Η κατάρρευση της Credit Suisse αποτέλεσε μια «στιγμή Lehman» για την Ευρώπη, ενώ μπροστά στον φόβο να χαθεί η εμπιστοσύνη στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα ο συντονισμός την περασμένη Κυριακή των μεγάλων κεντρικών τραπεζών αποτέλεσε το επιστέγασμα της κοινής διεθνούς προσπάθειας απόσβεσης του κινδύνου επέκτασης της χρηματοπιστωτικής αστάθειας που εμφανίστηκε ξαφνικά εξ Ελβετίας.
Λόγω του ασφυκτικού χρονικού πλαισίου για την εύρεση μιας λύσης, σημείωμα του Γραφείου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων της πρεσβείας της Ελλάδας στη Βέρνη αναφέρει πως απερρίφθησαν αρχικά σενάρια με συμφωνίες που θα έπρεπε να εμπλέξουν πολλούς άλλους φορείς – όπως το σενάριο μιας παράλληλης διάσπασης της Credit Suisse (Switzerland) Ltd. στην Zürcher Kantonalbank ή τη Raiffeisen, ή της εξαγοράς της Credit Suisse International από διεθνείς χρηματοπιστωτικούς οίκους, διότι θα έπρεπε να εμπλακούν επιπρόσθετα και οι εποπτικές αρχές των αντίστοιχων χωρών τους.
Διερευνητικές επαφές
Προκειμένου να αποφύγουν την πλήρη κατάρρευση της μετοχής τη Δευτέρα το πρωί με το άνοιγμα των αγορών, είχαν λάβει χώρα τις προηγούμενες ημέρες διερευνητικές επαφές με την ηγεσία της UBS, με σκοπό να εξαγοράσει, ουσιαστικά, την CS και να διασφαλιστεί έτσι, με τον ομαλότερο και ταχύτερο δυνατό τρόπο, η χρηματοπιστωτική σταθερότητα στην Ελβετία και στις διεθνείς αγορές, καθώς και οι δύο ανήκουν στις Global Systemically Important Financial Institutions (G-SIFIs). Αλλωστε, καθ’ όλη τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, όπως και τις προηγούμενες ημέρες, υπήρχε διαρκής επικοινωνία και ενημέρωση για τις εξελίξεις με Ουάσιγκτον, Λονδίνο και Φρανκφούρτη.
Το σημείωμα της ελληνικής πρεσβείας στη Βέρνη αναφέρει πάντως ότι παρά την πιθανή εσωτερική προετοιμασία της UBS είναι βέβαιο πως δεν ήταν σε θέση να κάνει πλήρως due diligence, αγοράζοντας τελικά «ασκό» με, εν μέρει, άγνωστο περιεχόμενο σε αυτήν, καθώς άγνωστοι κίνδυνοι πιθανόν συνεχίζουν να παραμένουν αδρανείς εντός της CS. Η UBS αναλαμβάνει, π.χ., όλους τους νομικούς κινδύνους του ανταγωνιστή της. Σε αυτούς περιλαμβάνονται δημόσια γνωστές υποθέσεις, όπως η διαμάχη με τον πρώην πρωθυπουργό της Γεωργίας Bidsina Ivanishvili ή τα αστικά νομικά επακόλουθα της λεγόμενης υπόθεσης Moçambique, κατά την οποία στελέχη της CS κατηγορούνται πως προώθησαν άκρως διεφθαρμένες συμφωνίες στη χώρα της Νότιας Αφρικής πουλώντας ομόλογα.
Και στις δύο περιπτώσεις διακυβεύονται εκατοντάδες εκατομμύρια ελβετικά φράγκα για την τράπεζα. Ο χειρισμός της κατάρρευσης της Greensill, εξαιτίας της οποίας οι πελάτες της CS εξακολουθούν να περιμένουν αποπληρωμές δισεκατομμυρίων, είναι επίσης πιθανό να οδηγήσει σε πολλές νομικές διαφορές.
Η προσοχή της διοίκησης της UBS θα απορροφηθεί από την εξαγορά για χρόνια. Οι ομάδες, οι κουλτούρες και τα συστήματα πληροφορικής θα πρέπει να συγχωνευθούν. Θα πρέπει, επίσης, να φροντίσει για τη δαπανηρή εκκαθάριση μεγάλων τμημάτων της επενδυτικής τράπεζας, ενώ αργά ή γρήγορα θα υπάρξουν πολλές απολύσεις.
Ωστόσο, η συμφωνία εξαγοράς ολόκληρης της CS διευρύνει κατ’ αρχάς περαιτέρω την ισχυρή της θέση ως νούμερο 1 στην παγκόσμια διαχείριση πλούτου. Η UBS θα ήθελε, επίσης, να αναλάβει τη δραστηριότητα διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων της CS με θεσμικούς πελάτες, όπως συνταξιοδοτικά ταμεία ή ασφαλιστικές εταιρείες, προκειμένου να ανταγωνιστεί γίγαντες του τομέα, όπως την BlackRock.
Eνα σημείο της συμφωνίας που συζητείται ιδιαίτερα είναι η απόφαση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης να απαλλάξει τη διοίκηση της UBS από την υποχρέωση διαβούλευσης με τους μετόχους, μέσω νομοθεσίας έκτακτης ανάγκης. Αργά ή γρήγορα, ωστόσο, θα πρέπει η διοίκηση να λογοδοτήσει στους μετόχους της UBS, ενδεχομένως επειδή η συμφωνία θα απαιτήσει αύξηση κεφαλαίου, η οποία θα χρειαστεί έγκριση. Ερωτήματα αναδύθηκαν και για τυχόν παραβίαση της κείμενης ελβετικής νομοθεσίας περί ανταγωνισμού με τη δημιουργία μιας υπέρογκης τράπεζας-«τέρας», αν και η ισχύουσα νομοθεσία περί ανταγωνισμού επιτρέπει στην FINMA να αποφασίζει η ίδια εάν μια τραπεζική συγχώνευση «φαίνεται αναγκαία για λόγους προστασίας των πιστωτών».
209 δισ. φράγκα ή περίπου το ένα τέταρτο του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος της Ελβετίας θα κοστίσει σε εγγυήσεις και δάνεια η κατάρρευση Credit Suisse που εξαγοράστηκε έναντι περίπου CHF 3 δισ. από την UBS. Η συγχώνευση έως το τέλος του 2023 γίνεται μέσω ανταλλαγής μετοχών (22,48 μετοχές της CS για κάθε μία μετοχή της UBS). Τα μετατρέψιμα ομόλογα AT-1 της CS, ύψους 16 δισ. ελβετικών φράγκων, χάνουν την αξία τους. Η UBS μπορεί να καταφύγει σε ομοσπονδιακές εγγυήσεις ύψους άνω των CHF 9 δισ., ενώ η SNB χορήγησε στην CS και στην UBS, εκτός από τη «συνήθη» έκτακτη ρευστότητα, έκτακτη εκτεταμένη στήριξη ρευστότητας συνολικού ύψους CHF 200 δισ.