Καθώς ακόμη και κατά τη δύσκολη περίοδο των μνημονίων και ειδικότερα από το 2011 ως σήμερα, αν και ελάχιστες ήταν οι νέες εισαγωγές, οι επιχειρήσεις άντλησαν, μέσω κυρίως αυξήσεων κεφαλαίων, 68 δισ. ευρώ (εκ των οποίων όμως τα 46,7 δισ. ευρώ αφορούν τις ανακεφαλαιοποιήσεις των τραπεζών της περιόδου 2013-2015), κοινή είναι η εκτίμηση πως το Χρηματιστήριο της Αθήνας χρειάζεται πλέον να προσελκύσει και νέες εισαγωγές εταιρειών από κλάδους αιχμής της οικονομίας που τώρα βρίσκονται εκτός αγοράς, καθώς και νέα διεθνή και εγχώρια κεφάλαια, ώστε να παίξει τον δικό του ρόλο στην ανάκαμψη της οικονομίας.

Τα στοιχεία δείχνουν εξάλλου πως όσο ανεπτυγμένη είναι μια οικονομία τόσο και πιο ανεπτυγμένη είναι και η κεφαλαιαγορά της. Π.χ. το ελληνικό χρηματιστήριο αντιπροσωπεύει το 34% του ΑΕΠ της χώρας, έναντι 94% αντίστοιχα του μέσου όρου στην Ευρώπη και 287% του ΑΕΠ στις ΗΠΑ. H αξία των επενδύσεων των νοικοκυριών σε εισηγμένες μετοχές και επενδυτικά κεφάλαια κυμαίνεται σήμερα μόλις στο 20% του ΑΕΠ στην Ελλάδα, έναντι 75% αντίστοιχα του μέσου όρου στην Ευρώπη.

Ανεξάρτητα από τις όποιες θεσμικές παρεμβάσεις επιλεγούν μεσοπρόθεσμα ώστε η εγχώρια χρηματιστηριακή αγορά να καταστεί πιο ελκυστική, με μια άτυπη Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων, στην οποία εκπροσωπήθηκαν οι βασικοί φορείς της Κεφαλαιαγοράς (ΕΚ, ΕΧΑΕ, ΕΘΕ, ΕΝΕΙΣΕΤ, ΕΕΤ, ΣΜΕΧΑ, ΣΕΠΕΥ, ΣΕΒ κ.ά.), να έχει καταθέσει ένα κείμενο περισσότερων από 50 προτάσεων, αλλά και τις πληροφορίες να αναφέρουν πως και η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων επεξεργάζεται επίσης μια ανάλογη λίστα, το σημαντικό είναι να υπάρχει ενδιαφέρον ώστε να εισαχθούν νέες εταιρείες στο ΧΑ. Παράγοντες της αγοράς επισημαίνουν επίσης την ανάγκη εισαγωγής επιπλέον «green bonds» και «project specific bonds» στην εγχώρια αγορά εταιρικών ομολόγων, προκειμένου να βελτιωθούν το μέγεθος, το βάθος και η ρευστότητά της, με πολλαπλασιαστικό όφελος για την οικονομία, ενώ ομόλογα με βάση τους κανόνες ESG θα μπορούσαν να προσελκύσουν ξένα θεσμικά κεφάλαια.

Επίσης, αν και τα τελευταία χρόνια συμμετείχαν χιλιάδες μικροεπενδυτές – καταθέτες στις εκδόσεις ομολόγων, αυτό που είναι εμφανές είναι η έλλειψη δευτερογενούς ρευστότητας και για αυτό είναι αναγκαία η ενίσχυση του πλαισίου λειτουργίας της αγοράς.