Πάνδημη ήταν στις αρχές του 2018 η αισιοδοξία για το οικονομικό μέλλον του πλανήτη. Στη μεγάλη διεθνή έρευνα που είχε διενεργήσει μεταξύ 500 και πλέον αναλυτών από όλον τον κόσμο το Reuters για τις προοπτικές των μεγαλύτερων οικονομιών, άπαντες οι ερωτηθέντες ήταν αισιόδοξοι. Καθώς μπήκαμε στο τελευταίο τρίμηνο του έτους η εικόνα αυτή έχει αλλάξει αισθητά. Στην αντίστοιχη έρευνα του φθινοπώρου οι ειδικοί εμφανίστηκαν σαφώς επιφυλακτικότεροι για το μέλλον – για το 2019 συγκεκριμένα. Και ο μείζων λόγος για τη μεταστροφή αυτή του κλίματος είναι ένας: ο οικονομικός προστατευτισμός.
Δεν είναι μόνο οι οικονομίες των εμπολέμων που θα πληγούν από τον εμπορικό πόλεμο, σημειώνουν οι ειδικοί. Ετσι, από τις 44 οικονομίες που έβαλαν στο μικροσκόπιό τους (η ελληνική δεν εξετάζεται ξεχωριστά αλλά εντάσσεται στην ευρύτερη οικονομία της ευρωζώνης), για τις 18 οι ειδικοί αναθεωρούν επί τα χείρω τις προβλέψεις τους. Για τις 23 από τις υπόλοιπες διατηρούν αμετάβλητες τις προβλέψεις τους για την ανάπτυξη και μόνο τριών τις οικονομικές προοπτικές αναθεωρούν ελαφρώς ανοδικά.
Στασιμότητα ή υποχώρηση της ανάπτυξης
Σε ποσοστό περίπου 70% των χωρών που μελέτησαν, η αναπτυξιακή διαδικασία έφθασε ήδη στο αποκορύφωμά της τη χρονιά που διανύουμε και έπεται στασιμότητα ή υποχώρηση των ρυθμών ανάπτυξης, εκτιμούν οι αναλυτές. «Μια απλή δυναμική επηρεάζει την παγκόσμια οικονομία τη στιγμή αυτή: οι ΗΠΑ γνωρίζουν εκρηκτική ανάπτυξη, ενώ στον υπόλοιπο κόσμο παρατηρούμε υποχώρηση ή στασιμότητα των οικονομιών. Οι πιέσεις είναι ισχυρότερες στις αναδυόμενες αγορές. Η αύξηση των αμερικανικών επιτοκίων από τη Fed, που φοβάται υπερθέρμανση της οικονομίας, επιδεινώνει περαιτέρω την ήδη τεταμένη κατάσταση που επικρατεί σε διάφορες χώρες για λόγους οικονομικούς και εμπορίου» εξηγεί η Τζάνετ Χένρι, επικεφαλής οικονομολόγος της τράπεζας HSBC, που μετείχε στην έρευνα.
Τα επίχειρα του προστατευτισμού
Τέσσερις καθοριστικούς παράγοντες που επηρεάζουν αρνητικά τις οικονομικές προοπτικές του πλανήτη και των κατοίκων του προσδιορίζουν οι ειδικοί: την κλιμάκωση του σινοαμερικανικού εμπορικού πολέμου, τον περιορισμό της ρευστότητας από τις κεντρικές τράπεζες, την αύξηση του κόστους του χρήματος και την πολιτική αστάθεια. Περίπου 150 οικονομολόγοι θεωρούν ότι ο οικονομικός προστατευτισμός που κυριαρχεί στην αμερικανική πολιτική – διότι εκεί, και ακριβέστερα στον Λευκό Οίκο, εντοπίζεται το πρόβλημα, όχι στο Πεκίνο… -, σε συνδυασμό με το ξεπούλημα των μετοχών στα διεθνή χρηματιστήρια και την ταχεία αύξηση του κόστους δανεισμού των κυβερνήσεων, θα «στραγγίσει» εθνικούς προϋπολογισμούς και καταναλωτές.
«Δεν έχει κερδισμένο ένας παγκόσμιος εμπορικός πόλεμος. Οι απώλειες σε ανάπτυξη και παραγωγή πρέπει να θεωρούνται δεδομένες για όλους, πρωταγωνιστές και μη» τονίζει ο Νιλ Σίρινγκ, επικεφαλής οικονομολόγος της Capital Economics. Η πλειονότητα των ειδικών προεξοφλεί για τα επόμενα χρόνια κλιμάκωση της σινοαμερικανικής εμπορικής σύρραξης που προκάλεσε ο Ντόναλντ Τραμπ με την επιβολή δασμών σε κινεζικές εισαγωγές αξίας 250 δισ. δολαρίων – ο αμερικανός πρόεδρος απειλεί να δασμολογήσει και τα υπόλοιπα κινεζικά προϊόντα αξίας 267 δισ. δολαρίων που εισάγουν οι ΗΠΑ από την Κίνα. Το Πεκίνο ασφαλώς αντιδρά με αντίποινα…
Η αύξηση των μισθών στις ΗΠΑ
Το εντυπωσιακό είναι ότι ενώ η αμερικανική οικονομία για την ώρα καλπάζει (4,1% το δεύτερο τρίμηνο του 2018), μόνο μια μικρή πλειονότητα των ειδικών της έρευνας του Reuters προβλέπει αισθητή αύξηση των μισθών στις ΗΠΑ πριν από την επόμενη ύφεση. Και αυτό είναι κάτι που δεν θα προστατεύσει την αμερικανική οικονομία, αλλά αντίθετα θα… επισπεύσει την ύφεση, που θα μεταδοθεί, ως συνήθως, από τη μεγαλύτερη στις υπόλοιπες οικονομίες του πλανήτη, όπως εξήγησε ο Ζαν-Φρανσουά Περό της Scotiabank.
Οι 500 και πλέον οικονομολόγοι που συμμετείχαν στην έρευνα του Reuters θεωρούν ότι εφέτος ο ρυθμός ανάπτυξης του παγκόσμιου ΑΕΠ θα «πιάσει» το 3,8%, όπως αρχικά είχε προβλεφθεί. Αλλά το 2019 ο ρυθμός θα επιβραδυνθεί στο 3,6%, θα είναι δηλαδή χαμηλότερος και από την πρόβλεψη του ΔΝΤ (3,7%). Οι ειδικοί προβλέπουν ότι η Fed θα συνεχίσει με ταχείς ρυθμούς τη μείωση των επιτοκίων και ότι η ΕΚΤ δεν θα παρατείνει το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων πέρα από το τρέχον έτος, παρά τις ανησυχίες για τις οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις στην Ιταλία και από τις επιπτώσεις του Brexit.
Μία από τις απογοητευτικότερες προβλέψεις είναι η απότομη μείωση της ροής κεφαλαίων προς τις αναδυόμενες οικονομίες, και δη προς την Τουρκία, η ανάπτυξη της οποίας αναμένεται να φρενάρει δραματικά στο 1% την επόμενη χρονιά (από το 3% εφέτος και το 7% το 2017).