Με ένα «βουνό» δημοσίου χρέους, το οποίο σύμφωνα με τις προβλέψεις του ΔΝΤ θα φθάσει τα 100 τρισεκατομμύρια δολάρια το 2024, βρίσκεται αντιμέτωπη η παγκόσμια οικονομία, ενώ την ίδια στιγμή ο κόσμος «κάθεται» πάνω σε μια «βόμβα» ιδιωτικού και δημοσίου χρέους, αφού ο συνολικός δανεισμός των νοικοκυριών των επιχειρήσεων και των κυβερνήσεων έφθασε σύμφωνα με τους αναπροσαρμοσμένους υπολογισμούς του Institute of International Finance (IIF) στο τέλος του α’ εξαμήνου του 2024 στο ιστορικό υψηλό των 312 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, αντιπροσωπεύοντας το 332% του παγκόσμιου ΑΕΠ.

Τρεις κύριες ομάδες

Το ΔΝΤ εκτίμησε ότι το δημόσιο χρέος αναμένεται να φτάσει το 93% του παγκόσμιου ΑΕΠ το 2024, ενώ θα ξεπεράσει το όριο του 100% μέχρι το τέλος της δεκαετίας. Σε ένα δυσμενές σενάριο θα μπορούσε να αυξηθεί 20% πάνω από τα σημερινά επίπεδα στο 115% του παγκόσμιου ΑΕΠ ως το 2026.

Παρατηρούνται τρεις κύριες ομάδες κρατών, ανέφερε ο Βίτορ Γκασπάρ, διευθυντής του τμήματος παρακολούθησης δημοσιονομικής πολιτικής του ΔΝΤ: Στην πρώτη, που αφορά το ένα τρίτο των χωρών που αντιπροσωπεύουν όμως το 70% του παγκόσμιου χρέους, αναμένεται επιτάχυνση του ρυθμού αύξησης (του χρέους) σε σχέση με την προ πανδημίας τάση. Αυτή η ομάδα περιλαμβάνει τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Κίνα, μερικές από τις κορυφαίες προηγμένες οικονομίες (Ηνωμένο Βασίλειο, Ιταλία, Γαλλία) και μεγάλες αναδυόμενες αγορές (Βραζιλία και Νότια Αφρική).

Μείωση δαπανών

Στη δεύτερη ομάδα που αφορά επίσης άλλο ένα τρίτο των χωρών η αύξηση του χρέους αναμένεται να κινηθεί πιο αργά ή και να μειωθεί σε σύγκριση με τις τάσεις πριν από την πανδημία, ενώ στην τρίτη κατηγορία, στις υπόλοιπες χώρες, το χρέος προβλέπεται να μειωθεί.

Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του ΔΝΤ οι κυβερνήσεις θα πρέπει να μειώσουν τις δαπάνες κατά μέσο όρο 3% με 4,5% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα για να έχουν καλές πιθανότητες να σταθεροποιήσουν τους δείκτες χρέους. Τα ελλείμματα διευρύνθηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Στη συνέχεια – ιδιαίτερα η Ευρώπη – δέχτηκε νέες πιέσεις καθώς η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία εκτόξευσε τις τιμές της ενέργειας.

Η γήρανση του πληθυσμού, οι επενδύσεις στην πράσινη μετάβαση και το τέλος του «μερίσματος ειρήνης» μετά τον Ψυχρό Πόλεμο που φέρνει το νέο γεωπολιτικό σκηνικό, που αποτυπώνεται στην αύξηση των αμυντικών δαπανών, περιορίζουν τα δημοσιονομικά περιθώρια των κρατών.

Θετικές προοπτικές για το ελληνικό αξιόχρεο

Scope Ratings

Η μείωση του χρέους ενισχύει τις θετικές προοπτικές για την αξιολόγηση του ελληνικού αξιόχρεου, ανέφερε ο αναλυτής Dennis Shen, της Scope Ratings, εκτιμώντας πως έως το 2029 ο δείκτης χρέους προς ΑΕΠ θα συρρικνωθεί στο 132,8% του ΑΕΠ, σε χαμηλότερα δηλαδή επίπεδα από τις αρχές της κρίσης το 2009 και κάτω από το δημόσιο χρέος της Ιταλίας (με υψηλότερη βαθμολογία BBB+) έως το 2027.

Οπως εκτιμά, η χώρα θα υπερβεί έστω και ελαφρώς τον στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα 2,1% του ΑΕΠ εφέτος, αναμένοντας πρωτογενές πλεόνασμα στο 2,5% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο την περίοδο 2025-2027, στο υπόλοιπο δηλαδή, όπως αναφέρει, της θητείας του πρωθυπουργού Κ. Μητσοτάκη. Οι εκτιμήσεις έχουν λάβει υπόψη και την πρόωρη αποπληρωμή εφέτος ύψους 7,9 δισ. ευρώ από τα δάνεια του δευτέρου μνημονίου, ενώ προϋποθέτουν αύξηση της παραγωγής κατά 2,4% εφέτος, 1,9% το 2025 και 1,4% σε μέσα επίπεδα για την περίοδο 2026- 2029.

Δύσκολο μέλλον

Η γενική διευθύντρια του ΔΝΤ Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα, στο πλαίσιο της φθινοπωρινής συνόδου του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας στην Ουάσιγκτον, τόνισε πως αυτό το «βουνό» δανεισμού επιβαρύνει ολόκληρο τον κόσμο. Οι προβλέψεις μας δείχνουν έναν πολύ άσχημο συνδυασμό χαμηλής ανάπτυξης και υψηλού χρέους, υποδηλώνοντας ένα δύσκολο μέλλον», επεσήμανε, αναφέροντας ότι οι κυβερνήσεις θα πρέπει να μειώσουν το χρέος και «να δημιουργήσουν αποθέματα ασφαλείας για το επόμενο σοκ – το οποίο σίγουρα θα έρθει, και ίσως νωρίτερα από ό,τι περιμένουμε».

Στην κορυφή βρίσκονται οι ΗΠΑ, με ένα κολοσσιαίο χρέος ύψους 35 τρισ. δολαρίων, συνιστώντας πάνω από το ένα τρίτο του συνολικού παγκοσμίου χρέους.

Η ταχεία διεύρυνσή του ευλόγως προκαλεί έντονη ανησυχία περί μη βιωσιμότητάς του (όπως τονίζεται π.χ. από τον διακομματικό οργανισμό CRFB / Committee for a Responsible Federal Budget), αυξάνοντας το κίνδυνο της προσωρινής παύσης πληρωμών (shutdown), την ώρα που τα οικονομικά σχέδια τόσο του Ντόναλντ Τραμπ όσο και της Κάμαλα Χάρις οδηγούν ούτως ή άλλως σε νέα διόγκωσή του.

Ως ποσοστό του ΑΕΠ, ξεχωρίζει από τις μεγάλες οικονομίες το χρέος της Ιαπωνίας με 251,2% εφέτος, απόρροια της ταχείας γήρανσης του ιαπωνικού πληθυσμού που δημιουργεί την ανάγκη αυξημένης χρηματοδότησης για την κάλυψη των συνταξιοδοτικών υποχρεώσεων, αλλά και της πάγιας οικονομικής πολιτικής της χώρας να δανείζεται σε γιεν με πολύ χαμηλά επιτόκια, και ταυτόχρονα να επενδύει σε ομόλογα υψηλότερης απόδοσης και σχετικού ρίσκου.

Για την Ελλάδα το ΔΝΤ προβλέπει πως με πρωτογενή πλεονάσματα στο 2,1% του ΑΕΠ έως και το 2029, το ελληνικό χρέος, αφού είχε κορυφώσει στο 213,2% του ΑΕΠ το 2020, θα πέσει στο 159% φέτος, στο 139,4% το 2029, ξεπερνώντας έτσι την Ιταλία, το χρέος της οποίας τότε θα κινείται στο 142,3% του ΑΕΠ της.

Να σημειωθεί πως η Eurostat, με βάση τη νέα στατιστική απεικόνιση του ελληνικού χρέους, προχώρησε σε ανοδική αναθεώρησή του, εγγράφοντας αναδρομικά από το 2012 τους αναβαλλόμενους τόκους του δεύτερου μνημονίου, συνολικής αξίας 12,4 δισ. ευρώ, ενώ στη συνέχεια θα εγγράφονται ετησίως και οι υπόλοιποι τόκοι ως το 2032.

Ετσι καθώς τα συνολικά 23 δισ. ευρώ των αναβαλλόμενων τόκων θα εγγραφούν σταδιακά και όχι όπως προβλεπόταν  το 2032, παύει πλέον η χρονιά αυτή να αποτελεί ορόσημο για τη διαχείριση του χρέους απασχολώντας Αρχές και επενδυτές.

Επιπρόσθετα, μπορεί τα 12,4 δισ. ευρώ (από τα συνολικά 23 δισ. ευρώ) να εγγράφηκαν ήδη στο χρέος, θα πρέπει όμως να σημειωθεί πως ο αντίκτυπος αμβλύνεται, αφού το ΑΕΠ της χώρας αναθεωρήθηκε ανοδικά για το 2023 κατά 5 δισ. ευρώ στο 2,3%, ενώ στις 15 Δεκεμβρίου εφέτος θα έχουμε και την  πρόωρη αποπληρωμή των τριών δόσεων, συνολικού ύψους 7,935 δισ. ευρώ, των διμερών δανείων (GLF) του πρώτου μνημονίου για την περίοδο 2026-2028, με τη χρησιμοποίηση για τη συναλλαγή αυτή και το ποσό των 5 δισ. ευρώ από τον λεγόμενο «σκληρό πυρήνα» (των 15,69 δισ. ευρώ) του συνολικού ταμειακού «μαξιλαριού» της χώρας, την ώρα που ανάλογες κινήσεις αναμένονται και τα επόμενα χρονιά. Με βάση μάλιστα την ανάλυση χρέους (DSA), σε όλα τα μελλοντικά σενάρια το ελληνικό χρέος θεωρείται σταθερά εξυπηρετούμενο.

Από τη δεκαετία του 1950 έχουν σημειωθεί παγκοσμίως τέσσερα μεγάλα κύματα συσσώρευσης χρέους, λένε οι αναλυτές. Το πρώτο κύμα χρέους προήλθε από τη Λατινική Αμερική τη δεκαετία του 1980, το οποίο οδήγησε 16 χώρες αυτής της περιοχής να αναδιαρθρώσουν τα δάνειά τους. Το δεύτερο κύμα επηρέασε τη Νοτιοανατολική Ασία στις αρχές του 21ου αιώνα, ενώ οι ΗΠΑ και η Ευρώπη ανέλαβαν το βάρος του τρίτου παγκόσμιου κύματος χρέους κατά την παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση 2007-2008, που οδήγησε στην κρίση χρέους του ευρώ και στην ελληνική χρεοκοπία. Τώρα βρισκόμαστε στο τέταρτο κύμα, το οποίο εντάθηκε με την πανδημία της COVID-19.

Ελλείματα

Τα ελλείμματα διευρύνθηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας.

Στη συνέχεια, ιδιαίτερα η Ευρώπη δέχτηκε νέες πιέσεις καθώς η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία εκτόξευσε τις τιμές της ενέργειας. Η γήρανση του πληθυσμού, οι επενδύσεις στην πράσινη μετάβαση και το τέλος του «μερίσματος ειρήνης» που αποτυπώνεται στην αύξηση των αμυντικών δαπανών, περιορίζουν τα δημοσιονομικά περιθώρια των κρατών.

159% του ΑΕΠ

Για την Ελλάδα, το ΔΝΤ προβλέπει πως με πρωτογενή πλεονάσματα στο 2,1% του ΑΕΠ έως και το 2029 το ελληνικό χρέος, αφού είχε κορυφώσει στο 213,2% του ΑΕΠ το 2020, θα πέσει στο 159% φέτος και στο 139,4% το 2029, ξεπερνώντας έτσι την Ιταλία, το χρέος της οποίας τότε θα κινείται στο 142,3% του ΑΕΠ της.

Το ερώτημα

Μπορεί το συνολικό (δημόσιο και ιδιωτικό) χρέος ως ποσοστό ΑΕΠ μετά την πανδημία και το «γύρισμα» των οικονομιών να υποχώρησε σήμερα στο 332% του παγκόσμιου ΑΕΠ από το περίπου 360% κατά την κορύφωση της COVID-19, σε απόλυτο μέγεθος όμως βρίσκεται 20% περίπου υψηλότερα (από τα 260 τρισ. δολ. το 2020 στα 312 τρισ. δολ. σήμερα).

Το τέταρτο κύμα συσσώρευσης χρέους αποτυπώνει τη μεγαλύτερη, ταχύτερη και πιο ευρεία αύξηση του χρέους που έχουμε δει από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το ερώτημα είναι πλέον αν οι οικονομίες είναι αρκετά θωρακισμένες ώστε να κρατήσουν μακριά μια εκτεταμένη κρίση χρέους κάπου στον κόσμο.