Ακόμη και οι πιο αισιόδοξοι δεν πιστεύουν πως το φαινόμενο του στεγαστικού αποκλεισμού, που πλήττει ολοένα και περισσότερους πολίτες στη χώρα μας, θα εξομαλυνθεί το 2025, παρά την εξασθένηση της ζήτησης λόγω της εκτίναξης των τιμών, τόσο στην αγορά όσο και στην ενοικίαση κατοικιών.

Σύμφωνα με τα στοιχεία από την Τράπεζα της Ελλάδος, το γ’ τρίμηνο του 2024 η μεταβολή του δείκτη τιμών οικιστικών ακινήτων σε σχέση με την ανώτατη τιμή, που καταγράφηκε το γ’ τρίμηνο του 2008, είναι μόλις στο -1,3%, ενώ σε σχέση με την κατώτατη τιμή, που καταγράφηκε το γ’ τρίμηνο του 2017, είναι +71,4%.

Στην Αττική

Ωστόσο στην Αττική, όπου εντοπίζεται και το μεγαλύτερο πρόβλημα της στεγαστικής κρίσης, ήδη ο δείκτης τιμών έχει ξεπεράσει το προηγούμενο ιστορικό υψηλό, καθώς το γ’ τρίμηνο του 2024 βρέθηκε στο 106,7 από 101,4 που ήταν το δεύτερο τρίμηνο του 2008. Η αύξηση που έχει μεσολαβήσει από την έναρξη της ανόδου, δηλαδή από 2017 μέχρι σήμερα, ανέρχεται σε σχεδόν 90%.

Την ίδια ώρα όμως, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία που δημοσιοποίησε ο ΟΟΣΑ, στην Ελλάδα το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών από το 2009 και μέχρι το δεύτερο τρίμηνο του 2024 έχει υποχωρήσει κατά 23,7%.

Σε ό,τι αφορά την αγορά κατοικιών αιτία των μεγάλων αυξήσεων στις τιμές είναι η έντονη ανισομέρεια μεταξύ προσφοράς και ζήτησης, καθώς οι υποψήφιοι αγοραστές είναι τουλάχιστον διπλάσιοι σε σχέση με τους πωλητές, όπως προκύπτει από 3ο «Βαρόμετρο της Αγοράς Ακίνητων. Τι περιμένουν οι Ελληνες», το οποίο παρουσίασε ο κ. Ηλίας Παπαγεωργιάδης. Το Βαρόμετρο διεξάγεται σε εξαμηνιαία βάση (Νοέμβριος και Μάιος).

Το ποσοστό όσων επιθυμούν να διαθέσουν τα ακίνητά τους προς πώληση μειώθηκε στο 7% από το 9% που ήταν πριν από έξι μήνες, όταν την ίδια ώρα το ποσοστό εκείνων που βρίσκονται στην αντίπερα όχθη, όσοι δηλαδή ενδιαφέρονται να αγοράσουν ακίνητο, φθάνει στο 22%, επίσης μειωμένο από το 28% του περασμένου Μαΐου.

Τα κίνητρα

Ωστόσο από το 22% που δηλώνουν «υποψήφιοι αγοραστές» μόλις το 15% θέλει να προβεί σε αγορά άμεσα ή εντός εξαμήνου. Εντός ενός έτους απάντησε το 17,5%, εντός τριών ετών το 26,5% και «στο μέλλον» δήλωσε το 39,5%. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει και η αλλαγή που παρατηρείται όσον αφορά τα κίνητρα που ωθούν τους πωλητές, καθώς έτσι εξηγείται η ανελαστικότητα των τιμών.

Συγκεκριμένα, αυτοί που χρειάζονται τα χρήματα πουλώντας τα ακίνητά τους για να καλύψουν άλλες ανάγκες μειώθηκαν από 47% τον Μάιο του 2024 σε 31% τον Νοέμβριο.

Με βάση τα στοιχεία του Βαρόμετρου, ενδιαφέρον έχει και το budget των εν δυνάμει αγοραστών: Το 71% θέλουν να αγοράσουν ακίνητο αξίας 50.000 – 200.000 ευρώ (29,5% θέλει 100.000 – 150.000), ενώ μόλις το 4,5% αναζητεί ακίνητα αξίας άνω των 300.00 ευρώ.

«Αμνηστία»

Ο τεράστιος αριθμός των κενών/κλειστών κατοικιών, που με βάση την τελευταία απογραφή της ΕΛΣΤΑΤ, το 2021, υπολογίστηκαν σε σχεδόν 800.000 πανελλαδικά, εκ των οποίων 255.300 βρίσκονται στην Αττική, είναι ένας από τους βασικούς λόγους για την έλλειψη προσφοράς σύμφωνα με τον κ. Παπαγεωργιάδη.

«Προτείνω να προχωρήσουμε σε Πολεοδομική Αμνηστία, μια πρόταση με την οποία είναι σύμφωνη και η ΠΟΜΙΔΑ. Μέσα από αυτή την «Αμνηστία» δεν προτείνω να διαγράψουμε τα προβλήματα που υπάρχουν, αλλά να επιτρέψουμε στον πωλητή να πουλήσει το ακίνητό του και ο αγοραστής να έχει 3 χρόνια περιθώριο για να τα επιλύσει, έτσι ώστε να ανοίξει η αγορά και να μπορέσουν χιλιάδες πωλητές να πουλήσουν ακίνητα που σήμερα δεν έχουν τον χρόνο και τα χρήματα να τακτοποιήσουν πολεοδομικά» σημειώνει χαρακτηριστικά.

Γολγοθάς

Ταυτόχρονα, στη χώρα με τα περισσότερα ακίνητα ανά κάτοικο στον ΟΟΣΑ, όπως είναι η Ελλάδα, η ανεύρεση ενός σπιτιού προς ενοικίαση με λογικό ενοίκιο που να πληροί τις ελάχιστες προϋποθέσεις που θέτει η κλιματική κρίση, ήτοι ενεργειακά αναβαθμισμένο, έχει μετατραπεί σε Γολγοθά.

Η προσφορά είναι μειωμένη, ενώ οι αυξήσεις στις ζητούμενες τιμές των μισθωμάτων ξεπερνούν ακόμη και το 50% μέσα στην τελευταία πενταετία. Και σε αυτή την περίπτωση τα χιλιάδες κλειστά διαμερίσματα είναι ο βασικός λόγος της έλλειψης, ωστόσο σημαντικό ρόλο παίζουν επίσης η αυξανόμενη δημοφιλία των βραχυχρόνιων μισθώσεων, ιδίως στο κέντρο της Αθήνας, καθώς και τα δεκάδες χιλιάδες σπίτια που έχουν περάσει στον έλεγχο των τραπεζών και των servicers, τα οποία όμως μένουν εκτός αγοράς.

Μάλιστα τα νοικοκυριά στην Ελλάδα έχουν τη θλιβερή πανευρωπαϊκή πρωτιά σε ό,τι αφορά τις δυσκολίες στην ενοικίαση κατοικιών. Οπως προκύπτει από τα στοιχεία της Eurostat για το 2023, η Ελλάδα (26,1%), η Γαλλία (24,1%) και η Ισπανία (17,2%) είχαν τα υψηλότερα συνολικά ποσοστά δυσκολίας ενοικίασης, ενώ τα χαμηλότερα ποσοστά παρατηρήθηκαν στη Ρουμανία (0,3%), τη Σλοβακία (1,1%), το Βέλγιο (4,3%), τη Γερμανία και την Ουγγαρία (και οι δύο 4,7%).

Το κόστος

Και στο ποσοστό κόστους στέγασης σε αναλογία με το εισόδημα κατέχει αρνητική πρωτιά η Ελλάδα, αφού κατά μέσο όρο το 35,2% του διαθέσιμου εισοδήματος πηγαίνει στις πληρωμές μόνο για ενοίκια/στεγαστικά δάνεια και λογαριασμούς κοινής ωφελείας, έναντι 19,7% του μέσου όρου της ΕΕ.

Επιπρόσθετα η Ελλάδα είναι η χώρα της Ευρωπαϊκής Ενωσης με το μεγαλύτερο ποσοστό πληθυσμού που υποφέρει από υπερβολικά έξοδα στέγασης. Στα αστικά κέντρα αυτό το ποσοστό φθάνει στο 31%, έναντι 10% που είναι ο μέσος όρος της ΕΕ, ενώ για τους ενοικιαστές τα ποσοστά αυτά προσεγγίζουν το 80%.

Τα τρία προγράμματα του 2025

Προκειμένου να αντιμετωπιστεί η σοβαρή στεγαστική κρίση μέσα στις πρώτες εβδομάδες του 2025 ξεκινούν τρία νέα προγράμματα ύψους 2,4 δισ. ευρώ, με την κυβέρνηση να στοχεύει στη στήριξη όσων θέλουν να αποκτήσουν κατοικία, είτε μέσω αγοράς είτε μέσω ενοικίασης.

1 Το «Σπίτι μου 2»

Πιο αναλυτικά, το πρόγραμμα «Σπίτι μου 2», με συνολικό προϋπολογισμό 2 δισ. ευρώ, απευθύνεται σε πολίτες και ζευγάρια ηλικίας έως 50 ετών που θα μπορέσουν, εφόσον πληρούν τα απαραίτητα εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια, να αποκτήσουν στέγη με ευνοϊκούς όρους. Στο νέο πρόγραμμα εντάσσονται πολίτες ηλικίας από 25 έως 50 ετών με ετήσιο εισόδημα που δεν θα πρέπει να ξεπερνά τα 20.000 ευρώ για τον άγαμο, τα 28.000 ευρώ για τον έγγαμο με προσαύξηση 4.000 ευρώ για κάθε παιδί, καθώς και σε μονογονεϊκές οικογένειες με εισόδημα έως 31.000 ευρώ (συν 5.000 ευρώ για κάθε επιπλέον παιδί).
Η αναγραφόμενη αξία στο συμβόλαιο δεν θα πρέπει να είναι μεγαλύτερη των 250.000 ευρώ, το σπίτι θα πρέπει να είναι έως 150 τετραγωνικά μέτρα και να έχει κατασκευαστεί έως το 2007.
Τα δάνεια θα είναι κατά 50% άτοκα μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης, ενώ το υπόλοιπο 50% θα είναι έντοκο μέσω τραπεζών. Στις τρίτεκνες οικογένειες το άτοκο μέρος αυξάνεται στο 75%, ενώ το έντοκο μειώνεται στο 25%.
Επιπρόσθετα δεν θα χρειάζεται η διαδικασία των ενστάσεων και όλοι οι ενδιαφερόμενοι θα έχουν το μέγιστο δυνατό περιθώριο ώστε να οριστικοποιήσουν την υπογραφή συμβολαίου (στο προηγούμενο πρόγραμμα έπρεπε εντός 60 ημερών από την αίτηση του δανειολήπτη η τράπεζα να ελέγχει την πλήρωση των αιτούμενων κριτηρίων). Επίσης, στο όριο των 150 τ.μ. δεν περιλαμβάνονται πλέον οι βοηθητικοί χώροι, όπως αποθήκες και θέσεις στάθμευσης. Υπολογίζεται ότι μέσω του προγράμματος «Σπίτι μου 2» θα ωφεληθούν περίπου 20.000 πολίτες.

2 «Ανακαινίζω – Νοικιάζω»

Το πρόγραμμα «Ανακαινίζω – Νοικιάζω», που εκτιμάται ότι αφορά περί τους 10.000 ιδιοκτήτες ακινήτων, δίνει σημαντική ώθηση στην τόνωση της προσφοράς στην αγορά των ενοικιαζόμενων κατοικιών.
Συγκεκριμένα προβλέπει επιδότηση 60% επί της δαπάνης, με ανώτατο όριο τα 13.500 ευρώ, ενώ το 50% της επιδότησης μπορεί να καταβληθεί προκαταβολικά. Το μέτρο εφαρμόζεται αναδρομικά για όσους εντάχθηκαν από τις 8 Απριλίου 2024, ημερομηνία κατά την οποία άνοιξε η σχετική ηλεκτρονική πλατφόρμα. Τα ακίνητα που θα ανακαινιστούν πρέπει να ενοικιαστούν με μακροχρόνια μίσθωση διάρκειας τουλάχιστον τριών ετών.
Οι ενδιαφερόμενοι ιδιοκτήτες ή επικαρπωτές ακινήτων πρέπει να διαθέτουν κυριότητα ή επικαρπία κατά τουλάχιστον 50%, να έχουν ακίνητα έως 100 τ.μ. σε οικιστικές περιοχές και να διαθέτουν οικογενειακό εισόδημα έως 40.000 ευρώ, ενώ η συνολική αξία της ακίνητης περιουσίας τους δεν πρέπει να υπερβαίνει τις 300.000 ευρώ. Τα ακίνητα πρέπει να δηλώνονται ως κενά στο έντυπο Ε2 τα τρία τελευταία έτη και δεν πρέπει να έχουν δηλωθεί ως πρώτη κατοικία ή μισθωμένα.

3 «Αναβαθμίζω το σπίτι μου»

Το πρόγραμμα «Αναβαθμίζω το σπίτι μου», με προϋπολογισμό 400 εκατ. ευρώ, προσφέρει άτοκα δάνεια μέγιστης διάρκειας επτά ετών έως 25.000 ευρώ για την ενεργειακή αναβάθμιση κατοικιών.Πρόκειται για ένα πρόγραμμα χωρίς περιορισμούς ηλικίας ή εισοδήματος, κάτι που σημαίνει ότι όλοι οι πολίτες θα έχουν πρόσβαση και οι τελικοί δικαιούχοι θα επιλέγονται με βάση τη σειρά υποβολής των αιτήσεων. Προβλέπεται να ωφελήσει περίπου 20.000 νοικοκυριά.
Το πρόγραμμα καλύπτει εργασίες όπως θερμομόνωση, πράσινες στέγες, αντικατάσταση κουφωμάτων, εγκατάσταση ηλιακών θερμοσιφώνων, φωτοβολταϊκών συστημάτων, καθώς και συστημάτων θέρμανσης και ψύξης.