Σιτάρι, καλαμπόκι, ρύζι, σόγια, βαμβάκι, ζάχαρη, κακάο, καφές, κρέας, φοινικέλαιο, κραμβέλαιο, ελαιόλαδο. Δεν πρόκειται για κάποια λίστα από το «καλάθι του νοικοκυριού», αλλά για μερικά από τα τρόφιμα που εκτός από βασικά αγαθά αποτελούν επίσης χρηματιστηριακά προϊόντα.
Αν και φαντάζει παράδοξο εκ πρώτης όψεως, πολλά από τα τρόφιμα που ακατέργαστα ή ως πρώτη ύλη για άλλα παρασκευάσματα καταλήγουν στο πιάτο μας υπόκεινται σε διαπραγμάτευση σε χρηματιστηριακές αγορές ανά τον κόσμο, σαν να επρόκειτο για το πετρέλαιο ή τον χρυσό. Και όπως συμβαίνει με τα υπόλοιπα προϊόντα (commodities στη χρηματιστηριακή ορολογία), συχνά αποτελούν πεδίο κερδοσκοπίας που ωθεί τεχνητά προς τα πάνω τις τιμές, δρώντας ως πολλαπλασιαστής στις αντικειμενικές δυσχέρειες που ενίοτε προκύπτουν στην παραγωγή ή στα logistics, συμβάλλοντας στον πληθωρισμό των τιμών των τροφίμων.
«Δεν μιλά κανείς»
Στις 11 Οκτωβρίου 2022 ένα άρθρο στον ιστότοπο της αμερικανικής ΜΚΟ Food and Water Watch επιχειρούσε να αναδείξει «τον παράγοντα πίσω από τις [υψηλές] τιμές των τροφίμων για τον οποίο δεν μιλά κανείς», όπως τιτλοφορούνταν το δημοσίευμα. Ο παράγοντας αυτός δεν ήταν ο πόλεμος στην Ουκρανία ή η κλιματική κρίση, αλλά κάτι πολύ πιο πεζό: η Wall Street.
Αναλύοντας τον τρόπο λειτουργίας των χρηματιστηρίων τροφίμων, η συγγραφέας του άρθρου εξηγούσε ότι αρχικά αγοραστές και πωλητές συνάπτουν συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης – «ένας αγοραστής δηλαδή συμφωνεί να αγοράσει τα αγαθά ενός αγρότη κάποια στιγμή στο μέλλον σε συμφωνημένη τιμή».
Στην πράξη, όμως, πάνω στα αρχικά συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης στήνεται ένα ολόκληρο πλέγμα χρηματοοικονομικών παραγώγων που προσελκύει θεσμικούς επενδυτές, οι οποίοι «όσο πιο άγρια ταλαντεύονται οι τιμές των εμπορευμάτων τόσο περισσότερα χρήματα μπορούν να βγάλουν».
Σταδιακά η διαμόρφωση της τιμής «εξαρτάται ολοένα και λιγότερο από τους πραγματικούς αγοραστές και πωλητές των αγαθών». Ετσι, η απελευθερωμένη κερδοσκοπική δραστηριότητα «ευθύνεται για ένα εκτιμώμενο 10%-25% των σημερινών τιμών» κατέληγε η αμερικανική ΜΚΟ.
Για τον Σταύρο Μαυρουδέα, καθηγητή Πολιτικής Οικονομίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, σημείο καμπής για την έναρξη του κερδοσκοπικού πάρτι με τις τιμές των τροφίμων αποτέλεσε η απορρύθμιση των αγορών στα μέσα της δεκαετίας του 1990. «Μέχρι τα τέλη του 20ού αιώνα τα τρόφιμα αποτελούσαν βασικά διαπραγματεύσιμα στοιχεία στα χρηματιστήρια, αλλά συνήθως δεν αποτελούσαν αντικείμενο πολύ υψηλής κερδοσκοπίας, ούτε είχαν δημιουργηθεί πολλά παράγωγα σε σχέση με αυτά» λέει στο «Βήμα», σημειώνοντας ότι στο Χρηματιστήριο του Αμστερνταμ γινόταν διαπραγμάτευση τροφίμων από το 1530.
«Ακριβώς όμως το γεγονός ότι οι διακυμάνσεις των τιμών τους ήταν μικρές κατέστησε τα τρόφιμα θελκτικά για διάφορα funds, κυρίως για συνταξιοδοτικά ταμεία που επιδιώκουν σταθερές αποδόσεις».
Οι θεσμικοί και όχι μόνο επενδυτές άρχισαν να επενδύουν σε διάφορα παράγωγα με αποτέλεσμα σύντομα «να ενταθεί η αστάθεια και η σύνδεση των τιμών των τροφίμων με βραχυχρόνιες διακυμάνσεις στις αγορές». Και όσο περισσότερα τμήματα της τροφοδοσίας εισέρχονταν στα χρηματιστήρια τόσο περισσότερο επηρεαζόταν η σταθερότητα των τιμών.
Η κρίση του 2008
Τη διετία 2007-2008, καθώς η παγκόσμια οικονομία βάδιζε ολοταχώς προς τη σοβαρότερη κρίση μετά το Κραχ του 1929 και την κρίση του 1973-1975, το ΔΝΤ κατέγραφε αύξηση του δείκτη τιμών των τροφίμων πάνω από 80% σε ένα έτος. Για τις πλούσιες χώρες, όπου τα νοικοκυριά ξοδεύουν 10%-15% των εισοδημάτων τους για τρόφιμα, αυτό σήμαινε οξύ κύμα ακρίβειας.
Για τον παγκόσμιο Νότο, που το αντίστοιχο ποσοστό αγγίζει ακόμα και το 90%, σήμαινε λιμοκτονία: Οι υψηλές τιμές των τροφίμων αύξησαν τον αριθμό των χρονίως υποσιτιζόμενων κατά 75 εκατ. το 2007 και άλλα 40 εκατ. το 2008.
Δύο χρόνια αργότερα, ο τότε ειδικός εισηγητής των Ηνωμένων Εθνών για το Δικαίωμα στην Τροφή Olivier De Schutter τόνιζε ότι τα θεμελιώδη μεγέθη της αγοράς, όπως η αναλογία προσφοράς – ζήτησης, το κόστος μεταφοράς και αποθήκευσης και η αύξηση της τιμής των γεωργικών εισροών, εξηγούν μόνο εν μέρει την επισιτιστική κρίση του 2007-2008.
«Σημαντικό μέρος των αυξήσεων των τιμών και της μεταβλητότητας των τροφίμων μπορεί να εξηγηθεί μόνο από την εμφάνιση μιας κερδοσκοπικής φούσκας» ξεκαθάριζε, επισημαίνοντας τον ρόλο της εισόδου στις αγορές παραγώγων που βασίζονται σε τρόφιμα «ισχυρών θεσμικών επενδυτών» που «δεν ενδιαφέρονται για τα γεωργικά θεμελιώδη μεγέθη της αγοράς», η οποία «κατέστη δυνατή λόγω της απορρύθμισης σε σημαντικές αγορές εμπορευμάτων παραγώγων που ξεκίνησε το 2000».
Ο De Schutter προειδοποιούσε ότι οι παράγοντες αυτοί δεν έχουν αντιμετωπιστεί και «είναι ακόμη ικανοί να τροφοδοτήσουν την άνοδο των τιμών πέραν των επιπέδων που θα δικαιολογούνταν από κινήσεις στα θεμελιώδη μεγέθη της προσφοράς και της ζήτησης». Οπως και συνέβη πριν από μόλις δύο χρόνια.
Η κρίση του 2022
Την άνοιξη του 2022, ενώ ο πλανήτης παρακολουθούσε τις εξελίξεις στην Ουκρανία, στο Χρηματιστήριο Εμπορευμάτων του Σικάγο οι traders έσπευδαν να επενδύσουν σε σιτάρι και καλαμπόκι, προσδοκώντας κέρδη από τη διαφαινόμενη κατάρρευση των εξαγωγών σιτηρών από τον «σιτοβολώνα του πλανήτη».
Σύμφωνα με έκθεση της Διεθνούς Ομάδας Εμπειρογνωμόνων για Αειφόρα Συστήματα Τροφίμων (IPES-Food), «ο όγκος συναλλαγών στο Χρηματιστήριο του Σικάγο αυξήθηκε μόλις ξέσπασε ο πόλεμος, με τις συναλλαγές για το μαλακό κόκκινο σιτάρι να εκτοξεύονται ήδη από την πρώτη ημέρα της ρωσικής εισβολής και να φτάνουν στο peak στις αρχές Μαρτίου». Σε μόλις εννέα ημέρες η τιμή του σιταριού στις αγορές συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης σημείωσε άλμα 54%.
Και πριν από την έναρξη του πολέμου, άλλωστε, οι θεσμικοί είχαν ήδη λάβει «θέσεις μάχης»: Το μερίδιό τους στις αγορές σιταριού και αραβοσίτου είχε αυξηθεί σημαντικά από τα τέλη του 2020, όταν λόγω πανδημίας άρχισαν να ανεβαίνουν οι τιμές των τροφίμων, σκαρφαλώνοντας στο 50% τον Απρίλιο του 2022. Παρόμοια ήταν η εικόνα και στην άλλη όχθη του Ατλαντικού, με τις ΜΚΟ Terre Solidaire και Foodwatch να σημειώνουν ότι από τον Ιανουάριο του 2020 έως τον Σεπτέμβριο του 2022 το μερίδιο των θεσμικών στην ευρωπαϊκή αγορά σιτηρών σκαρφάλωσε από το 25% στο 50%, έχοντας αγγίξει το 70% τον Ιούνιο του 2022.
Από τις τεχνητές ελλείψεις στον κίνδυνο επισιτιστικής κρίσης
Η κλίμακα της σημερινής αστάθειας των τιμών και ο αδιαφανής και δυσλειτουργικός χαρακτήρας των αγορών
Το πάρτι των κερδοσκόπων στην αγορά τροφίμων δεν πέρασε απαρατήρητο και από την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή του Ευρωκοινοβουλίου, που σε έκθεσή της τον Ιούλιο του 2022 ξεκαθάριζε ότι «η κλίμακα της σημερινής αστάθειας των τιμών μπορεί να εξηγηθεί μόνο εν μέρει από τα θεμελιώδη στοιχεία της αγοράς», καθώς «ένα από τα βασικά ελαττώματα του συστήματος τροφίμων που μετέτρεψε την ουκρανική κρίση σε παγκόσμια κρίση επισιτιστικής ασφάλειας είναι ο αδιαφανής και δυσλειτουργικός χαρακτήρας των αγορών σιτηρών».
Μανία και πανικός
Στη σχετική έκθεσή της η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή του Ευρωκοινοβουλίου εξηγούσε ότι «οι αυξανόμενες τιμές και η μυστικότητα σχετικά με τη διατήρηση αποθεμάτων [σιτηρών] καλλιεργούν φόβο και πανικό», που «σε περιόδους μεγάλης αβεβαιότητας, όπως στον απόηχο του πολέμου στην Ουκρανία, οδηγούν σε υπερβολικά επίπεδα τιμών και αστάθεια καθώς οι κερδοσκόποι, που ακολουθούν το ρεύμα της ανόδου των τιμών, κυριαρχούν στην αγορά». Οι υψηλές τιμές, άλλωστε, γεννούν φόβους για ελλείψεις εφοδιασμού, αυξάνοντας την προληπτική αποθήκευση με αποτέλεσμα να προκαλούνται τεχνητές ελλείψεις στην αγορά, οι οποίες, σαν σε αυτοεκπληρούμενη προφητεία, στηρίζουν περαιτέρω τις τιμές.
Πρόκειται για μια ακόμη παρενέργεια του χρηματιστηριακού τζόγου με τα τρόφιμα: «Στα χρηματιστήρια οι επενδυτές κινούνται με αγελαίο και όχι ψύχραιμο και μελετημένο τρόπο» λέει ο καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Σταύρος Μαυρουδέας. «Προκαλούνται μανίες (ότι τα πράγματα θα πάνε εσαεί καλά) και πανικοί (ότι επέρχεται καταστροφή), ενώ τα πράγματα δεν είναι ούτε στη μία ούτε στην άλλη περίπτωση ακριβώς έτσι» εξηγεί. «Τα ένστικτα αυτά, που εμφανίζονται με το παραμικρό, κυριαρχούν στην περίπτωση ενός πολέμου». Ο ίδιος, πάντως, ξεκαθαρίζει ότι η έκρηξη των τιμών στα τρόφιμα δεν οφείλεται μόνο στο χρηματιστήριο, αλλά και στον πληθωρισμό των κερδών ή «πληθωρισμό της απληστίας».
«Τελευταία προειδοποίηση»
Προς το παρόν, όσο τα χρηματιστηριακά παιχνίδια με την παγκόσμια διατροφική επάρκεια παραμένουν εκτός δημόσιας συζήτησης και κατ’ επέκταση εκτός προτάσεων πολιτικής, ο κίνδυνος μια διαταραχή στην παραγωγή ή στα logistics, λόγω της κλιματικής κρίσης ή του τεταμένου γεωπολιτικού σκηνικού, να μετατραπεί σε μια σοβαρή επισιτιστική κρίση παραμένει παρών. Ο πληθωρισμός των τροφίμων, εξάλλου, εξακολουθεί να εμφανίζεται επίμονος σε παγκόσμιο επίπεδο.
Τον Μάιο ο Δείκτης Τιμών Τροφίμων του FAO διαμορφώθηκε στις 120,4 μονάδες, υψηλότερα κατά 0,9% σε σχέση με τον Απρίλιο, καθώς οι αυξήσεις στους δείκτες τιμών για τα δημητριακά και τα γαλακτοκομικά προϊόντα αντιστάθμισαν ελαφρώς τις μειώσεις στη ζάχαρη και στα φυτικά έλαια. Αν και οι 120,4 μονάδες παραμένουν πολύ χαμηλότερα από το ανώτατο όριο των 160,2 μονάδων που καταγράφηκε τον Μάρτιο του 2022, πρόκειται για την τρίτη συνεχόμενη μηνιαία αύξηση ενός δείκτη που κινείται πλέον σταθερά πολύ μακριά από το επίπεδο των 93 έως 98,1 μονάδων εντός του οποίου κυμάνθηκε την περίοδο 2015-2020.
Κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου, η αμερικανική ΜΚΟ IPES-Food προειδοποιούσε σε έκθεσή της το 2022 ότι η τρίτη επισιτιστική κρίση μέσα σε 15 χρόνια που πυροδότησε ο πόλεμος στην Ουκρανία αποτελεί την «τρίτη και τελευταία προειδοποίηση», αφού τυχόν «αποτυχία μεταρρύθμισης των επισιτιστικών συστημάτων θα αφήσει όλο και περισσότερους ανθρώπους στο έλεος της ανθρωπιστικής βοήθειας, ευάλωτους στη μαζική πείνα. Είναι ζωτικής σημασίας να δράσουμε τώρα για την ανοικοδόμηση της επισιτιστικής ασφάλειας σε μια νέα και μόνιμη βάση» κατέληγε η έκθεση.
Συναλλαγές
Πώς αγοράζουν οι χονδρέμποροι στην Ελλάδα
Η ελληνική γεωργική παραγωγή δεν διέρχεται μέσα από τα χρηματιστήρια τροφίμων, ωστόσο οι τιμές στις οποίες αγοράζουν οι χονδρέμποροι τα αγροτικά προϊόντα επηρεάζονται καθοριστικά από τις τιμές που διαμορφώνονται στις διεθνείς αγορές.
Οπως εξηγεί ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και διευθυντής του Εργαστηρίου Αγροτικής Οικονομίας και Καταναλωτικής Συμπεριφοράς Γιώργος Βλόντζος, «οι χονδρέμποροι πάντα αγοράζουν έχοντας υπ’ όψιν την τιμή των συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης στη διεθνή αγορά. Δεν πρόκειται, δηλαδή, για μια αποκλειστικά διμερή συμφωνία μεταξύ παραγωγών και εμπόρων».
Ο ίδιος υποστηρίζει ότι στις διεθνείς αγορές οι τιμές καθορίζονται με αντικειμενικό τρόπο, «καθώς το pool των συναλλαγών είναι μεγάλο και δεν μπορεί κάποιος εύκολα να χειραγωγήσει την αγορά», χωρίς αυτό να σημαίνει ότι μπορεί να αποκλειστεί οποιαδήποτε πιθανότητα κερδοσκοπικών παιχνιδιών με τις τιμές.
ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ: Αγγελος Σκορδάς
ΓΡΑΦΕΙ: Γιώργος Μουρμούρης
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Παναγιώτης Σωτήρης