«Εχει γίνει διεξοδική συζήτηση για αυτό το θέμα και ο πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ, ο κ. Καββαθάς, προς τιμήν του είπε στη Βουλή ότι θα ήταν εθνικός στόχος να καταφέρουμε από περίπου 30.000 με 40.000 επιχειρήσεις να δανειοδοτηθούν 100.000 επιχειρήσεις.
Προσέξτε, έχουμε 800.000 επιχειρήσεις. Πρέπει να καταλάβουμε ότι η Ελλάδα έχει μία ιδιομορφία. Εχει όχι μικρές επιχειρήσεις, αλλά πολύ μικρές επιχειρήσεις, που δεν μπορούν να αποκτήσουν εύκολα πρόσβαση στο τραπεζικό σύστημα. Για αυτό και προσπαθήσαμε να δημιουργήσουμε κίνητρα συγχωνεύσεως ώστε να μεγαλώσουμε τον όγκο τους.
Παρ’ όλα ταύτα, δεν καταθέτουμε τα όπλα. Στην Αναπτυξιακή Τράπεζα φτιάχνουμε ειδικό σύστημα που θα χαρτογραφούμε τις επιχειρήσεις που σήμερα είναι εκτός τραπεζικού συστήματος, αλλά θα μπορούσαν να έχουν πρόσβαση εάν οι τράπεζες ασχολούνταν σοβαρά μαζί τους.
Πιστεύω ότι με την πλατφόρμα «Know Your Customer» της Αναπτυξιακής Τράπεζας θα σπάσουμε για πρώτη φορά το φράγμα των 80.000, θα διπλασιάσουμε δηλαδή τις δυνάμενες επιχειρήσεις να δανειοδοτηθούν και αυτός είναι ένας πολύ εφικτός αλλά και φιλόδοξος στόχος ταυτόχρονα».
Το ρεκόρ επενδύσεων είναι τεχνικό ή ουσιαστικό; Μήπως πρόκειται για ένα ριμπάουντ μιας οικονομίας που απώλεσε σχεδόν το 30% του ΑΕΠ μέσα σε λίγα χρόνια; Πώς θα διατηρηθεί η αναπτυξιακή δυναμική;
«Το ρεκόρ επενδύσεων δεν μπορεί να είναι τεχνητό, γιατί πρόκειται περί πραγματικών χρημάτων που μπαίνουν στη χώρα. Αν αυτό που με ρωτάτε είναι κατά πόσον καλύπτουν πραγματικές ανάγκες, προφανώς καλύπτουν πραγματικές ανάγκες γιατί η Ελλάδα ήταν πίσω στις επενδύσεις.
Αυτοί που φέρνουν τα λεφτά τους και επενδύουν στην Ελλάδα, εγχώριοι και ξένοι, δεν τα επενδύουν γιατί θέλουν να διορθώσουν ένα πρόβλημα της χώρας. Επενδύουν γιατί πιστεύουν στις προοπτικές της χώρας και αυτή την πίστη τους την παρείχε η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Πώς; Αλλάζοντας το επιχειρηματικό περιβάλλον, μειώνοντας τους φόρους και τις ασφαλιστικές εισφορές, κάνοντας ψηφιακό το κράτος και κυρίως δίνοντας την αίσθηση σε κάθε επενδυτή ότι είμαστε εδώ για να συνεργαστούμε μαζί τους καλόπιστα.
Το σύνθημά μας στο υπουργείο Ανάπτυξης αυτά τα 4 χρόνια ήταν «σεβόμαστε τον χρόνο και το χρήμα των άλλων ανθρώπων». Αυτό το μήνυμα πέρασε στον επενδυτικό κόσμο, έγινε ευμενώς αποδεκτό και οδήγησε σε δύο συνεχόμενα έτη ρεκόρ επενδύσεων και ρεκόρ άμεσων ξένων επενδύσεων.
Κάτι το οποίο σημαίνει ότι μπορεί να συνεχίσουμε με τον ίδιο ρυθμό να επιτυγχάνουμε τους στόχους μας για τα επόμενα χρόνια, αν διατηρήσουμε την πολιτική σταθερότητα και το ίδιο πνεύμα».
Πόσο και πώς θα επηρεαστεί ο ρυθμός ανάπτυξης και το brand Ελλάδα ως επενδυτικός προορισμός μπροστά σε μια ενδεχόμενη πολιτική αστάθεια;
«Εδώ δεν χρειάζονται μισές κουβέντες. Εάν υπάρξει πολιτική αστάθεια, θα υπάρξει οικονομική κρίση. Τελεία. Ο κόσμος όταν θα φτάσει στην κάλπη θα πρέπει να ξέρει ότι όταν φύγει από την κάλπη θα πρέπει να υπάρχει κυβέρνηση.
Το ποια κυβέρνηση θα την αποφασίσει ο ελληνικός λαός, που είναι το μεγάλο αφεντικό. Αλλά αν βγούμε χωρίς κυβέρνηση, τότε θα βρεθούμε σε πάρα πολύ μεγάλη δυσκολία. Διότι οι επενδυτές δεν επιθυμούν να δίνουν τα λεφτά τους και να αναλαμβάνουν ρίσκο για μία χώρα η οποία δεν έχει κυβέρνηση και άρα δεν ξέρουν με ποιον θα συνεννοηθούν.
Εδώ λοιπόν έχουν δύο επιλογές οι έλληνες πολίτες μπροστά τους. Επιλογή πρώτη: συνέχεια της κυβερνήσεως του Κυριάκου Μητσοτάκη, αυτοδύναμης και ικανής να κυβερνήσει τον τόπο.
Επιλογή δεύτερη: η λεγόμενη κατά τον κ. Τσίπρα προοδευτική διακυβέρνηση, δηλαδή μία συγκυβέρνηση Τσίπρα, Ανδρουλάκη, Βαρουφάκη και Κουτσούμπα.
Αφήνω τους αναγνώστες να σκεφτούν ποια από τις δύο επιλογές θα ωφελήσει ή θα βλάψει τις επενδύσεις. Εγώ έχω άποψη, αλλά θα μου πείτε ότι δεν είμαι αντικειμενικός. Ας αποφασίσουν οι πολίτες».
Και μια τελευταία ερώτηση…
{ERT}Ο ΟΟΣΑ συστήνει την κατάργηση του Κοινωνικού Οικιακού Τιμολογίου. Η κυβέρνηση σκοπεύει να συνεχίσει τις επιδοτήσεις; Θα ισχύει το ΚΟΤ όταν πέσουν οι τιμές;{ERT}
«Δεν έχει γίνει απολύτως καμία συζήτηση, τουλάχιστον που να τη γνωρίζω εγώ, περί καταργήσεως του κοινωνικού οικιακού τιμολογίου. Δεν έχει τεθεί τέτοιο θέμα. Ο ΟΟΣΑ έχει διάφορες καλές ιδέες, άλλοτε περισσότερο, άλλοτε λιγότερο.
Η Ελλάδα, κάτι που συχνά πολλοί ξένοι το ξεχνούν, έχει μία πολύ μεγάλη και σοβαρή κοινωνική πίεση λόγω της προηγούμενης δεκαετούς κρίσεως.
Κατά συνέπεια, όσο τα δημοσιονομικά μας περιθώρια το επιτρέπουν, τόσο η κυβέρνηση θα ενισχύει αυτούς τους συμπολίτες μας που έχουν πραγματικά ανάγκη.
Καθίστε να πέσουν οι τιμές της ενέργειας σε μια διαρκή βάση και θα δούμε τότε ποια θα είναι η καινούργια ενεργειακή πολιτική. Εχουμε δρόμο ακόμα».
Και μια τελευταία ερώτηση…
{ERT}Ο ΟΟΣΑ συστήνει την κατάργηση του Κοινωνικού Οικιακού Τιμολογίου. Η κυβέρνηση σκοπεύει να συνεχίσει τις επιδοτήσεις; Θα ισχύει το ΚΟΤ όταν πέσουν οι τιμές;{ERT}
«Δεν έχει γίνει απολύτως καμία συζήτηση, τουλάχιστον που να τη γνωρίζω εγώ, περί καταργήσεως του κοινωνικού οικιακού τιμολογίου. Δεν έχει τεθεί τέτοιο θέμα. Ο ΟΟΣΑ έχει διάφορες καλές ιδέες, άλλοτε περισσότερο, άλλοτε λιγότερο.
Η Ελλάδα, κάτι που συχνά πολλοί ξένοι το ξεχνούν, έχει μία πολύ μεγάλη και σοβαρή κοινωνική πίεση λόγω της προηγούμενης δεκαετούς κρίσεως.
Κατά συνέπεια, όσο τα δημοσιονομικά μας περιθώρια το επιτρέπουν, τόσο η κυβέρνηση θα ενισχύει αυτούς τους συμπολίτες μας που έχουν πραγματικά ανάγκη.
Καθίστε να πέσουν οι τιμές της ενέργειας σε μια διαρκή βάση και θα δούμε τότε ποια θα είναι η καινούργια ενεργειακή πολιτική. Εχουμε δρόμο ακόμα».