Ανοίγει ο δρόμος για την ταχεία μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων και την επιστροφή των δεικτών καθυστερήσεων σε χαμηλά μονοψήφια επίπεδα μέσα στην ερχόμενη χρονιά, μετά τη συμφωνία του υφυπουργού Οικονομικών, αρμόδιου για το χρηματοπιστωτικό σύστημα Γιώργου Ζαββού με την επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) Κριστίν Λαγκάρντ.

Η ελληνική πρόταση που εγκρίθηκε την περασμένη εβδομάδα από τη Φρανκφούρτη τροποποιεί προς όφελος των συστημικών ομίλων τον τρόπο απόσβεσης του αναβαλλόμενου φόρου, που από το 2013 μετά το κούρεμα του ελληνικού χρέους και την απότομη άνοδο των επισφαλειών αποτελεί βαρίδι για τον κλάδο. Κι αυτό διότι με βάση το ισχύον καθεστώς, εάν σε μία χρήση τράπεζας εμφανίσει αρνητικό αποτέλεσμα, εκδίδονται μετοχές υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, για τους σκοπούς της αποζημίωσής της.

Πλέον δίνεται λύση σε αυτό το ζήτημα. Οπως συμφωνήθηκε, ενδεχόμενο αρνητικό αποτέλεσμα από εδώ και στο εξής θα μπορεί να συμψηφίζεται με μελλοντικά κέρδη, εντός της 20ετούς περιόδου που προβλέπει ο νόμος, δίχως να επηρεάζεται η μετοχική σύνθεση του πιστωτικού ιδρύματος.

Πρόκειται για μία πολύ σημαντική εξέλιξη, καθώς δημιουργεί την απαραίτητη ευελιξία στις τραπεζικές διοικήσεις να προχωρήσουν σε σύντομο χρονικό διάστημα σε εμπροσθοβαρή μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, χωρίς να ανησυχούν για ζημιές που μπορεί να καταγραφούν. Ετσι, μπορούν να κάψουν μέρος των κεφαλαιακών τους μαξιλαριών για την εξυγίανση των ισολογισμών τους.

Η ΕΚΤ συμφώνησε στο σχέδιο καθώς δίχως να τίθεται σε κίνδυνο η δημοσιονομική σταθερότητα, θα επιτευχθεί η μείωση των κόκκινων δανείων, η οποία παραμένει επί του παρόντος η κύρια εποπτική προτεραιότητα. 

Ως αντάλλαγμα, οι τράπεζες υποχρεούνται να βελτιώσουν την ποιότητα των κεφαλαίων τους τα επόμενα χρόνια, είτε με εσωτερική δημιουργία είτε με εκδόσεις τίτλων. Πρόκειται για κινήσεις που ούτως ή αλλιώς είχαν προγραμματίσει και περιλαμβάνονται στους σχεδιασμούς τους, στο πλαίσιο και της υποχρέωσής τους για την Ελάχιστη Απαίτηση Ιδίων Κεφαλαίων και Επιλέξιμων Υποχρεώσεων (MREL). Με τον τρόπο αυτόν θα μειωθεί το ποσοστό του αναβαλλόμενου φόρου στα ίδια κεφάλαιά τους.