Ικανοποίηση για την πορεία των αποτελεσμάτων τους έως σήμερα, αλλά αβεβαιότητα για την επίδραση που θα έχει στον χρηματοπιστωτικό κλάδο ο δύσκολος κατά τα φαινόμενα ερχόμενος χειμώνας, επικρατεί στις τραπεζικές διοικήσεις. «Οι στόχοι μας για το 2022 δεν τίθενται υπό αμφισβήτηση. Με ρυθμό ανάπτυξης κατ’ ελάχιστον 3%, δεν αναμένουμε ανατροπές. Το θέμα είναι τι θα συμβεί από το δ’ τρίμηνο και ύστερα και πώς θα κινηθεί η οικονομία το 2023» σημειώνει πηγή από συστημικό όμιλο.
Η αλήθεια είναι ότι η εφετινή χρήση ξεκίνησε με μεγάλες προσδοκίες. Μετά το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία ωστόσο και το άνευ προηγουμένου πληθωριστικό κύμα που σπρώχνει την ευρωπαϊκή οικονομία προς την ύφεση, η ανατροπή των επιχειρησιακών σχεδιασμών των τραπεζών δεν αποτελεί πλέον απίθανο σενάριο.
Το μακροοικονομικό μέτωπο
Οπως επισημαίνει σχετικά αναλυτής που παρακολουθεί τον κλάδο, «η εικόνα των μεγεθών του α’ εξαμήνου, παρά τις μικρές αρρυθμίες που υπάρχουν, δεν θα παραπέμπει σε καμία περίπτωση σε κρίση. Η οργανική κερδοφορία θα κινηθεί σε ικανοποιητικά, βάσει των αρχικών προβλέψεων, επίπεδα, ενώ δεν αναμένονται εκπλήξεις από το μέτωπο του κόστους για τον πιστωτικό κίνδυνο, μιας και ακόμη δεν διαφαίνεται πισωγύρισμα στα κόκκινα δάνεια».
Ανάλογες είναι οι εκτιμήσεις του και για το γ’ τρίμηνο της χρονιάς, λόγω της πολύ καλής πορείας του τουρισμού, που εφέτος δεν αποκλείεται να καταγράψει νέο ιστορικό υψηλό ως προς τις εισπράξεις. «Συμπερασματικά, το 2022 δεν θα πρέπει να μας ανησυχεί. Το θέμα είναι ποιο μακροοικονομικό σενάριο τελικά θα επικρατήσει το 2023» συμπληρώνει.
Οπως εξηγεί, «οι επιπτώσεις στην Ελλάδα από μία νέα επιδείνωση της κρίσης τους επόμενους μήνες θα είναι μικρότερες, όπως όλα δείχνουν, σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρώπη, ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα κινδυνέψει το αναπτυξιακό της αφήγημα. Ακόμη όμως και στην περίπτωση μιας πολύ μικρής ύφεσης την επόμενη χρονιά, οι τράπεζες, με την υποστήριξη και του επόπτη, θα είναι σε θέση να καλύψουν γρήγορα το χαμένο έδαφος».
Τα αποτελέσματα του β’ τριμήνου
Αναφορικά με τα αποτελέσματα β’ τριμήνου 2022 που θα ανακοινώσουν τις επόμενες ημέρες οι Alpha Bank, Eurobank, Εθνική Τράπεζα και Τράπεζα Πειραιώς, οι γενικές τάσεις που αναμένει είναι οι εξής:
Καθαρά έσοδα από τόκους: Σε επίπεδο κλάδου θα υπάρξει μείωσή τους σε ετήσια βάση με διψήφιο ποσοστό, καθώς το 2021 ολοκληρώθηκαν συναλλαγές-μαμούθ για την εξυγίανση των ισολογισμών. Τη μεγαλύτερη πτώση θα παρουσιάσουν οι Alpha Bank και Τράπεζα Πειραιώς, που αποενοποίησαν μεγάλο όγκο μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων. Σε επαναλαμβανόμενη βάση ωστόσο εκτιμάται ότι θα υπάρξει βελτίωση, καθώς η ζήτηση για επιχειρηματικά δάνεια παραμένει στο πρώτο μισό του 2022 ισχυρή, ενώ και τα έξοδα για τόκους βρίσκονται σε ιστορικά χαμηλά.
Καθαρά έσοδα από προμήθειες: Ανοδικά θα κινηθούν οι σχετικές εισπράξεις, ωστόσο οι ετήσιοι ρυθμοί ανόδου θα επιβραδυνθούν σε σχέση με το 2021. Κι αυτό διότι η σύγκριση γίνεται με τις πολύ καλές επιδόσεις της προηγούμενης χρονιάς. Η πιστωτική επέκταση στην επιχειρηματική πίστη διατηρείται σε ικανοποιητικά επίπεδα, ενώ υψηλά είναι και τα έσοδα από ηλεκτρονικές συναλλαγές.
Εξοδα: Τα λειτουργικά κόστη έχουν υποχωρήσει αρκετά σε σχέση με λίγα χρόνια πριν και τα περιθώρια περαιτέρω αποκλιμάκωσης στενεύουν. Δεν αποκλείονται δε και κάποιες μικρές πιέσεις λόγω πληθωρισμού. Σε ετήσια βάση μία μέση μείωση κατά 1%-2% θα ήταν λογική.
Προβλέψεις: Με βάση την εικόνα από την πορεία των εισπράξεων στα δάνεια, εξυπηρετούμενα και ρυθμισμένα, δεν δικαιολογείται κάποια αναπροσαρμογή στην πολιτική των προβλέψεων. Εκτός κι αν οι τραπεζικές διοικήσεις επιλέξουν να κινηθούν προληπτικά στο τρέχον περιβάλλον αβεβαιότητας.