«Δεν αντέχει άλλο η Σαντορίνη. Δεν χρειαζόμαστε άλλα ξενοδοχεία» επαναλαμβάνει για πολλοστή φορά ο δήμαρχος του πιο τουριστικού προορισμού της Ελλάδας κ. Νίκος Ζώρζος, αλλά και οι ξενοδόχοι του νησιού. Επικρίνοντας μάλιστα τις κατευθύνσεις τού υπό διαβούλευση Ειδικού Χωροταξικού Πλαισίου για τον Τουρισμό που προωθεί μεγάλες τουριστικές εγκαταστάσεις, εκτός σχεδίου, ζητούν την αναστολή δόμησης κάθε μορφής καταλύματος και ιδίως μεγάλων στρατηγικών επενδύσεων.
Ο διάλογος αναφορικά με το νέο «εργαλείο» που προτείνει η κυβέρνηση για τη χάραξη της τουριστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα έχει σηκώσει πολλή… σκόνη, με επαγγελματικούς, επιστημονικούς και τοπικούς φορείς, οργανώσεις και απλούς πολίτες να θεωρούν παρωχημένες τις αρχές πάνω στις οποίες βασίζεται και να προειδοποιούν ότι θα μεγεθύνει κρίσιμα περιβαλλοντικά προβλήματα. Οι αναφορές στην κλιματική κρίση και στον υπερτουρισμό, τόσο στο προτεινόμενο Ειδικό Χωροταξικό Πλαίσιο, όσο και στην 400 σελίδων Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων που το συνοδεύει, κρίνονται από πολλούς ως ανεπαρκείς. Η λέξη «υπερτουρισμός» δε αναφέρεται μόνο τρεις φορές και στα δύο κείμενα.
«Επένδυση σε νέες υποδομές»
Τι μοντέλο τουρισμού όμως χρειάζεται σήμερα η Ελλάδα; Σχολιάζοντας τα παραπάνω, η αναπληρώτρια καθηγήτρια με γνωστικό αντικείμενο «Χωρικές Πολιτικές στον Τουρισμό» στο Τμήμα Διοίκησης Τουρισμού του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής Ευθυμία Σαραντάκου χαρακτηρίζει το υπό διαβούλευση σχέδιο ως ανεπίκαιρο και παρωχημένο, καθώς κρίνει ότι δεν απαντά στα σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα τελευταία χρόνια αρκετοί προορισμοί στη διαχείριση της τουριστικής και χωρικής μεγέθυνσης και κυρίως γιατί δεν έχει ουσιαστικές πρόνοιες για τη διαχείριση της κλιματικής αλλαγής. Οπως επισημαίνει μιλώντας στο «Βήμα», το σχέδιο «αγνοεί ζητήματα λειψυδρίας, μείωσης της βιωσιμότητας των χιονοδρομικών περιοχών και τρωτότητας της παράκτιας ζώνης από την άνοδο της στάθμης της θάλασσας, ή προτείνει ως λύση την επένδυση σε νέες υποδομές αντί για την αλλαγή του τουριστικού μοντέλου». Ιδιαιτέρως επιβαρυμένες τουριστικά περιοχές όπως η Πάρος, η Ιος ή η Χαλκιδική θεωρούνται από το προωθούμενο χωροταξικό πλαίσιο ως αναπτυγμένες και όχι ως περιοχές «ελέγχου» (ονομασία που αντικατέστησε τον όρο «κορεσμένες» των προηγούμενων χωροταξικών σχεδίων).
Με εξαίρεση τη Σαντορίνη και τη Μύκονο, ελάχιστες περιοχές ελέγχου τοποθετούνται σε επιβαρυμένους τουριστικά προορισμούς όπως σε Βόρεια Κρήτη, Κέρκυρα, Ρόδο, Ζάκυνθο, Κω. Ετσι, δίνονται κατευθύνσεις μεγέθυνσης του τουριστικού τομέα, δίχως πρόνοια για την τρωτότητά τους από τις αλλαγές του κλίματος. Αλλά ακόμη και κορεσμένες περιοχές (ελέγχου) θα συνεχίσουν να δέχονται ξενοδοχεία 4 και 5 αστέρων.
Ειδικότερα, όπως αναφέρει η εμπειρογνώμων σε θέματα τουρισμού, με 35ετή θητεία στον ΕΟΤ, πρόεδρος του Συμβουλίου Θεσμικού Πλαισίου της Ελληνικής Εταιρείας Περιβάλλοντος και Πολιτισμού (ΕΛΛΕΤ), Μπέττυ Χατζηνικολάου, ένα από τα μεγάλα «αγκάθια» του προτεινόμενου σχεδίου είναι ότι ευνοεί τις μεγάλες επενδύσεις εκτός σχεδίου, τις οποίες «βαφτίζει» Οργανωμένες Μονάδες Ανάπτυξης Τουρισμού (ΟΜΑΤ). «Τις χωροθετεί παντού, ακόμη και σε ακατοίκητα νησιά άνω των 300 στρεμμάτων, που για πρώτη φορά μπαίνουν ως πιθανοί τουριστικοί προορισμοί και σε προστατευόμενες περιοχές (σ.σ. για τις οποίες ακόμη δεν υπάρχουν σχέδια διαχείρισης). Η μόνη «παραχώρηση» που κάνει για αυτές τις ευαίσθητες περιοχές είναι ότι οι προβλεπόμενες επενδύσεις ξενοδοχείων αλλά και real estate – αφού περιλαμβάνουν και τουριστική κατοικία – χρησιμοποιούν το μισό του ισχύοντος συντελεστή δόμησης. Ωστόσο, και πάλι η δόμηση μπορεί να είναι τεράστια, ανάλογα με την έκταση που διαθέτει ο επενδυτής και το μέγεθος του νησιού ή της προστατευόμενης περιοχής» σημειώνει η κυρία Χατζηνικολάου.
Από την πλευρά της, η κυρία Σαραντάκου θεωρεί αναγκαία «μια ουσιαστική επένδυση στη βιώσιμη τουριστική ανάπτυξη, δίχως αυτό να σημαίνει ριζική ανατροπή του ηλιοτροπικού μοντέλου». Για παράδειγμα, όπως υπογραμμίζει, στις άνυδρες νησιωτικές περιοχές πρέπει να επιβάλλεται η εφαρμογή πράσινων πρακτικών, στα μεσαίου μεγέθους νησιά να επιτρέπεται η δημιουργία ήπιων ΟΜΑΤ μέχρι ένα ποσοστό της συνολικής τους έκτασης κ.λπ. «Ως χωρικό πρότυπο είναι σημαντικό να στοχεύσουμε στη μετατόπιση της τουριστικής ανάπτυξης από τις ακτές στην ενδοχώρα αλλά και τον θαλάσσιο χώρο, στον οποίον πλέον έχει μετατοπιστεί το ενδιαφέρον λόγω της αναγκαιότητας άσκησης θαλάσσιου χωροταξικού σχεδιασμού» τονίζει από την πλευρά της η επίκουρη καθηγήτρια χωροταξικού σχεδιασμού στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης κυρία Μαριλένα Παπαγεωργίου. Σύμφωνα με την ίδια, το νέο πλαίσιο πρέπει να διαχειριστεί άκρως «καυτά» και επίκαιρα ζητήματα, όπως η ανεξέλεγκτη διείσδυση του τουρισμού στους τόπους κατοικίας (και δη στα ιστορικά κέντρα των πόλεων), η υπερδόμηση ακτών και νησιών, ο υπερτουρισμός, ζητήματα ανθεκτικότητας των προορισμών έναντι των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής και θέματα που άπτονται του οικολογικού αποτυπώματος της τουριστικής ανάπτυξης.
Εκτός «κάδρου» η βραχυχρόνια μίσθωση
Αν και το σχέδιο διακρίνει κατηγορίες περιοχών, βάσει διαφορετικών κριτηρίων (συγκέντρωση ξενοδοχειακών κλινών, γεωγραφική μορφή κ.ά.), αυτές δεν διαφοροποιούνται ιδιαίτερα ως προς το είδος και το μέγεθος επενδύσεων που επιτρέπεται να δεχθούν. «Ο σχεδιασμός δεν λαμβάνει υπόψη καταλυτικές αλλαγές για τους προορισμούς – όπως η βραχυχρόνια μίσθωση που σε ορισμένες περιοχές προσθέτει κλίνες όσες και τα ξενοδοχεία –, γεγονός που τον καθιστά εκ των προτέρων ξεπερασμένο» επισημαίνει η κυρία Χατζηνικολάου. Εκτός σχεδίου, η αύξηση της αρτιότητας για δόμηση στα 20 στρέμματα που προτείνεται, δηλαδή η εξασφάλιση χαμηλότερης πυκνότητας τουριστικών εγκαταστάσεων, δεν ρυθμίζει το μέγεθός τους. «Αυτή τη στιγμή έχουν πουληθεί εκτάσεις πολύ μεγαλύτερες από 20 στρέμματα σε διάφορα νησιά. Μπορούν με ιδιωτική πολεοδόμηση να προχωρήσουν στρατηγικές επενδύσεις και να χτίσουν έναν νέο οικισμό, ίσως και μεγαλύτερο από έναν παλιό που βρίσκεται δίπλα τους» αναφέρει η ίδια. Σε κάθε περίπτωση, όπως ανέφερε προσφάτως και από το βήμα της Βουλής ο υφυπουργός Περιβάλλοντος κ. Νίκος Ταγαράς μετά την απόφασή του να «παγώσει» τουριστική επένδυση-μαμούθ στην Αστυπάλαια, οι περιορισμοί για την εκτός σχεδίου δόμηση θα καθοριστούν με τον νέο πολεοδομικό και χωροταξικό σχεδιασμό, που βρίσκεται σε εξέλιξη και αναμένεται να ολοκληρωθεί σε περίπου δύο χρόνια.
Παράλληλα, διαιωνίζεται το μοντέλο συγκέντρωσης του τουρισμού σε λίγες παράκτιες και νησιωτικές περιοχές. Το προωθούμενο πλαίσιο ελάχιστα ασχολείται με τη διασπορά του τουρισμού σε μη κορεσμένες περιοχές με δυνατότητες ανάπτυξης και στις μη ανεπτυγμένες.
Η κυρία Σαραντάκου προτείνει στις περιοχές ελέγχου την απαγόρευση νέων τουριστικών κλινών και στις αναπτυγμένες τον περιορισμό τους μέχρι την ολοκλήρωση των μελετών φέρουσας ικανότητας, με εξαίρεση τη μετατροπή κτιρίων κληρονομιάς. Επίσης, κρίνει απαραίτητη την απαγόρευση των Στρατηγικών Επενδύσεων στις πολύ τουριστικές περιοχές και στα μικρά νησιά και την προώθησή τους, κατά προτεραιότητα, στις μη αναπτυγμένες ή με περιθώριο ανάπτυξης, με ειδική πρόβλεψη για τις φθίνουσες λουτροπόλεις.
Ενστάσεις διατυπώνονται και ως προς τον προβλεπόμενο περιορισμό μη συμβατών τουριστικών δραστηριοτήτων, όπως βιοτεχνίες, κτηνοτροφικές εγκαταστάσεις κ.λπ., σε εκτός σχεδίου περιοχές (με εξαίρεση τις μη ανεπτυγμένες ή με δυνατότητες ανάπτυξης περιοχές). «Καθίσταται φανερό ότι καμία άλλη χρήση πλην του τουρισμού δεν θεωρείται αναγκαία για τη ζωή κατοίκων και τουριστών και ότι ακόμη και δυνητικά μη οχλούσες χρήσεις (π.χ. αποθήκες τροφίμων κ.λπ.) περιορίζονται προκειμένου να εξασφαλιστεί η μονοκαλλιέργεια του τουρισμού» σημειώνει η ΕΛΛΕΤ, η οποία αναφέρει ότι η νομολογία του ΣτΕ θεωρεί τις κτηνοτροφικές εγκαταστάσεις συμβατές με τον προορισμό των εκτός σχεδίου περιοχών.
Τα λεγόμενά της βρίσκουν σύμφωνο και τον αναπληρωτή καθηγητή Χωρικού Σχεδιασμού στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Ανέστη Γουργιώτη ο οποίος υπογραμμίζει ότι η κατεύθυνση περιορισμού της δημιουργίας νέων εγκαταστάσεων ή χρήσεων μη συμβατών με την τουριστική δραστηριότητα «χρειάζεται επανεξέταση, καθώς ενδέχεται να έχει αρνητικές επιπτώσεις στη μεταποιητική δραστηριότητα». Οσο για την πρόβλεψη αξιοποίησης εγκαταλελειμμένων οικισμών που παρουσιάζουν αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον με τη μετατροπή κτιρίων σε καταλύματα ή και με νέες μεγαλύτερου μεγέθους επενδύσεις, η ΕΛΛΕΤ επισημαίνει σχολιάζει ότι «δεν είναι κατανοητό για ποιον λόγο θα πρέπει και πάλι να δομηθεί κάτι μεγαλύτερο, προφανώς αλλάζοντας τη μορφή τους και περιορίζοντας το αρχιτεκτονικό τους ενδιαφέρον».
Χιονοδρομικά χωρίς… χιόνι
Απορίας άξιο είναι επίσης γιατί γίνονται αποδεκτές όλες οι μορφές ειδικού τουρισμού (γκολφ, χιονοδρομικά και κρουαζιέρα). «Η Ελλάδα διαθέτει 28 χιονοδρομικά. Οσα είναι κάτω των 1.500 μέτρων και με την εξέλιξη της κλιματικής αλλαγής δεν έχουν ελπίδες βιωσιμότητας. Χρειαζόμαστε κι άλλα;» αναρωτιέται η κυρία Χατζηνικολάου. Στα θετικά, σύμφωνα με την ΕΛΛΕΤ, περιλαμβάνονται οι παραδοσιακές σιδηροδρομικές διαδρομές τουριστικού χαρακτήρα.