Ητηλεργασία, που εμφανίστηκε ως αναγκαιότητα κατά την έξαρση της πανδημίας, αποτελεί μια νέα πραγματικότητα για μεγάλο αριθμό εργαζομένων. Η τηλεργασία απέκτησε διασυνοριακή διάσταση όταν πολλοί εργαζόμενοι ταξίδεψαν για προσωπικούς λόγους στο εξωτερικό, όπου εγκλωβίστηκαν λόγω των περιορισμών που επιβλήθηκαν στις μετακινήσεις. Σήμερα, η διασυνοριακή τηλεργασία αποτελεί κίνητρο για την προσέλκυση στελεχών που επιθυμούν για προσωπικούς λόγους να εργάζονται για κάποιο χρονικό διάστημα σε χώρα άλλη από αυτήν που βρίσκεται ο εργοδότης τους.
Από τη σκοπιά του εργοδότη, η συστηματική παροχή εργασίας από έναν μισθωτό σε διαφορετικό κράτος ενέχει τον κίνδυνο δημιουργίας Μόνιμης Εγκατάστασης, και φορολόγησης μέρους των κερδών του εργοδότη στο κράτος αυτό. Οι κατευθυντήριες οδηγίες που εκδόθηκαν από τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) κατά τη διάρκεια της πανδημίας ξεκαθάρισαν ότι δεν προκύπτει θέμα Μόνιμης Εγκατάστασης όταν η διασυνοριακή τηλεργασία δεν επιβάλλεται από τον εργοδότη, αλλά είναι προσωρινό αποτέλεσμα εξαιρετικών συνθηκών. Οδηγίες με αντίστοιχο περιεχόμενο εκδόθηκαν από πολλές ευρωπαϊκές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας.
Ωστόσο, δεν είναι ξεκάθαρο αν το ίδιο σκεπτικό μπορεί να εφαρμοστεί και μετά την έξαρση της πανδημίας, όπου η διασυνοριακή τηλεργασία, αν και δεν επιβάλλεται από τις συνθήκες ούτε από τον εργοδότη, γίνεται ανεκτή από τον τελευταίο στο πλαίσιο μιας ευέλικτης εργασιακής σχέσης. Στη μετά COVID εποχή, χρειάζεται εξατομικευμένη αξιολόγηση της τηλεργασίας, υπό το πρίσμα των γενικών κανόνων για τη Μόνιμη Εγκατάσταση, λαμβάνοντας υπόψη και άλλους παράγοντες, όπως η διάρκεια της τηλεργασίας και τα καθήκοντα του υπαλλήλου, μεταξύ άλλων.
Σημαντικός υπήρξε ο αντίκτυπος της διασυνοριακής τηλεργασίας και στην παρακράτηση των οφειλόμενων φόρων μισθοδοσίας και κοινωνικοασφαλιστικών εισφορών. Με την επιφύλαξη των σχετικών διεθνών συμβάσεων και του ενωσιακού δικαίου, ο μισθός φορολογείται κατ’ αρχήν εκεί όπου παρέχεται η εργασία, άσχετα από την κατοικία του εργοδότη ή του εργαζομένου. Στη μετά COVID εποχή, εξάλλου, αρκετοί φορείς κοινωνικής ασφάλισης στην ΕΕ δεν είναι πρόθυμοι να εκδώσουν τα απαραίτητα πιστοποιητικά σε εργαζομένους, προκειμένου οι τελευταίοι να απαλλαχθούν από τις κοινωνικοασφαλιστικές εισφορές σε χώρες στις οποίες εργάζονται προσωρινά, για προσωπικούς λόγους, και όχι στo πλαίσιo κάποιας απόσπασης.
Το θετικό πρόσημο της τηλεργασίας δεν σχετίζεται μόνο με τη μεγαλύτερη ευελιξία που παρέχεται στους εργαζομένους, αλλά συμβάλλει επίσης σημαντικά στην επίτευξη ενός ουδέτερου ισοζυγίου άνθρακα, λόγω της μειωμένης μετακίνησης εργαζομένων και της σχετιζόμενης μικρότερης ενεργειακής κατανάλωσης στις εγκαταστάσεις των επιχειρήσεων. Για την Ελλάδα, η νέα εργασιακή πραγματικότητα δίνει ευκαιρίες ανάπτυξης σε τομείς όπως το real estate και η εστίαση, μέσω της προσέλκυσης υψηλόμισθων εργαζομένων.
Με γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής αναφορικά με τη φορολόγηση των διασυνοριακών εργαζομένων και των εργοδοτών τους, υπογραμμίζεται η ανάγκη εύρεσης μιας κοινής λύσης με τον συντονισμό των κρατών-μελών της ΕΕ, όπως η δημιουργία μιας διακρατικής υπηρεσίας ενιαίας εξυπηρέτησης (one-stop shop) εντός ΕΕ, για την απόδοση των παρακρατούμενων φόρων επί των μισθών, των εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών για τη μετέπειτα κατανομή των ποσών καταλλήλως στις αποδέκτριες δικαιοδοσίες.
Του Μιχάλη Στεφανάκη, Senior Manager, International Tax, Deloitte Ελλάδος