Το ψάρι αποτελεί βασικό στοιχείο της μεσογειακής διατροφής, που θεωρείται ίσως το κορυφαίο διατροφικό μοντέλο παγκοσμίως.
Ομως, καθώς περνούν τα χρόνια, η κατανάλωση ψαριού ολοένα και μειώνεται. Βασικός λόγος για αυτή την εξέλιξη είναι το γεγονός ότι το ψάρι είναι ένα ακριβό προϊόν, που μάλιστα τα τελευταία χρόνια κοντεύει να γίνει είδος πολυτελείας. Αυτό εξηγεί γιατί στο πληθωριστικό περιβάλλον του 2024 το ψάρι δεν θα μπορούσε να μείνει αλώβητο από τις συνεχείς ανατιμήσεις.
Σε σύγκριση με το περυσινό καλοκαίρι παρατηρούνται αυξήσεις που ξεπερνούν ακόμα και το 30% σε κάποια είδη, ενώ σχεδόν όλα τα ψάρια έχουν δει αυξήσεις. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για τον πληθωρισμό του Ιουλίου, οι τιμές στα νωπά ψάρια έχουν αυξηθεί κατά 8,4% σε ετήσια βάση, δηλαδή σε σύγκριση με τον Ιούλιο του 2023, ποσοστό ήδη πολλαπλάσιο της αύξησης του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή για την ίδια περίοδο. Μάλιστα, αυξήσεις ύψους 3,6% κατά μέσο όρο παρατηρήθηκαν ακόμα και σε σύγκριση με τον εφετινό Ιούνιο εξαιτίας της αυξημένης ζήτησης.
Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Ερευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ), οι τιμές των ψαριών και θαλασσινών στα σουπερμάρκετ σημείωσαν αύξηση 5,9% κατά μέσο όρο στο διάστημα μεταξύ Ιουλίου 2023 και Ιουλίου 2024. Πράγματι, σύμφωνα με στοιχεία που… αλίευσε «Το Βήμα» από ιστοσελίδα σουπερμάρκετ, οι τιμές των φρέσκων ψαριών και θαλασσινών έχουν αυξηθεί κατά 5%-10% σε σύγκριση με το περυσινό καλοκαίρι.
Συγκεκριμένα, η καθαρισμένη τσιπούρα πουλιόταν πέρυσι στα 10,50 ευρώ το κιλό, ενώ η σημερινή της τιμή είναι κατά 1 ευρώ υψηλότερη, στα 11,50 ευρώ (αύξηση 9,5%). Η πέστροφα ανέβηκε στα 7,90 ευρώ από 7,50 ευρώ πέρυσι (+5%), ενώ παρόμοια ποσοστιαία αύξηση έχει και το φαγκρί, που έφτασε στα 15,60 ευρώ/κιλό από 14,80 ευρώ το καλοκαίρι του 2023.
Αντίστοιχη αύξηση (+4,5%) παρατηρείται στο αποψυγμένο χταπόδι, που έφτασε στα 16,50 ευρώ/κιλό. Το κύμα της ακρίβειας φαίνεται πάντως να άφησε αλώβητο το λαβράκι – τουλάχιστον στο εν λόγω σουπερμάρκετ – με την τιμή να παραμένει σταθερή στα 11,60 ευρώ/κιλό.
Για να κατανοήσουμε τις αυξήσεις στις τιμές των ψαριών, πρέπει να δούμε τον τρόπο με τον οποίο αυτές διαμορφώνονται. Ο καταναλωτής βρίσκει το φρέσκο ψάρι στα σουπερμάρκετ και στις ιχθυαγορές (ιχθυοπωλεία, λαϊκή αγορά). Οι λιανέμποροι με τη σειρά τους βρίσκουν ψάρια από δύο πηγές: από τους ψαράδες και από τις ιχθυοκαλλιέργειες.
Οι ψαράδες προμηθεύουν την αγορά με ψάρια ανοιχτής θαλάσσης, όπως είναι ο γαύρος, η σαρδέλα, ο κολιός, το σκουμπρί και άλλα. Οι ιχθυοκαλλιέργειες (ιχθυοτροφεία) είναι υπεύθυνες σχεδόν εξ ολοκλήρου για τις τσιπούρες και τα λαβράκια και σε μικρότερο βαθμό παράγουν φαγκρί και κρανιό («ξαδερφάκι» με το μυλοκόπι).
Μικρές ψαριές και λιγότερα αλιευτικά
«Δυστυχώς, τα πελαγίσια ψάρια έχουν λιγοστέψει, τα τελευταία χρόνια είναι όλο και λιγότερα» λέει στο «Βήμα» ο πρόεδρος της Ενωσης Ιχθυοπωλών Αττικής Θοδωρής Κακούρης. Οπως εξηγεί, τα τελευταία χρόνια η ετήσια ψαριά κυμαίνεται σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα σε σχέση με παλαιότερα εξαιτίας της επιβάρυνσης του θαλάσσιου περιβάλλοντος από τους ρύπους, την κλιματική αλλαγή και την υπεραλιεία, αλλά και εξαιτίας του μειωμένου αριθμού σκαφών που ψαρεύουν στις ελληνικές θάλασσες.
«Η υπεραλίευση σίγουρα έχει παίξει μεγάλο ρόλο στη μείωση της παραγωγής πελαγίσιου ψαριού. Μεγάλη ζημιά κάνει και η υπεραλίευση από ερασιτέχνες που κατεβαίνουν στον βυθό με μπουκάλες και ψαροντούφεκο» λέει ο ίδιος και αναφέρει παραδείγματα ασυνείδητων ερασιτεχνών που ενίοτε διακόπτουν την αναπαραγωγή των ψαριών. «Είχαν έρθει να μου πουλήσουν έναν αστακό με εκατομμύρια αβγά στο κάτω μέρος του σώματός του» λέει, εξηγώντας πως στη συνέχεια σταμάτησε να συνεργάζεται με τον συγκεκριμένο ψαρά.
«Παράλληλα, είναι λιγότερες οι βάρκες που ψαρεύουν, καθώς πολλοί καπετάνιοι αποσύρονται και τα παιδιά τους δεν συνεχίζουν, αφού ο περισσότερος κόσμος έχει στραφεί προς άλλους τομείς, κυρίως στον τουρισμό» προσθέτει ο κ. Κακούρης.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, από το 2016 έχει παρατηρηθεί μείωση στον αριθμό των αλιευτικών σκαφών παράκτιας αλιείας, που αποτελούν και τη συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού αλιευτικού στόλου. Αναλυτικότερα, το 2016 τα αλιευτικά σκάφη ήταν 14.975 ενώ το 2022 είχαν μειωθεί σε 12.101, με την ποσοστιαία μείωση να υπολογίζεται σε 19% στο διάστημα 7 ετών. Ωστόσο, σημειώνεται ότι τα ενεργά αλιευτικά σκάφη ήταν πολύ λιγότερα μέχρι το 2015 και ανέρχονταν σε 6.000-7.000.
Οσον αφορά τους αριθμούς των ψαριών, τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για τη θαλάσσια αλιεία επαληθεύουν τον ιχθυοπώλη. Την τετραετία 2016-2019 οι ετήσιες ψαριές κυμαίνονταν μεταξύ 74.000 και 83.000 τόνων ψαριών, κεφαλόποδων (καλαμάρι, χταπόδι κ.ά.), μαλακοστράκων (αστακός, γαρίδα κ.ά.) και οστράκων (γυαλιστερές, κυδώνια κ.ά.). Ομως, την τριετία 2020-2022 (το 2022 είναι το τελευταίο έτος για το οποίο υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία) τα ετήσια αλιεύματα είναι αισθητά λιγότερα. Συγκεκριμένα, το 2020 το «κοντέρ» σταμάτησε στους 70.182 τόνους, το 2021 έπεσε στους 58.365 τόνους και το 2022 διαμορφώθηκε στους 65.071 τόνους.
Βέβαια, σημειώνεται ότι δεν είναι η πρώτη φορά που παρατηρούνται μικροί αριθμοί αλιευμάτων. Για παράδειγμα, την πενταετία 2011-2015 η ετήσια ψαριά κινούνταν μεταξύ 60.000 και 65.000 τόνων. Αντιθέτως, την πενταετία 2005-2009 η ετήσια ψαριά δεν έπεσε κάτω από τους 81.000 τόνους, ενώ το 2006 πλησίασε τους 100.000 τόνους (96.694).
Το σκουμπρί, ο γαύρος και ο κολιός
Αναφορικά με τα είδη των ψαριών που έχουν επηρεαστεί από τη μειωμένη παραγωγή των θαλασσών, ο Θοδωρής Κακούρης εντοπίζει μεγάλες ελλείψεις σε ψάρια όπως το σκουμπρί. «Παλιότερα έβγαιναν περίπου 150 τελάρα σκουμπρί, τώρα μετά βίας βγαίνει ένα» λέει χαρακτηριστικά. Το 2017 η συνολική παραγωγή ιχθύων από την αλιεία ανερχόταν σε 62.347 τόνους, ενώ το 2022 είχε πέσει στους 53.050 τόνους.
Από την άλλη, υπάρχουν και ψάρια των οποίων η παραγωγή είναι σε υψηλά επίπεδα, όπως για παράδειγμα ο γαύρος. Καλές είναι και οι ψαριές του κολιού, όμως, όπως λέει στο «Βήμα» ο ιχθυοπώλης, ο κόσμος δεν τον προτιμά – «ο κολιός τον Αύγουστο», κατά την παροιμία, φαίνεται να μη συγκινεί πλέον το καταναλωτικό κοινό.
Ωστόσο, η συνολική εικόνα είναι απογοητευτική. «Χωρίς ιχθυοτροφεία θα είχαμε μεγάλο θέμα, δεν θα μπορούσαμε να καλύψουμε καν την εγχώρια ζήτηση» λέει ο ίδιος. Αλλωστε, και οι πωλήσεις δεν είναι στα ίδια επίπεδα με παλιότερα, ως έναν βαθμό και εξαιτίας των ανεβασμένων τιμών. «Πουλάμε μικρότερες ποσότητες, όμως σε υψηλότερες τιμές. Τα πουλάμε καθαρισμένα τα ψάρια, όμως λίγοι μαγειρεύουν σήμερα ψάρι στο σπίτι. Ολο και περισσότερο πουλάμε ψάρι που το έχουμε ήδη ψήσει στη σχάρα του καταστήματος» επισημαίνει ο Θοδωρής Κακούρης για τις τάσεις της αγοράς.
Οι πληθωριστικές πιέσεις έχουν άλλωστε επηρεάσει και το κόστος παραγωγής στις ιχθυοκαλλιέργειες, που προμηθεύουν την αγορά με 20.000-24.000 τόνους ψαριού ετησίως, ποσότητα που αντιστοιχεί περίπου στο 20% της παραγωγής. Το υπόλοιπο 80% (περίπου 100.000 τόνοι) πωλείται στο εξωτερικό, σε 37 χώρες, συνεισφέροντας στις ελληνικές εξαγωγές κατά περίπου 300 εκατ. ευρώ ετησίως, σύμφωνα με την Ελληνική Οργάνωση Παραγωγών Υδατοκαλλιέργειας (ΕΛΟΠΥ).
«Παρ’ όλες τις προκλήσεις που αντιμετώπισε η ελληνική ιχθυοκαλλιέργεια κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, της πανδημίας, της ενεργειακής κρίσης και του πολέμου στην Ουκρανία, έχει αναδείξει τις αντοχές αλλά και τις στέρεες υποδομές του κλάδου, ο οποίος καταφέρνει να αντεπεξέλθει στις πρωτόγνωρες δυσκολίες χάρη στην πείρα, στην τεχνογνωσία και στο επιχειρηματικό του βάθος» λέει στο «Βήμα» ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της ΕΛΟΠΥ Απόστολος Τουραλιάς.
«Ομως, ένα «βουβό» κύμα δευτερογενών συνεπειών επηρέασε το κόστος λειτουργίας και παραγωγής των επιχειρήσεων της ιχθυοκαλλιέργειας, η οποία αποτελεί πραγματικότητα ήδη από τα μέσα του 2021. Είναι χαρακτηριστικό ότι η αύξηση του ενεργειακού κόστους για τη λειτουργία των μονάδων του κλάδου υπολογίζεται ότι αγγίζει το 87%, ενώ σημαντική είναι και η επιβάρυνση στον κρίσιμο τομέα των ιχθυοτροφών και των κτηνιατρικών προϊόντων, με τις αυξήσεις τις τιμές των σχετικών πρώτων υλών να ξεπερνούν το 10%. Αναλογικά σημαντικές είναι επίσης και οι ανατιμήσεις στο κόστος των συσκευασιών (60%) και βέβαια των μεταφορών» εξηγεί ο ίδιος, τονίζοντας ότι η συνολική αύξηση του κόστους παραγωγής υπολογίζεται σε 20%.
«Η αύξηση του κόστους παραγωγής δεν έχει περάσει στο σύνολό της στον καταναλωτή, καθώς οι ιχθυοκαλλιεργητές έχουμε περιορίσει σημαντικά το κέρδος μας τα τελευταία χρόνια» προσθέτει ο γενικός γραμματέας της ΕΛΟΠΥ Γιάννης Χεκίμογλου, ο οποίος διατηρεί ιχθυοκαλλιέργεια στη Θεσπρωτία.
«Αλλωστε, καθώς ανεβαίνει το κόστος ζωής συνολικά, υπάρχει ο κίνδυνος να χάσουμε μέρος της ζήτησης. Το ψάρι είναι ζωντανός οργανισμός, δεν μπορεί να μπει σε μια αποθήκη, όπως ένα έπιπλο π.χ. Πρέπει να φύγει σε συγκεκριμένη στιγμή, όταν έχει το επιθυμητό μέγεθος κ.λπ., γιατί αν το καταψύξεις η τιμή πέφτει κατακόρυφα» εξηγεί.
«Σήμερα πουλάμε την τσιπούρα κοντά στα 6 ευρώ το κιλό και το λαβράκι κοντά στα 5 με 5,50 ευρώ το κιλό» λέει ο Γιάννης Χεκίμογλου. Σημειώνεται ότι η τιμή της λιανικής είναι περίπου δύο φορές αυτή της χονδρικής.
«Πέρυσι οι τιμές ήταν περίπου 40 λεπτά του ευρώ χαμηλότερα, δηλαδή η ετήσια αύξηση κυμαίνεται μεταξύ 5% και 10%. Από το 2022 η μεταβολή υπολογίζεται περίπου στο 15% με 20%». Οπως τονίζει ο γενικός γραμματέας της ΕΛΟΠΥ, το ψάρι είναι σαν είδος χρηματιστηρίου, η τιμή του μεταβάλλεται αρκετά εύκολα και γρήγορα, ανάλογα με την προσφορά και τη ζήτηση. Οι μεταβολές στις τιμές είναι εντονότερες στα μικρά ψάρια, ενώ στα μεγαλύτερα παρουσιάζουν μεγαλύτερη σταθερότητα.
Για να αναπτυχθεί περαιτέρω η ιχθυοκαλλιέργεια, κάτι που, εκτός όλων των άλλων, θα συνέβαλλε και στην αποκλιμάκωση των τιμών, απαιτείται να δοθούν λύσεις σε τρεις «παθογένειες» που συντηρούνται σταθερά, σύμφωνα με την ΕΛΟΠΥ.
Πρώτον, θα πρέπει να δημιουργηθεί ένα σύγχρονο και ανταγωνιστικό θεσμικό πλαίσιο που θα ενισχύσει τη λειτουργία των επιχειρήσεων του κλάδου και θα προσελκύσει νέες επενδύσεις.
Δεύτερον, απαιτείται η εκπόνηση ενός χωροταξικού σχεδιασμού που θα βοηθήσει στην αναπτυξιακή στρατηγική του κλάδου στις περιοχές οργανωμένης ανάπτυξης υδατοκαλλιεργειών (ΠΟΑΥ). Τέλος, η ΕΛΟΠΥ θεωρεί απαραίτητη την αντιμετώπιση, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, του αυξημένου ανταγωνισμού από τις εισαγωγές από τρίτες χώρες (εκτός ΕΕ), οι οποίες μειώνουν το μερίδιο του ελληνικού ψαριού στην αγορά.
Συντονισμός: Αγγελος Σκορδάς
Γράφει: Πέτρος Κωνσταντινίδης
Επιμέλεια: Παναγιώτης Σωτήρης