Η αέναη εξέλιξη των τεχνολογιών επιφέρει διαρκείς ανακατατάξεις στην εργασία και στις εργασιακές σχέσεις, ενώ συνιστά μια τεράστια κοινωνική αλλαγή. Παρατηρείται το φαινόμενο οι εργαζόμενοι να παραιτούνται από τις θέσεις εργασίας ή να μην αποδέχονται συγκεκριμένες θέσεις εργασίας, παρότι σε πολλές περιπτώσεις υπάρχει υψηλό επίπεδο ανεργίας.
Παράλληλα, η εργασία περιλαμβάνει ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο μείγμα εργαζομένων πλήρους και μερικής απασχόλησης, εργολάβων, ελεύθερων επαγγελματιών, «εργαζομένων σε συναυλίες» (εργαζόμενοι με βραχυχρόνια συμβόλαια, gig economy), ρομπότ, εθελοντών, εργασία από οπουδήποτε και γενικότερα παρατηρείται ένας εκδημοκρατισμός της εργασίας, με την έννοια της αποσύνδεσής της από τα παραδοσιακά όρια του χώρου, του χρόνου, της δομής και της εξάρτησης.
Είναι προφανές ότι η εναρμόνιση με τις προκλήσεις στην εργασία οδηγούν στην αναζήτηση ενός νέου τρόπου προσέγγισής της. Σε αυτό το αενάως μεταβαλλόμενο περιβάλλον, την απάντηση για τη νέα προσέγγιση δίνουν οι συγγραφείς Ravin Jesuthasan και John W. Boudreau, στο πρόσφατο μπεστ σέλερ του Wall Street Journal «Work Without Jobs», «Εργασία Χωρίς Δουλειά» (MIT Press, 2022). Σύμφωνα με την ανάλυση, η κλασική προσέγγιση για την προσφορά και τη ζήτηση της εργασίας, αλλά και η εκτέλεση και η αξιολόγηση της εργασίας βασίζονται στο ότι η εργασία θεωρείται ως δουλειά και οι εργαζόμενοι ως κάτοχοι της εργασίας ή της συγκεκριμένης θέσης εργασίας. Αντίστοιχα, οι θέσεις εργασίας οργανώνονται με συγκεκριμένη περιγραφή, συγκεκριμένους τίτλους, προσόντα και ιεραρχία.
Το κρίσιμο είναι εάν η εργασία θα εκλαμβάνεται ως δουλειά με τα χαρακτηριστικά που διαμορφώθηκαν τα τελευταία 150 χρόνια. Η κυρίαρχη ιδέα είναι ότι οι σύγχρονοι εργαζόμενοι ασχολούνται με ένα ευρύτερο σύνολο εργασιών από αυτό που μπορεί να αποδώσει ο όρος δουλειά, με την έννοια ενός πεπερασμένου συνόλου συγκεκριμένων ρόλων και ευθυνών.
Η θεμελιώδης προσέγγιση είναι ότι η εργασία αρχίζει να αποσυνδέεται από τις θέσεις εργασίας, όπως περιγράφονται σε κάθε οργανισμό του δημοσίου ή του ιδιωτικού τομέα. Δεν συνεπάγεται ότι δεν θα υπάρχει εργοδότης, ούτε ότι δεν μπορεί κάποιος να σταδιοδρομήσει σε έναν οργανισμό. Αυτό που σηματοδοτεί η εξέλιξη αυτή είναι ότι δεν θα προσληφθεί ένας εργαζόμενος από έναν εργοδότη για να παραδώσει ένα γνωστό, περιορισμένο και πεπερασμένο σύνολο εργασιών που συνδέονται με μία δουλειά.
Το μέλλον συνεπώς απαιτεί την αποδόμηση των στατικών θέσεων εργασίας και την ανασύνθεση της εργασίας, ώστε να καταλάβουμε τους στόχους που προσπαθούμε να υπηρετήσουμε και εν συνεχεία να σχεδιάσουμε τον καλύτερο τρόπο για να τους πετύχουμε. Ο αυτοματισμός, η τεχνητή νοημοσύνη, η μηχανική εκμάθηση, οι δεξιότητες και οι ικανότητες, παίζουν κρίσιμο ρόλο για την επίτευξη των στόχων. Η πραγματικότητα στον χώρο των επιχειρήσεων είναι ότι μία δουλειά όσο καλά καθορισμένη κι αν είναι, δεν μπορεί να αποτυπώσει επαρκώς την αλλαγή της ζήτησης για νέες δεξιότητες.
Η διαρκής επένδυση στην ανάπτυξη νέων δεξιοτήτων για τον εντοπισμό και την εκπλήρωση βασικών αναγκών των εργαζομένων, είναι αναγκαία, καθώς θα αποφέρει επιπρόσθετη μετρήσιμη απόδοση επένδυσης (Return Of Investment) στην επιχείρηση. Είναι σημαντικό να δούμε το άτομο ολιστικά σε συνδυασμό με όλους τους διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους μπορεί να συνεισφέρει σε διαφορετικούς τύπους εργασίας ή σε ένα διαφορετικό σύνολο εργασιών, βάσει των δεξιοτήτων και ικανοτήτων που διαθέτει. H σύνδεση του ταλέντου με την εργασία έχει ως αποτέλεσμα οι εργαζόμενοι να πληρώνονται, να αναγνωρίζονται περισσότερο και να έχουν ισχυρό κίνητρο. Εν τέλει, η συνεχώς αναβαθμισμένη εργασία απαιτεί ουσιαστικά μία νέα ανθρωποκεντρική κοινωνική συμφωνία, ώστε μέσω της ελκυστικότητας της εργασίας, της διαρκούς μάθησης και της ανταμοιβής να αντιμετωπιστούν σημαντικές προκλήσεις, όπως οι ελλείψεις εργατικού δυναμικού και οι παραιτήσεις της νέας γενιάς από την εργασία.
Ο κ. Κωνσταντίνος Αγραπιδάς είναι διδάκτωρ του Παντείου Πανεπιστημίου, γενικός διευθυντής Εργασιακών Σχέσεων, Υγείας και Ασφάλειας στην Εργασία και Ενταξης στην Εργασία στο υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων.