Η ανεργία θα επανέλθει στα προ της κρίσης επίπεδα μετά το 2025, ενώ η οικονομία θα χρειαστεί συνολικά 25 χρόνια, μέχρι το 2032, προκειμένου να αγγίξει τα επίπεδα του 2007, έτος με την υψηλότερη οικονομική δραστηριότητα μετά την υιοθέτηση του ευρώ. Ταυτοχρόνως, οι ονομαστικές αμοιβές μειώθηκαν κατά 20% την περίοδο της κρίσης, ενώ η βελτίωση των εισοδημάτων αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για την ανάκαμψη της οικονομίας.
Τα συμπεράσματα αυτά της ενδιάμεσης έκθεσης του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ για «την ελληνική οικονομία και την απασχόληση» ισχύουν υπό την προϋπόθεση ότι η οικονομία θα αναπτύσσεται σταθερά με ρυθμό 2% ανά έτος και η ανεργία θα διατηρήσει τους σημερινούς ρυθμούς μείωσής της.
«Εφόσον ισχύσουν οι προϋποθέσεις αυτές, η περιπέτεια της οικονομικής κρίσης θα διαρκέσει ένα τέταρτο του αιώνα» σημειώνει ο επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου, καθηγητής Γ. Αργείτης, ο οποίος πιστεύει ότι η κατάσταση της οικονομίας είναι «εξαιρετικά ευμετάβλητη», ενώ το επόμενο διάστημα «υπάρχουν πολλές αβεβαιότητες που επηρεάζουν τη χώρα» και σχετίζονται με την οικονομία, τον διεθνή χρηματοπιστωτικό τομέα αλλά και την εσωτερική πολιτική κατάσταση.

Επιφυλάξεις

Ο επικεφαλής του Ινστιτούτου θεωρεί ικανή και αναγκαία συνθήκη για την ανάταξη της οικονομίας την αποφυγή περαιτέρω αφαίμαξης των εισοδημάτων. Δηλαδή θα πρέπει να μην υπάρξει μείωση των συντάξεων, ούτε μείωση του αφορολόγητου ορίου, ενώ εκτιμά ως απαραίτητη την αύξηση των κατώτατων αμοιβών.
Ιδιαίτερα επιφυλακτικός στις εκτιμήσεις του για την πορεία της οικονομίας ήταν και ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ κ. Γ. Παναγόπουλος, ο οποίος επισήμανε ότι «η οικονομία δεν απογειώθηκε, όπως προέβλεπαν ορισμένοι, αλλά κινείται λίγο πάνω από τα όρια της στασιμότητας». Εκτίμησε ότι είναι αδύνατον να επιτευχθούν οι μακροχρόνιοι οικονομικοί στόχοι για την ανάπτυξη και δεσμεύουν τη χώρα, ενώ σημείωσε ότι το διεθνές οικονομικό περιβάλλον (Ιταλία, Τουρκία, αγορές) δημιουργεί ασφυκτικές συνθήκες για τη χώρα μας.
Ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ αναφέρθηκε στις συλλογικές συμβάσεις υπογραμμίζοντας πως η κυβέρνηση δεν επανέφερε τη δυνατότητα διαμόρφωσης του κατώτατου μισθού στους κοινωνικούς εταίρους, ενώ προέβλεψε ότι η αύξηση που θα δοθεί στις κατώτατες αμοιβές θα είναι της τάξεως του 3%-4% και θα εξανεμιστεί με την εφαρμογή του νέου μειωμένου αφορολογήτου ορίου το 2020, οπότε οι χαμηλόμισθοι θα χάσουν πέραν του ποσοστού αυτού και έναν επιπλέον μισθό.

Δυσκολίες

Στα συμπεράσματα της έκθεσης υπογραμμίζονται οι δυσκολίες επίτευξης των υψηλών στόχων για πρωτογενή πλεονάσματα που δεσμεύουν τη χώρα. Σημειώνει μάλιστα πως η μετάβαση της οικονομίας σε βιώσιμη αναπτυξιακή τροχιά θα απαιτούσε διπλασιασμό του όγκου των επιχειρηματικών επενδύσεων τα επόμενα δύο έτη, ή μέση ετήσια αύξηση των καθαρών εξαγωγών κατά 3 δισ. ευρώ την περίοδο 2019-2022. Ωστόσο ένα τέτοιο ενδεχόμενο δεν φαίνεται ρεαλιστικό.
Θεωρεί ότι στην αγορά εργασίας παρατηρούνται «σημάδια αργής αλλά σταθερής βελτίωσης». Προβλέπει ότι εφόσον διατηρηθεί ο σημερινός ρυθμός υποχώρησης της ανεργίας είναι ανοιχτό το ενδεχόμενο για μείωσή του κάτω από το 10% στα μέσα της δεκαετίας του 2020.
Σε ό,τι αφορά τις εξελίξεις των μισθών, η έκθεση σημειώνει ότι κατά τη διάρκεια της κρίσης (2010-2018) παρατηρείται μείωση των ονομαστικών ωριαίων μισθών και ημερομισθίων – συμπεριλαμβανομένης και της μερικής ανάκαμψης των τελευταίων χρόνων – που φθάνει στο 20%.

Οι αμοιβές

Στην καταγραφή των μισθών σημειώνεται ότι το 72,8% των εργαζομένων λαμβάνει καθαρές μηνιαίες αποδοχές κάτω από 1.000 ευρώ, ενώ μόλις το 10% πάνω από 1.300 ευρώ. Σε κλαδικό επίπεδο, οι χαμηλότερες αποδοχές εμφανίζονται στον κλάδο της γεωργίας, όπου ο καθαρός μέσος μισθός ανέρχεται σε 607 ευρώ, ενώ ακολουθούν οι δραστηριότητες που σχετίζονται με τον τουρισμό (668 ευρώ) και οι διοικητικές και υποστηρικτικές δραστηριότητες (674 ευρώ). Αντίθετα, οι υψηλότερες μηνιαίες αποδοχές εμφανίζονται στον κλάδο της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας (1.237 ευρώ), ενώ ακολουθούν οι τράπεζες και ασφάλειες (1.151 ευρώ), τα ορυχεία και λατομεία (1.140 ευρώ) και η δημόσια διοίκηση και άμυνα (1.101 ευρώ).
Ανά ομάδα επαγγέλματος, οι χαμηλότερες αποδοχές καταγράφονται στους ανειδίκευτους εργάτες, με μέσο μισθό 633 ευρώ, ενώ ακολουθούν τα επαγγέλματα που σχετίζονται με τη γεωργία (683 ευρώ) και οι απασχολούμενοι στην παροχή υπηρεσιών και στο εμπόριο (726 ευρώ). Αντίθετα, οι υψηλότερες αποδοχές εμφανίζονται στα ανώτερα διευθυντικά και διοικητικά στελέχη (1.522 ευρώ) και ακολουθούν οι επαγγελματίες (1.098 ευρώ) και οι τεχνικοί (1.007 ευρώ).