Νέα δυνατότητα επιστροφής ή συμψηφισμού φόρου για συνδεδεμένες ελληνικές επιχειρήσεις εισήγαγε ο Ν. 4972/2022, ο οποίος τροποποίησε τους Ν. 4172/2013 και Ν. 4174/2013. Συνοπτικά, στις περιπτώσεις όπου συνδεδεμένα μέρη που υπάγονται σε φόρο στην Ελλάδα πραγματοποιούν συναλλαγές μεταξύ τους και η φορολογική διοίκηση, μετά από έλεγχο του πρώτου συνδεδεμένου μέρους, διαπιστώσει ότι οι συναλλαγές αυτές δεν πραγματοποιήθηκαν με τους όρους που θα είχαν πραγματοποιηθεί αν τα μέρη ήταν ανεξάρτητα και προχωρήσει σε αύξηση των φορολογητέων κερδών του (πρώτη προσαρμογή προς τα πάνω), τότε το δεύτερο συνδεδεμένο μέρος έχει πλέον το δικαίωμα να ζητήσει ανάλογη προσαρμογή στα φορολογητέα κέρδη του (δεύτερη προσαρμογή προς τα κάτω).
Για να ζητήσει την προσαρμογή αυτή, το δεύτερο συνδεδεμένο μέρος θα πρέπει να υποβάλει τροποποιητική φορολογική δήλωση μαζί με γνωστοποίηση της έκθεσης ελέγχου του πρώτου συνδεδεμένου μέρους μέσα σε διάστημα 3 μηνών από την κοινοποίηση της πράξης διορθωτικού προσδιορισμού του φόρου στο πρώτο συνδεδεμένο μέρος.
Απαραίτητη προϋπόθεση για την επιστροφή ή τον συμψηφισμό φόρου στο δεύτερο συνδεδεμένο μέρος είναι η εξόφληση από το πρώτο συνδεδεμένο μέρος του φόρου που προέκυψε από τη διόρθωση των κερδών των μεταξύ τους συναλλαγών. Ωστόσο, το πρώτο συνδεδεμένο μέρος διατηρεί το δικαίωμα να ασκήσει ενδικοφανή προσφυγή για να αμφισβητήσει τον αρχικό καταλογισμό.
Οι παραπάνω κανόνες εφαρμόζονται για πράξεις διορθωτικού προσδιορισμού που εκδίδονται μετά την 23.09.2022. Επίσης, έχουν αναδρομική εφαρμογή και για εκκρεμείς υποθέσεις. Κατά κύριο λόγο, εκκρεμείς θεωρούνται οι υποθέσεις οι οποίες δεν έχουν συζητηθεί ενώπιον της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών ή των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων ή του Συμβουλίου της Επικρατείας ή εκείνες για τις οποίες εκκρεμεί η προθεσμία άσκησης ενδίκου μέσου ή βοηθήματος αλλά και οι υποθέσεις οι οποίες έχουν μεν συζητηθεί, αλλά δεν έχει εκδοθεί αμετάκλητη δικαστική απόφαση.
Η εισαγωγή των κανόνων αυτών θεωρείται θετική εξέλιξη, η οποία άνοιξε τον δρόμο για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της, μέχρι τώρα, άνισης μεταχείρισης των ημεδαπών και αλλοδαπών νομικών προσώπων σε ζητήματα αποφυγής διπλής φορολόγησης. Ειδικότερα, πριν τις διατάξεις, σε περίπτωση που μία ημεδαπή εταιρεία συναλλασσόταν με μία συνδεδεμένη αλλοδαπή και η φορολογική διοίκηση της αλλοδαπής αύξανε τα φορολογητέα κέρδη της αλλοδαπής συνδεδεμένης, τότε η ημεδαπή είχε το δικαίωμα να ζητήσει ανάλογη προσαρμογή των αποτελεσμάτων της, για να μη φορολογηθούν οι συνδεδεμένες διπλά για το ίδιο εισόδημα. Αυτό μπορούσε να το επιτύχει, μεταξύ άλλων, μέσω των συμβάσεων αποφυγής διπλής φορολογίας, και συγκεκριμένα της Διαδικασίας Αμοιβαίου Διακανονισμού. Αντίθετα, σε περίπτωση που στο παραπάνω παράδειγμα και οι δύο εταιρείες ήταν ημεδαπές και προσαυξάνονταν τα φορολογητέα κέρδη της μιας μετά από έλεγχο, τότε δεν υπήρχε η δυνατότητα μείωσης των αποτελεσμάτων της άλλης.
Ενα σημείο προς περαιτέρω σκέψη και βελτίωση θα ήταν να επιτρέπεται η προς τα κάτω ανάλογη προσαρμογή του δεύτερου συνδεδεμένου μέρους και στις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες η αρχική προσαρμογή προς τα πάνω του πρώτου συνδεδεμένου μέρους είναι οικειοθελής ή πραγματοποιείται στο πλαίσιο έκδοσης φορολογικού πιστοποιητικού.
*Η κα Ιουλία Βουρλίτη είναι Assistant Manager, Tax & Legal, Deloitte Ελλάδος