Οι κεντρικοί τραπεζίτες σε Ευρώπη και ΗΠΑ έχουν ξεκινήσει δίχως τυμπανοκρουσίες την πολιτική της νομισματικής χαλάρωσης.

Τα επιτόκια του ευρώ και του δολαρίου επιστρέφουν σε πιο «αναπτυξιακά» επίπεδα, καθώς ο πληθωρισμός υποχώρησε από τα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων πενήντα χρόνων στα οποία είχε εκτιναχθεί, δίχως μάλιστα οι πολιτικές της σφιχτής νομισματικής πολιτικής που εφαρμόστηκαν να οδηγήσουν σε ύφεση ή σε έξαρση της ανεργίας.

Και όμως. Διάχυτη είναι η αίσθηση και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού ότι η περιπέτεια δεν έχει τελειώσει. Αλλά η «νέα κανονικότητα» δεν είναι κοινή για Ευρώπη και ΗΠΑ.

Στην έκθεση για τις Προοπτικές της Παγκόσμιας Οικονομίας, που δημοσιοποιήθηκε την περασμένη Τρίτη, το ΔΝΤ ανέλυσε το φαινόμενο του πληθωριστικού φαινομένου των τελευταίων ετών σε Ευρώπη και ΗΠΑ.

Συγκεκριμένα πώς, ενώ το ξεκίνημα και τα χαρακτηριστικά της κρίσης ήταν κοινά, φτάσαμε στο σημείο η Ευρώπη να απειλείται σήμερα με επιστροφή στην ύφεση και στον αποπληθωρισμό ενώ στις ΗΠΑ η οικονομία και η κατανάλωση ανθούν σε σημείο να εμποδίζουν τις τιμές να πέσουν.

Ομοιότητες και διαφορές

Το Ταμείο θυμίζει ότι όλα ξεκίνησαν όταν κατά τη διάρκεια της πανδημίας δέχθηκαν πιέσεις οι εφοδιαστικές αλυσίδες.

Στη συνέχεια η άρση των περιοριστικών μέτρων εκτίναξε τη ζήτηση για υπηρεσίες και το 2022 η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία επιδείνωσε τα προβλήματα. Στον αμερικανικό πληθωρισμό όμως συνέβαλε και η σφιχτή αγορά εργασίας.

Αντίθετα, στον ευρωπαϊκό καθοριστικό ρόλο έπαιξε η εκτίναξη των τιμών ενέργειας λόγω του πολέμου στην Ουκρανία. Η διαφορά ΗΠΑ – Ευρώπης αποτυπώνεται στις μεσοπρόθεσμες προσδοκίες των αγορών για τον πληθωρισμό πενταετίας-πενταετίας.

Η ένδειξη προκύπτει από τα προθεσμιακά συμβόλαια επιτοκίου που αποτυπώνουν τις εκτιμήσεις για τον μέσο πληθωρισμό για την πενταετία που αρχίζει σε πέντε χρόνια. Οπως φαίνεται στο γράφημα, όταν ο πληθωρισμός ήταν υψηλός, οι αγορές ανέμεναν παραπλήσιο πληθωρισμό για ΗΠΑ και Ευρώπη σε ορίζοντα πενταετιών.

Από το 2023, όμως, τα ποσοστά άρχισαν να παρουσιάζουν μεγάλη απόκλιση, με τον αμερικανικό μεσοπρόθεσμο πληθωρισμό να αναμένεται πλέον σημαντικά υψηλότερος από τον ευρωπαϊκό.

Στις 14 Οκτωβρίου στις ΗΠΑ ο τραπεζίτης της Fed Κρίστοφερ Ουάλερ χαρακτήρισε «απογοητευτικό» τον πληθωρισμό που διαμορφώθηκε στο 2,4% τον Σεπτέμβριο, ενώ αναμενόταν να υποχωρήσει στο 2,3%.

Στις 17 Οκτωβρίου στη Φρανκφούρτη η Κριστίν Λαγκάρντ ανακοίνωσε την τρίτη εφετινή μείωση των επιτοκίων και οι αγορές αναμένουν άλλες τρεις μειώσεις έως τα τέλη Μαρτίου, καθώς «ο κίνδυνος υποχώρησης από τον στόχο 2% δεν είναι πλέον αμελητέος» όπως παρατήρησε η ίδια η ΕΚΤ.

Ολα δείχνουν ότι η Ευρώπη οδεύει προς μια επανάληψη του σεναρίου που «έπαιξε» τη δεκαετία που είχε προηγηθεί της πληθωριστικής κρίσης του 2021.

Είναι το σενάριο που βίωσε η Ευρώπη κατά τα χρόνια της κρίσης χρέους, όταν μετά την ανάκαμψη από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 ο πληθωρισμός παρέμενε αισθητά χαμηλότερος από 2%.

Ακρίβεια

Σημειωτέον ότι οι οικονομολόγοι θεωρούν ότι ο πληθωρισμός πρέπει να βρίσκεται «κοντά αλλά όχι πάνω» από το ποσοστό αυτό προκειμένου να υπάρχει κίνητρο για ανάπτυξη στην οικονομία. Σήμερα, παρά το ότι η ακρίβεια σε χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας, όπως είναι η Ελλάδα, παραμένει σε επίπεδα αβίωτα για ευρέα στρώματα του πληθυσμού, ο δείκτης τιμών καταναλωτή στην ευρωζώνη έχει πέσει ήδη στο 1,7%.

Σε όλες τις μεγάλες ευρωπαϊκές οικονομίες παρατηρείται, όμως, μια επιφυλακτικότητα των καταναλωτών που αποτυπώνεται ως κάμψη της ζήτησης. Και με τη Γερμανία να βρίσκεται ήδη σε ύφεση, οι οικονομολόγοι φοβούνται μια νέα διολίσθηση της ευρωοικονομίας σε μια κατάσταση χρόνιου μαρασμού.

Η αγορά εργασίας

Την ίδια ώρα στις ΗΠΑ η δυναμική αγορά εργασίας και η ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών εμποδίζουν την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού. «Η απόσταση από τη μία ως την άλλη ακτή του Ατλαντικού είναι 5.000 χιλιόμετρα και 0,7 ποσοστιαίες μονάδες» γράφει χαρακτηριστικά ο «Economist».