Κανείς δεν δικαιούται να πέφτει από τα σύννεφα στο άκουσμα της είδησης ότι η πολύκροτη υπόθεση της Folli Follie κινδυνεύει με παραγραφή.
Ανεξάρτητα από τις αιτίες της συγκεκριμένης καθυστέρησης, η οποία αυτή τη φορά έχει να κάνει και με την αποχή των δικηγόρων, η ουσία είναι ότι άλλη μία μεγάλη δίκη, και μάλιστα με διεθνή αντίκτυπο, κολλάει στα γρανάζια πολυδαίδαλων και χρονοβόρων διαδικασιών της ελληνικής Δικαιοσύνης.
Σύμφωνα με στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, το 2020 ο χρόνος οριστικής επίλυσης μιας δικαστικής διαφοράς για τις επιχειρήσεις στη χώρα μας ξεπερνούσε τα 4,5 χρόνια. Η επίδοση αυτή κατατάσσει την Ελλάδα 146η μεταξύ 190 χωρών και στην τελευταία θέση στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Πρόκειται μάλιστα για χρονικό διάστημα υπερδιπλάσιο από το αντίστοιχο της Πορτογαλίας και της Σλοβακίας που έχουν επιταχύνει σημαντικά την ψηφιοποίηση των συστημάτων και προσεγγίζουν πλέον τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Οι καθυστερήσεις που δημιουργούνται στα πρωτοβάθμια δικαστήρια μεταφράζονται σε τρεις εκκρεμείς υποθέσεις για κάθε 100 πολίτες στο τέλος κάθε έτους (21η θέση της ΕΕ), καθώς συχνά απαιτούνται 18 μήνες για μια αστική ή εμπορική υπόθεση. Δεν χρειάζεται να προσθέσουμε κάτι παραπάνω για να αντιληφθούμε το μέγεθος των προβλημάτων που δημιουργούν οι καθυστερήσεις αυτές όχι μόνο στην καθημερινότητα των ελληνικών επιχειρήσεων αλλά και στην επενδυτική ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας.
Ντογιάκος: «Έλληνες εισαγγελείς γρηγορείτε»
Δεν είναι τυχαίο ότι εδώ και χρόνια όλες οι εκθέσεις και οι συστάσεις διεθνών οργανισμών, επενδυτικών οίκων αλλά και της Τράπεζας της Ελλάδος περιλαμβάνουν τη μόνιμη επωδό: «Βελτιώστε την ποιότητα και την ταχύτητα στην απονομή της δικαιοσύνης».
Η εμπειρία από άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ δείχνει πως η ψηφιακή μετάβαση του συστήματος απονομής δικαιοσύνης αποτελεί καταλυτικό βελτιωτικό παράγοντα για τη μείωση του χρόνου, τη διαφάνεια και, άρα, για την ενδυνάμωση της εμπιστοσύνης στους θεσμούς. Παρά τα βήματα που έχουν γίνει το τελευταίο διάστημα προς την κατεύθυνση αυτή, ο δρόμος είναι ακόμα μακρύς.