Οι προτάσεις της Κομισιόν για τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες δίνουν υπό μια έννοια στις χώρες με υψηλά επίπεδα χρέους περισσότερο δημοσιονομικό χώρο για επενδύσεις, χωρίς όμως να ακυρώνεται η ανάγκη για συνετές δημοσιονομικές πολιτικές, δηλώνει ο επίτροπος Οικονομίας Πάολο Τζεντιλόνι στη συνέντευξη που παραχώρησε στο «Βήμα» με αφορμή την παρουσίαση των νέων κανόνων οικονομικής διακυβέρνησης της ΕΕ, που θα αντικαταστήσουν, αν συμφωνήσουν τα κράτη-μέλη, το ισχύον Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ).
Πρόκειται για έναν συνδυασμό – επενδύσεις και συνετή δημοσιονομική πολιτική – που δεν είναι εύκολος, λέει ο ιταλός επίτροπος. Αλλωστε για την Ελλάδα δηλώνει ότι «ενθαρρύνουμε» τα πρωτογενή πλεονάσματα, ενώ διαμηνύει ότι είναι αναγκαίο μετά τις εκλογές να επικεντρωθεί η χώρα στα ευρωπαϊκά προγράμματα, στην απορρόφηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων, στις κοινές ευρωπαϊκές δεσμεύσεις.
Η προσαρμογή
«Οι νομοθετικές προτάσεις για τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες δίνουν στα κράτη-μέλη μεγαλύτερη ιδιοκτησία, που συνδέεται με την καλύτερη επιβολή. Τα κράτη-μέλη με χρέος πάνω από 60% του ΑΕΠ θα παρουσιάσουν στην Επιτροπή ένα σχέδιο διάρκειας τεσσάρων ή επτά ετών, στα οποία θα αποτυπώνεται η πορεία της δημοσιονομικής προσαρμογής, η οποία θα αποφασίζεται, όπως και η διάρκειά τους, από τα κράτη-μέλη, χρησιμοποιώντας την πορεία αναφοράς που θα δίνεται από την Κομισιόν. Είναι νωρίς να δώσουμε συγκεκριμένους αριθμούς για τα κράτη-μέλη, αλλά μπορώ να πω ξεκάθαρα ότι αυτή η πορεία δημοσιονομικής προσαρμογής θα είναι εντελώς διαφορετική από αυτή που βασίζεται στον ισχύοντα κανόνα για μείωση του υπερβάλλοντος χρέους κατά 1/20 ετησίως. Θα είναι πιο ρεαλιστική και σταδιακή και ακόμη πιο σταδιακή αν η Ελλάδα αποφασίσει να χρησιμοποιήσει την επιλογή μιας μεγαλύτερης σε διάρκεια περιόδου προσαρμογής με την υιοθέτηση επενδύσεων και μεταρρυθμίσεων, όπως απαιτείται στην περίπτωση αυτή. Οι προτάσεις, η διάρκεια και η πορεία δημοσιονομικής προσαρμογής θα αποφασιστούν από την ελληνική κυβέρνηση λαμβάνοντας υπ’ όψιν την πορεία αναφοράς της Κομισιόν. Η εφαρμογή δεν θα είναι όσο δύσκολη είναι με τον ισχύοντα κανόνα» επεξηγεί ο κ. Τζεντιλόνι.
Η μείωση του χρέους
«Βάσει των συζητήσεων που είχαμε με τα κράτη-μέλη, συμφωνούν με την άποψή μου ότι θα έχουμε πιο ρεαλιστική και σταδιακή πορεία δημοσιονομικής προσαρμογής. Αν προχωρήσει, θα οδηγήσει σε ουσιαστικά βήματα αποκλιμάκωσης του χρέους. Δυστυχώς τα τελευταία δεκαπέντε με είκοσι χρόνια είχαμε πολύ αυστηρούς κανόνες, αλλά δεν οδήγησαν σε αποκλιμάκωση του χρέους. Στοιχεία του ισχύοντος ΣΣΑ ήταν χρήσιμα, όπως το όριο του 3% του ΑΕΠ για το έλλειμμα, αλλά γενικότερα οι κανόνες δεν οδήγησαν σε μείωση του χρέους, ούτε σε ενίσχυση των επενδύσεων. Το αντίθετο. Μείωσαν τις επενδύσεις και αύξησαν το χρέος» επισημαίνει ο ευρωπαίος αξιωματούχος.
Δημόσιες δαπάνες
Τον ρωτάμε μήπως η δυνατότητα επιλογής επενδύσεων λειτουργήσει εις βάρος της δημοσιονομικής βιωσιμότητας. «Η δημοσιονομική προσαρμογή θα περιλαμβάνεται, θα είναι μέρος της ρεαλιστικής και σταδιακής προσαρμογής για τέσσερα ή επτά χρόνια και θα παρακολουθείται μέσω των ετήσιων καθαρών δημόσιων δαπανών» λέει αναφερόμενος στην πρόβλεψη των προτάσεων ότι τα κράτη-μέλη με δημόσιο χρέος πάνω από 60% του ΑΕΠ θα επιτρέπεται να αυξήσουν τις ετήσιες καθαρές δαπάνες τους λιγότερο από τη μεσοπρόθεσμη αύξηση του ΑΕΠ, ώστε να διασφαλίσουν ότι το χρέος υποχωρεί. «Θα δίνουμε τη δυνατότητα για πιο σταδιακή δημοσιονομική προσαρμογή με δεδομένες τις μεταρρυθμίσεις και τις επενδύσεις, που εμπίπτουν στις κοινές προτεραιότητες της ΕΕ. Αυτός είναι ένας τρόπος υπό μια έννοια για να αυξηθεί ο δημοσιονομικός χώρος για επενδύσεις για χώρες με υψηλά επίπεδα δημοσίου χρέους. Επιτρέπει, με μείωση της ταχύτητας προσαρμογής, περισσότερο δημοσιονομικό χώρο. Θα είναι μια ισορροπία, που θα πρέπει τα κράτη-μέλη να επιτύχουν, η οποία θα επιφέρει καλύτερη ποιότητα στις δημόσιες δαπάνες. Προφανώς η δέσμευση σε κοινές επενδυτικές προτεραιότητες δεν ακυρώνει την ανάγκη για συνετές δημοσιονομικές πολιτικές. Ο συνδυασμός των δύο αυτών – περισσότερες επενδύσεις και δημοσιονομική σύνεση – δεν είναι εύκολος. Αλλά είναι σημαντικός, διότι δεν πρέπει να αυξάνουμε το χρέος, ούτε να αμελούμε την ανάπτυξη και τις επενδύσεις» τονίζει.
Σημαντικό αποτέλεσμα
Τον ρωτάμε ειδικότερα για την Ελλάδα και τις απαιτήσεις για πρωτογενή πλεονάσματα στο πλαίσιο των νέων προτάσεων. «Προφανώς ενθαρρύνουμε να υπάρχουν πρωτογενή πλεονάσματα» απαντά, συμπληρώνοντας ότι «οι δημοσιονομικές προσπάθειες της Ελλάδας είναι εξαιρετικά θετικές αυτά τα χρόνια. Εχει καταφέρει πρόσφατα ένα πολύ σημαντικό αποτέλεσμα στις δημοσιονομικές πολιτικές». Τον ρωτάμε επίσης αν ανησυχεί ότι η παρατεταμένη προεκλογική περίοδος ενδέχεται να οδηγήσει σε ακύρωση ή καθυστέρηση μεταρρυθμίσεων και επιβάρυνση των δημόσιων οικονομικών. «Δεν πρέπει να ανησυχούμε για τη δημοκρατία, ιδίως στην Ελλάδα από όπου προέρχεται. Αν υπάρχει ένα εκλογικό σύστημα που οδηγεί σε αλλεπάλληλες εκλογές, είναι κάτι που δεν θα πρέπει να προκαλεί ανησυχία. Βέβαια εκτιμώ ότι όλο το ελληνικό πολιτικό φάσμα γνωρίζει πόσο σημαντικά είναι τα ευρωπαϊκά προγράμματα, γνωρίζει ότι είναι αναγκαίο μετά τις εκλογές να επικεντρωθεί στα ευρωπαϊκά προγράμματα, στην απορρόφηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων, στις κοινές ευρωπαϊκές δεσμεύσεις» δηλώνει.
Οι κατευθύνσεις
Τον ρωτάμε για το 2024. «Θέλω να είμαι ξεκάθαρος. Οι δημοσιονομικές κατευθύνσεις για το 2024 είναι υπό μια έννοια μια γέφυρα προς τους νέους κανόνες, αλλά εξαρτάται από την εξέλιξη της συζήτησης επί των προτάσεων της Κομισιόν μεταξύ των κρατών-μελών και μετέπειτα με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Αν προχωρήσουμε στις συζητήσεις ή αν είμαστε σε θέση να τις ολοκληρώσουμε, όπως ζήτησε το Συμβούλιο, στο τέλος του έτους, το 2024 θα βασιστεί στο πλαίσιο-γέφυρα. Θα πρέπει όλοι να λάβουν υπ’ όψιν σοβαρά τη συζήτηση αυτή, διότι θα πρέπει να παράσχουμε σαφήνεια στα κράτη-μέλη. Χρειαζόμαστε μια συμφωνία για να χρησιμοποιηθούν οι δημοσιονομικές κατευθύνσεις για το 2024 με έναν τρόπο πλησίον των νέων κανόνων» διαμηνύει με κύριους αποδέκτες χώρες που έχουν αντιδράσει στις προτάσεις της Κομισιόν, όπως η Γερμανία.