Ο πληθωρισμός, κοινώς η ακρίβεια, όπως την αντιλαμβάνονται οι πολίτες, τείνει να επικρατήσει στις κοινές μας συζητήσεις τα τελευταία χρόνια, ιδιαιτέρως μετά την εκδήλωση της πανδημίας και της διαταραχής που προκάλεσαν στις εφοδιαστικές αλυσίδες οι επιβληθέντες παγκοσμίως υγειονομικοί περιορισμοί.
Από το 2021 και εντεύθεν οι τιμές σε πλήθος αγαθών και υπηρεσιών εκτινάχθηκαν στα ύψη, προσθέτοντας σημαντικό κόστος στους έτσι κι αλλιώς πενιχρούς, στις περισσότερες των περιπτώσεων, οικογενειακούς προϋπολογισμούς.
Η ομαλοποίηση που επήλθε στις εφοδιαστικές αλυσίδες μετά την άρση των υγειονομικών περιορισμών στα τέλη του 2021 με αρχές του 2022 δεν διόρθωσε αντιστοίχως τις τιμές.
Εν τω μεταξύ μεσολάβησε η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η οποία εκτόξευσε στα ύψη τις τιμές των ενεργειακών αγαθών και του ηλεκτρικού ρεύματος, τροφοδοτώντας διεθνώς και τον αποκληθέντα διεθνώς πληθωρισμό της απληστίας. Επιπλέον ο πόλεμος προκάλεσε έκρηξη τιμών σε βασικά τρόφιμα όπως το σιτάρι, το καλαμπόκι, το ηλιέλαιο και τα παράγωγα αυτών, επιτείνοντας το αδιόρθωτο πανδημικό πληθωριστικό κύμα.
Πληθωριστικό κύμα
Εκείνο το δεύτερο, πολεμικό αυτή τη φορά, πληθωριστικό κύμα συνδυαζόμενο με τα πολλά κλιματικά φαινόμενα που ακολούθησαν στη διάρκεια του 2022 και 2023 περιόρισαν την παραγωγή τροφίμων σε πάμπολλες περιοχές του πλανήτη, ήλθε να προσθέσει πληθωριστική ύλη στο πλήθος των αγορών. Προϊόντα όπως το λάδι, η ζάχαρη, το κακάο και άλλα είδαν τις τιμές τους να διπλασιάζονται από το βάρος που μετέφεραν οι πολλές και διαφορετικές εκδοχές της κλιματικής κρίσης.
Η έντονα αντιπληθωριστική αντίδραση των κεντρικών τραπεζών, όπως εκδηλώθηκε με την επιθετική άνοδο των επιτοκίων, ήλθε με τη σειρά της να προσθέσει, με το αυξημένο χρηματοοικονομικό κόστος, βάρος στη λειτουργία των επιχειρήσεων και μαζί επιχειρήματα για τη διεκδίκηση ακόμη υψηλότερων τιμών.
Με τον καιρό χτίστηκε μια πολλαπλών διαστάσεων πληθωριστική αλυσίδα, η οποία επηρέασε τους πάντες και τα πάντα. Οι μισθολογικές αυξήσεις που ακολούθησαν ήταν περιορισμένες, ετεροχρονισμένες και σε κάθε περίπτωση ανίκανες να καλύψουν το αυξημένο κόστος διαβίωσης, ιδιαίτερα για τους ασθενέστερους.
Αργότερα με την έκρηξη της μεταπανδημικής κατανάλωσης, την αλλαγή των συνηθειών, την έντονη διάθεση για ταξίδια και τις ισχυρές αναπτυξιακές προσδοκίες που διαμορφώθηκαν μετά την πανδημία, οι υψηλές τιμές σχεδόν παγιώθηκαν. Οι μεγάλες επίσης αυξήσεις στις τιμές των ακινήτων ήλθαν να ενισχύσουν τις πληθωριστικές προσδοκίες και να «χτίσουν» στην κυριολεξία άλλη βάση υψηλότερων τιμών, την οποία τίποτε επί του παρόντος δεν μοιάζει ικανό να την απειλήσει.
Οι τιμές παραγωγού
Στην ελληνική περίπτωση, εξαιτίας όλων των παραπάνω περιγραφεισών συνθηκών, από τις αρχές του 2022 παρατηρήθηκε ισχυρό κύμα αυξήσεων στις τιμές παραγωγού, οι οποίες στις περισσότερες των περιπτώσεων μετακυλίστηκαν στο λιανεμπόριο. Και στην πλειονότητά τους παραμένουν αναλλοίωτες.
Στις αρχές του 2024, τρία χρόνια από την εκδήλωση του πρώτου πληθωριστικού κύματος, η ακρίβεια επιμένει και δεν λέει να καμφθεί. Η κυβέρνηση, όπως λένε οι μεγάλοι λιανέμποροι, επικοινωνεί διαρκώς, λαμβάνει ατελέσφορα, περιορισμένης αποτελεσματικότητας κατά βάση, μέτρα και με τη στάση της μάλλον επιβεβαιώνει τις πληθωριστικές τάσεις παρά τις αμβλύνει.
Κατ’ αυτούς, δεν αναγνωρίζει τις προσπάθειες του λιανεμπορίου για συγκράτηση των τιμών, «τσουβαλιάζει» και εξισώνει τους πάντες, μη αντιλαμβανόμενη ότι όλα τα στοιχεία κόστους ιδιαιτέρως στη ζώνη των τροφίμων, από τις μεταφορές, τα λιπάσματα και τα φυτοφάρμακα μέχρι τα ημερομίσθια και τα επιτόκια, πιέζουν τους παραγωγούς.
Επιπλέον οι μεγάλοι λιανέμποροι αμφισβητούν τα στοιχεία της Eurostast που φέρουν την Ελλάδα να εμφανίζεται δευτεραθλήτρια στον πληθωρισμό τροφίμων στην Ευρώπη με 7,1% τον περασμένο Ιανουάριο. Υποστηρίζουν ότι βάσει δικής τους μεγάλης έρευνας στα ράφια των σουπερμάρκετ, που βασίζεται σε ανάλυση επί του συνόλου των πραγματικών μηνιαίων πωλήσεων και όχι σε δειγματοληψίες, ο πληθωρισμός των τροφίμων στις αλυσίδες τους τον Ιανουάριο του 2024 δεν ξεπέρασε το 3,5%, σε σύγκριση με τον αντίστοιχο μήνα του 2023.
Τι υποστηρίζουν οι λιανέμποροι
Επιμένουν δε ότι σε ορισμένα προϊόντα όπως γάλα, γιαούρτια, χυμούς, αλλαντικά και τυροκομικά καταγράφονται μικρές μειώσεις. Παραδέχονται ότι οι αυξήσεις διατηρούνται ισχυρές σε νερά, αναψυκτικά, φρέσκα φρούτα, λαχανικά, έτοιμα γεύματα, βρεφικές και παιδικές τροφές. Αποδίδουν ωστόσο την έντονη πίεση των τιμών στα παραπάνω αγαθά στις ακραίες κλιματικές συνθήκες που επικράτησαν καθ’ όλη τη διάρκεια του 2023.
Γενικώς πάντως υποστηρίζουν ότι οι τιμές στις αλυσίδες σουπερμάρκετ τείνουν να συγκρατηθούν. Και αυτό γιατί, όπως λένε, λειτουργούν υπό αυστηρό νομικό πλαίσιο, ο νόμος αθέμιτης κερδοφορίας του 2021 είναι δρακόντειος, τα αποθέματα κινούνται ταχύτατα, οι προσφορές και οι εκπτώσεις στο οργανωμένο λιανεμπόριο είναι περισσότερες σε αριθμό, ένταση και ποσοστιαία έκπτωση και τα μερίδια πωλήσεων προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας βαίνουν αυξανόμενα.
Οι μεγάλοι λιανέμποροι επιμένουν επίσης ότι υπάρχει πλήθος άλλων παραγόντων που συντηρεί τις υψηλές τιμές. Και ιδιαιτέρως υποστηρίζουν ότι το έλλειμμα παραγωγής, ειδικά του πρωτογενούς τομέα, συντηρεί την ακρίβεια. Ανώτερο στέλεχος μιας από τις ισχυρότερες αλυσίδες λιανεμπορίου στην Ελλάδα σημείωνε στο «Βήμα της Κυριακής» ότι «δυστυχώς στη χώρα μας η παραγωγή τροφίμων βαίνει φθίνουσα, δεν επαρκεί να καλύψει την αυξημένη ζήτηση στη διάρκεια της τουριστικής περιόδου, με αποτέλεσμα να περισσεύουν οι στρεβλώσεις, αναγκάζοντας τις αλυσίδες να απευθύνονται σε μεσάζοντες ή να προβαίνουν σε απευθείας εισαγωγές». Επιπλέον εξηγούσε ότι «δεν ευδοκιμούν στη χώρα μας ισχυρά παραγωγικά συνεταιριστικά σχήματα, ικανά να στηρίξουν μεγάλες συμφωνίες προμήθειας τροφίμων απευθείας με τις αλυσίδες».
Η προσφορά αγαθών
Στο ερώτημα για παράδειγμα αν οι παραγωγοί ντομάτας της Κρήτης ή πατάτας του Νευροκοπίου και της Μεσσηνίας δεν είναι σε θέση να τροφοδοτήσουν τις μεγάλες αλυσίδες η απάντηση ήταν χαρακτηριστική και συνάμα αποκαρδιωτική: «Οταν μια αλυσίδα σαν τη δική μας χρειάζεται 55 με 60 τόνους ντομάτας την ημέρα προφανώς δεν επαρκεί η εγχώρια παραγωγή».
Εξηγούσε δε ότι «δεν λείπουν μόνο ντομάτες και πατάτες, αλλά και λεμόνια παρότι όλη η ακτογραμμή από την Κόρινθο μέχρι την Πάτρα είναι γεμάτη περιβόλια, οι καρποί των οποίων σαπίζουν στο χώμα επειδή δεν υπάρχουν ψυκτικοί αποθηκευτικοί χώροι να τους συντηρήσουν μέχρι το καλοκαίρι και αναγκαζόμαστε από τον Ιούνιο και πέρα να αναζητούμε λεμόνια στο Ισραήλ, στην Αργεντινή και αλλού». Και συνέχισε λέγοντας ότι «τούτη την εποχή δεν έχουμε κρεμμύδια, αναζητούμε φακές και άλλα όσπρια στον Καναδά και στις ΗΠΑ, τρέχουμε στην Τουρκία για χαμομήλι και στην Ιταλία για δαφνόφυλλα…».
«Η κυβέρνηση», κατέληξε, «αν θέλει να παρέμβει μεσοπρόθεσμα και ουσιαστικά στο θέμα των τιμών οφείλει να ανακαλύψει πολιτικές και κίνητρα ικανά να ενισχύουν την προσφορά αγαθών και συγκεκριμένα την εγχώρια παραγωγή τροφίμων, τη μόνη που μπορεί να εγγυηθεί καλύτερες και σταθερότερες τιμές, μη εξαρτώμενες από τις διεθνείς αναστατώσεις και τις έκτακτες συγκυρίες, οι οποίες βαίνουν και θα βαίνουν αυξανόμενες στον ασταθή και αβέβαιο κόσμο μας».