Με την αποεπένδυση του κράτους από τις ελληνικές τράπεζες να εισέρχεται στην τελική της ευθεία, η συζήτηση για το είδος και την ποιότητα των επενδυτών που είναι διατεθειμένοι να τοποθετηθούν στην εγχώρια αγορά έχει ενταθεί.
Μπορεί οι εξωγενείς κίνδυνοι να παραμένουν αυξημένοι, ιδιαίτερα μετά το ξέσπασμα της κρίσης στη Μέση Ανατολή, οι συνθήκες ωστόσο στην οικονομία και στο χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι οι καλύτερες των τελευταίων 15 ετών.
Η βαθμίδα
Οι τέσσερις μεγάλοι όμιλοι έχουν πετύχει την εξυγίανση των ισολογισμών τους, διαθέτουν ισχυρούς δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας και ρευστότητας, ενώ η κερδοφορία τους οδεύει εφέτος προς νέα πολυετή υψηλά, ανοίγοντας τον δρόμο για διανομή μερίσματος, για πρώτη φορά από το 2008. Ταυτόχρονα, η επιστροφή στην επενδυτική βαθμίδα μειώνει τον κίνδυνο της χώρας, το μακροοικονομικό περιβάλλον είναι αισθητά καλύτερο από την υπόλοιπη Ευρώπη, ενώ οι διαθέσιμοι πόροι μέσω των αναπτυξιακών προγραμμάτων δημιουργούν τις προϋποθέσεις για έκρηξη των επενδύσεων τα επόμενα χρόνια.
Οι οιωνοί
Οι οιωνοί λοιπόν για τη διάθεση του 40% της Εθνικής Τράπεζας, του 27% της Τράπεζας Πειραιώς και του 9% της Alpha Bank είναι θετικοί.
Η αλήθεια είναι πως η διάθεση για ανάληψη ελληνικού ρίσκου από διεθνή και εγχώρια επενδυτικά σχήματα, σύμφωνα με τις επαφές που πραγματοποιούν τους τελευταίους μήνες οι σύμβουλοι του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ), καταγράφεται αυξημένη. Το ερώτημα όμως για το προφίλ των επενδυτών που θα προσελκύσει ο κλάδος παραμένει.
Θέση για αυτό το ζήτημα πήρε με πρόσφατη δημόσια τοποθέτησή του ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας. Κατά τον κεντρικό τραπεζίτη θα είναι ιδιαίτερα θετική εξέλιξη η συμμετοχή ιδρυμάτων διεθνούς εμβέλειας, ως στρατηγικών επενδυτών στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Εως σήμερα όμως δεν διαφαίνεται ενδιαφέρον από μεγάλο χρηματοπιστωτικό οργανισμό για τα πακέτα μετοχών που θα πουλήσει το ΤΧΣ.
Τι δεν αρέσει
Σύμφωνα με αναλυτές που παρακολουθούν τον κλάδο το εγχείρημα προσέγγισης μεγάλων ξένων τραπεζών εμφανίζει αντικειμενικές δυσκολίες. Πρόκειται κυρίως για τις εξής:
1 Το κακό παρελθόν: Στα χρόνια άνθησης της εγχώριας τραπεζικής αγοράς μετά την είσοδο της χώρας στο ευρώ, δεν ήταν λίγοι οι ξένοι όμιλοι που τοποθετήθηκαν στην Ελλάδα, διαβλέποντας ισχυρούς ρυθμούς πιστωτικής επέκτασης.
Η εκτίμηση αυτή επιβεβαιώθηκε πανηγυρικά. Το υπόλοιπο των δανείων του ιδιωτικού τομέα από τα επίπεδα των 75 δισ. ευρώ τον Δεκέμβριο του 2021 αναρριχήθηκε μέσα σε λιγότερο από 10 χρόνια πάνω από τα 250 δισ. ευρώ, ξεπερνώντας το ελληνικό ΑΕΠ.
Παρά ταύτα, τα αποτελέσματα που πέτυχαν μεγάλες τράπεζες, με μακρόχρονη εμπειρία και τεχνογνωσία ήταν απογοητευτικά.
Οι ζημιογόνες χρήσεις ήταν συνεχείς, ενώ μετά το κούρεμα του ελληνικού χρέους το 2012, αναγκάστηκαν να πληρώσουν για να εγκαταλείψουν την Ελλάδα! Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Credit Agricole, που ήλεγχε την Εμπορική Τράπεζα. Για την πώλησή της υποχρεώθηκε να πληρώσει 3 δισ. ευρώ.
2 Το εποπτικό πλαίσιο: Παρά τις σημαντικές βελτιώσεις που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια στο εποπτικό πλαίσιο για τις διασυνοριακές συγχωνεύσεις στην ΕΕ, οι αγκυλώσεις παραμένουν.
Οι σημερινοί κανόνες δεν επιτρέπουν την απεριόριστη χρήση κεφαλαίων και ρευστότητας από τις τοπικές θυγατρικές σε επίπεδο ομίλου. Το γεγονός αυτό λειτουργεί ως αντικίνητρο για μία ξένη τράπεζα που θα ενδιαφερόταν να επενδύσει σε ελληνικό πιστωτικό ίδρυμα.
3 Λείπει το cash: Στόχος της κυβέρνησης είναι να λάβει μετρητά για τη διάθεση των μετοχικών πακέτων που ελέγχει μέσω του ΤΧΣ.
Πόσες όμως τράπεζες στην Ευρώπη έχουν τη δυνατότητα να κάψουν κεφάλαια, χωρίς να αυξηθούν υπέρμετρα οι κίνδυνοι, ειδικά στο σημερινό περιβάλλον ακριβού χρήματος και γεωπολιτικής αβεβαιότητας; Η απάντηση είναι ότι δεν είναι πολλές.
4 Τα ποσοστά του ΤΧΣ: Ενα ακόμη ζήτημα έχει να κάνει με το μέγεθος των ποσοστών που διαθέτει το ΤΧΣ. Εχει νόημα για έναν μεγάλο οργανισμό να αποκτήσει το 10% ή 20% μιας ελληνικής τράπεζας, ακόμη κι αν ελέγχει τη διοίκησή της; Ποια θα είναι τα επόμενα βήματα;
Το μικρό μέγεθος της αγοράς
5 Μία ακόμη παράμετρος που μπορεί να λειτουργήσει αποτρεπτικά σχετίζεται με το μέγεθος των ελληνικών ομίλων. Μπορεί οι δείκτες απόδοσης ιδίων κεφαλαίων να διαμορφώνονται πλέον στη ζώνη του 15%, ωστόσο σε απόλυτους αριθμούς τα κέρδη είναι σημαντικά χαμηλότερα σε σχέση με τα αποτελέσματα των μεγάλων πιστωτικών ιδρυμάτων στη ζώνη του ευρώ. «Δύσκολα μπορεί να εξελιχθεί σε game changer για έναν ισχυρό ευρωπαϊκό όμιλο η απόκτηση ελληνικής τράπεζας. Γιατί λοιπόν να μπει σε αυτή τη διαδικασία, αναλαμβάνοντας τους κινδύνους που συνεπάγεται μία τέτοια κίνηση;» σημειώνει χαρακτηριστικά τραπεζική πηγή.
Ισχυρή ζήτηση από θεσμικούς
«Η παρουσία μεγάλων ξένων τραπεζών θα ήταν ένα εξαιρετικό σενάριο και θα αποτελούσε και επιθυμία του Ταμείου, αλλά για την ώρα δεν έχει εκδηλωθεί τέτοιο ενδιαφέρον» σημείωσε ο CEO του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ), Ηλίας Ξηρουχάκης, προ ημερών κατά τη διάρκεια γεύματος που παρέθεσε η διοίκηση της Eurobank, με αφορμή την ολοκλήρωση της επαναγοράς του 1,4% των μετοχών της, μέσω της οποίας καθίσταται η πρώτη τράπεζα χωρίς κρατική συμμετοχή.
Πρόσθεσε όμως πως καταγράφεται ισχυρή ζήτηση από πλήθος αξιόπιστων θεσμικών επενδυτών μακροπρόθεσμου επενδυτικού ορίζοντα, που υπό το φως των ιδιαίτερα θετικών μακροοικονομικών εξελίξεων αλλά και των μεσομακροπρόθεσμων αναπτυξιακών προοπτικών επιθυμούν να επενδύσουν στη χώρα και κυρίως στον τραπεζικό τομέα.