Για να διατηρηθεί μακροχρόνια σταθερός ο πληθυσμός μιας χώρας – εξαιρουμένων των ροών της διεθνούς μετανάστευσης – πρέπει το ποσοστό γονιμότητάς της, δηλαδή ο μέσος αριθμός παιδιών ανά γυναίκα αναπαραγωγικής ηλικίας, να είναι περίπου 2,1. Η τελευταία φορά που καταγράφηκε τέτοια τιμή στη χώρα μας ήταν στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Εκτοτε, το ποσοστό αυτό έχει υποχωρήσει αισθητά και το 2021 ήταν λίγο πάνω από 1,4. Παρά την – πιθανότατα πρόσκαιρη – μείωσή του στα χρόνια της πανδημίας της COVID-19, το προσδόκιμο της επιβίωσης αυξάνεται θεαματικά τις τελευταίες δεκαετίες στη χώρα μας. Ο συνδυασμός των δύο αυτών παραγόντων οδηγεί στις προβλέψεις για μείωση αλλά και γήρανση του πληθυσμού. Παρόμοιες τάσεις παρατηρούνται σε όλες σχεδόν τις αναπτυγμένες χώρες.
Η ταχύτατη δημογραφική γήρανση έχει προφανείς συνέπειες σχεδόν παντού. Από την αγορά εργασίας και το συνταξιοδοτικό μέχρι την εκπαίδευση και το σύστημα υγείας. Ταυτόχρονα, όμως, πολλά νέα ζευγάρια δηλώνουν ότι θα ήθελαν να κάνουν περισσότερα παιδιά, αλλά συναντούν σημαντικές δυσκολίες. Την τελευταία τετραετία η κυβέρνηση εισήγαγε σειρά πολιτικών με στόχο τη βελτίωση της θέσης των νέων ζευγαριών και, κυρίως, αυτών με παιδιά.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.