Σε άτοκους λογαριασμούς ή σε προϊόντα με πολύ χαμηλό επιτόκιο, κάτω από το 0,04%, έχουν πλέον τοποθετημένο το 67% της καταθέσεών τους, περί τα 81 δισ. ευρώ, τα νοικοκυριά.
Πρόκειται για το υψηλότερο ποσοστό που καταγράφεται μετά την είσοδο της χώρας στην ευρωζώνη. Η διαμόρφωσή του σε αυτά τα επίπεδα είναι αποτέλεσμα της συνεχούς, από τα μέσα του 2019, μείωσης των υπολοίπων στις προθεσμιακές καταθέσεις και της μεταφοράς κεφαλαίων και σε λογαριασμούς πρώτης ζήτησης (Ταμιευτήριο, τρεχούμενοι λογαριασμοί).
Στο εννεάμηνο του 2020 οι εκροές από προγράμματα προκαθορισμένης διάρκειας ξεπέρασαν τα 4,20 δισ. ευρώ και τα υπόλοιπά τους διαμορφώθηκαν στα 39,20 δισ. ευρώ, 6 δισ. ευρώ χαμηλότερα σε σχέση με το υψηλό του 2019.
Σύμφωνα με τραπεζικές πηγές, οι τάσεις φυγής από τα προϊόντα της κατηγορίας είναι αποτέλεσμα κατά βάση των συνεχώς μειούμενων αποδόσεών τους, οι οποίες πλέον δεν ξεπερνούν στους συστημικούς ομίλους το 0,20%, κι αυτό για ποσά άνω των 100.000 ευρώ.
Ως εκ τούτου, οι καταθέτες, τονίζουν οι ίδιοι κύκλοι, έχουν σταματήσει να ψάχνουν για ευκαιρίες δημιουργίας εισοδήματος μέσω των προθεσμιακών καταθέσεων. Ορισμένοι στρέφονται σε εναλλακτικές μορφές αποταμίευσης, όπως τα αμοιβαία κεφάλαια, ενώ άλλοι κρατούν τα χρήματά τους σε λογαριασμούς στους οποίους έχουν άμεση πρόσβαση, για την περίπτωση που παρουσιαστεί κάποια ανάγκη.