Η βρετανική οικονομία είναι πολύ διαφορετική από την ελληνική. Και βεβαίως απέχουν πολύ η μία από την άλλη. Ωστόσο στην τρέχουσα δεκαετία περιέπεσαν και οι δύο σε κρίσεις μεγάλες για εντελώς διαφορετικούς λόγους.

Η δική μας βρέθηκε σε κατάσταση χρεοκοπίας, για την αποφυγή της οποίας χρειάστηκε διασωστικά δάνεια έναντι των οποίων αποδέχθηκε δεσμευτικά μνημόνια και δραματικές πολιτικές εσωτερικής υποτίμησης, οι οποίες ακόμη τη βαραίνουν και δεν της επιτρέπουν να ξεφύγει από τον κύκλο της αργής, βασανιστικής ανάκαμψης.

Οι μέχρι τώρα πολιτικές της νεοδημοκρατικής διακυβέρνησης δεν απέδωσαν τα προσδοκώμενα και οι επιδιώξεις της τρέχουσας οικονομικής πολιτικής μοιάζουν υποτονικές και σε κάθε περίπτωση δεν παραπέμπουν σε άλματα προόδου που έχει ανάγκη ο τόπος.

Τα άλματα προόδου

Οι προβλέψεις του μεσοπρόθεσμου προγράμματος φέρουν τους ρυθμούς ανάπτυξης να κάμπτονται στη ζώνη του 1% μετά το 2026, οπότε και ολοκληρώνεται η επίδραση του Ταμείου Ανάκαμψης. Κοινή είναι η πεποίθηση ότι το εφαρμοζόμενο σχήμα οικονομικής πολιτικής δεν αρκεί να την απαλλάξει από τη σκουριά της μακράς κρίσης και πως χρειάζεται άλλο, πιο δυναμικό σχήμα οικονομικής πολιτικής, προκειμένου να επιτύχει τα άλματα προόδου που έχει ανάγκη ο τόπος και διεκδικεί η ελληνική κοινωνία.

Η βρετανική οικονομία, από την άλλη, εξαιτίας του Brexit και τις εμμονές των συντηρητικών σε περιοριστικές πολιτικές, οι οποίες υποτίθεται θα υποστήριζαν την αποδέσμευσή της από την υπόλοιπη Ευρώπη, κατέγραψε σοβαρές απώλειες και περιήλθε σε μακρά περίοδο στασιμότητας και υποχώρησης σχεδόν σε όλα τα μέτωπα, παραγωγικά, οικονομικά και κοινωνικά.

Η βρετανική οικονομία έχει χάσει τον δυναμισμό της, οι πολυεθνικές την εγκαταλείπουν, οι ισχυρές ναυτιλιακές αναζητούν άλλα κέντρα, οι βασικές της παραγωγικές υποδομές απειλούνται με κατάρρευση, το άλλοτε υποδειγματικό εθνικό σύστημα υγείας κινδυνεύει με απαξίωση, τα επίσης δημοφιλή βρετανικά πανεπιστήμια χάνουν συνεχώς φοιτητές και μόνο το ποδόσφαιρο παραμένει ανθηρό και ακμαίο.

Πλήρης ανατροπή

Η νέα κυβέρνηση των Εργατικών, καταθέτοντας τον πρώτο της προϋπολογισμό, προκειμένου να αντιμετωπίσει τη βαθιά κρίση που άφησαν πίσω τους οι Τόρις, προέβη σε πλήρη ανατροπή του μείγματος οικονομικής πολιτικής, με αλλαγή και αυτού ακόμη του δημοσιονομικού κανόνα, επειδή απλούστατα η αύξηση των φόρων και των ασφαλιστικών εισφορών κατά 40 δισ. στερλίνες δεν αρκούσε να καλύψει την υπέρβαση των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού, ούτε βεβαίως να υποστηρίξει τις πολιτικές ανάταξης της βρετανικής οικονομίας.

Επενδυτικό σοκ

Ετσι, πέραν των φόρων σε κεφαλαιουχικά και επιχειρηματικά κέρδη η Βρετανία θα αναζητήσει μέχρι το 2029 άλλα περίπου 70 δισ. στερλίνες από τις διεθνείς αγορές προκειμένου να χρηματοδοτήσει την οικονομική της ανάκαμψη και αναγέννηση.

Οι Εργατικοί απεφάνθησαν ότι η βρετανική οικονομία χρειάζεται ένα ισχυρό επενδυτικό σοκ, για να επανέλθει και να ξαναβρεί τη θέση που της ταιριάζει στην παγκόσμια οικονομία. Η αλήθεια είναι ότι η επιλογή του «επενδυτικού κανόνα» και του εξ αυτού απορρέοντος δανεισμού ενέχει κινδύνους, ενσωματώνει ρίσκο υψηλού επιπέδου, το οποίο μπορεί να αποδειχθεί οδυνηρό αν η καμπύλη των επιτοκίων μεταβληθεί και πάλι.

Εχει ωστόσο εξαιρετικό ενδιαφέρον το γεγονός ότι κοντά στα 22,5 δισ. στερλίνες θα κατευθυνθούν στον πολύπαθο πλέον τομέα της υγείας και άλλα 5 δισ. στερλίνες στον τομέα της εκπαίδευσης. Η στροφή είναι μεγάλη και η αλλαγή σπάνια, το ρίσκο ανελήφθη και μένει να αποδειχθεί αν αυτή η επιλογή θα αποδώσει και θα αλλάξει τον ρου των πραγμάτων για τη βρετανική οικονομία.

Σταθερό μοτίβο

Αντιθέτως στην Ελλάδα, η εδώ κυβέρνηση επιμένει στο τρέχον σχήμα που επί της ουσίας παραμένει αναλλοίωτο από το 2019. Το οικονομικό επιτελείο και ο Πρωθυπουργός επιμένουν ότι αποδίδει και αρκεί δεδομένων των διεθνών, γεωπολιτικών και άλλων, συνθηκών. Και επί του παρόντος δεν δείχνουν καμία διάθεση αλλαγής, παρά διατηρούν σταθερό το μοτίβο της βραδείας, πλην σταθερής όπως υποστηρίζει ο Κωστής Χατζηδάκης, ανάκαμψης.

Η αλήθεια είναι ότι η Ελλάδα δεν έχει την ίδια άνεση προσφυγής στις διεθνείς αγορές όπως έχει η Μεγάλη Βρετανία. Δεν έχει καν ακόμη κερδίσει τη διεκδικούμενη εδώ και χρόνια επενδυτική βαθμίδα και ενδεχόμενη αντίστοιχη κίνηση δεν θα είχε σχεδόν καμία τύχη. Ωστόσο αυτό δεν αναιρεί την ανάγκη για έγκαιρη και γενναία στροφή στην οικονομική πολιτική, πριν χαθεί η ευκαιρία και αποδομηθούν οι τρέχουσες ευνοϊκές συνθήκες.

Υποστηρίξεις

Αν υπάρχει κάτι κοινό στην ελληνική και τη βρετανική οικονομία είναι η ανάγκη ενός επενδυτικού σοκ, μιας πολιτικής αναγέννησης και ανασυγκρότησης, που προφανώς δεν μπορεί να προκύψει χωρίς κεφαλαιακές βοήθειες και υποστηρίξεις. Η υιοθέτηση αέναων δογμάτων υπομονής και πειθαρχίας δεν αρκούν για να άρουν το βάρος των απωλειών της μεγάλης κρίσης, το ύψος των οποίων , σύμφωνα με μετριοπαθείς υπολογισμούς του άλλοτε προέδρου της Τράπεζας Πειραιώς Μιχάλη Σάλλα, ανέρχονται σε 600 δισ. ευρώ. Για να υπερνικηθούν τα βάρη της πολύχρονης οικονομικής κρίσης χρειάζεται άλλο σχέδιο και άλλο κράτος, άλλη διοίκηση, που θα διευρύνει και θα ισοκατανέμει τις ευκαιρίες και θα καθιστά συμμέτοχους ολοένα και περισσότερους πολίτες. Με αποκλεισμούς μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων από πρότζεκτ και αναπτύξεις, με προνομιακές μεταχειρίσεις των φίλων και εκλεκτών δεν πρόκειται ποτέ να απαλλαγεί από τα δεσμά της κρίσης.

Αλμα προόδου

Η Ελλάδα επιβάλλεται να αναζητήσει, στο πλαίσιο πάντα των δυνατοτήτων της, τους πόρους για το διεκδικούμενο άλμα προόδου. Να βρει, μέσω γενναίων αλλαγών στο μείγμα οικονομικής πολιτικής, το σχήμα που θα εξοικονομεί αναπτυξιακούς πόρους και θα τους διανέμει ή καλύτερα θα τους διαχέει με τρόπο δίκαιο χωρίς αποκλεισμούς σε ολόκληρη την οικονομία. Τα επιχειρήματα που θέλουν τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις αδύναμες και ανίκανες να καλύψουν τους αυστηρούς ευρωπαϊκούς πιστωτικούς κανόνες, δεν στέκουν.

Υπάρχουν και οι επενδυτικές, ειδικού σκοπού, τράπεζες, που μπορούν να συνδράμουν προς την κατεύθυνση αλλαγής του παραγωγικού μοντέλου. Σε αντίθετη περίπτωση η μιζέρια της αναιμικής ανάπτυξης θα κατατρώγει χρόνο-χρόνο τα σωθικά της ελληνικής οικονομίας, παρασύροντάς την σταθερά στην επόμενη μεγάλη κρίση…