Υστερα από μια 8ετία (2012-2019) που οι επενδύσεις παγίων κυμαίνονταν κατά μέσο όρο στο 11,1% του ονομαστικού ΑΕΠ, το 2022 διαμορφώθηκαν στο 13,7%, ποσοστό που αντιστοιχεί σε €28,5 δισ. σε τρέχουσες τιμές (€26,7 δισ. σε σταθερές τιμές ή 13,9% του πραγματικού ΑΕΠ). Παρά ταύτα, για άλλο ένα έτος, το 13ο στη σειρά, υπολείπονταν των αποσβέσεων παγίων, με αποτέλεσμα την περαιτέρω μείωση του κεφαλαιακού αποθέματος της οικονομίας (επενδυτικό κενό) για την περίοδο 2010-2022 σε απώλειες €101,1 δισ. σε τρέχουσες τιμές.
Οι επενδύσεις παγίων συνέχισαν πάντως να αυξάνονται και το α’ τρίμηνο του 2023 (+8,2%), για ένατο συνεχόμενο τρίμηνο, προσεγγίζοντας το 14% του ΑΕΠ, επιστρέφοντας έτσι στα επίπεδα του 2011, καθώς απέχουν κατά πολύ τόσο από το υψηλό του 26% του ΑΕΠ που κινούνταν στην κορυφή πριν από την κρίση χρέους το 2007 όσο και του μέσου όρου στην ευρωζώνη που κινούνται στο 22% του ΑΕΠ.
Ελεγχος ελλειμμάτων
Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, τα τρία τελευταία χρόνια οι επενδύσεις παγίων στην ελληνική οικονομία βρίσκονται σε φάση ανάκαμψης, αν και η αύξηση των συνολικών επενδύσεων την ίδια περίοδο χρηματοδοτήθηκε κυρίως από εξωτερικό δανεισμό, στοιχείο που αντανακλάται στην αύξηση του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών στο 9,7% το 2022, καθώς η ελληνική οικονομία δεν έχει μεταρρυθμιστεί επαρκώς, ώστε όταν αυξάνει ο ρυθμός ανάπτυξης να μην αυξάνονται, και μάλιστα με υψηλότερο ρυθμό, και οι εισαγωγές. Ο έλεγχος των δίδυμων ελλειμμάτων, δημοσιονομικού και εξωτερικού, είναι προϋπόθεση για την επίτευξη διατηρήσιμης ανάπτυξης.
Εχουμε δει και στο παρελθόν περιόδους ταχείας ανάπτυξης της οικονομίας, η οποία όμως προερχόταν από ένα υπόδειγμα βασισμένο στην κατανάλωση Δημοσίου και ιδιωτών, με καύσιμο τον δανεισμό. Αυτό το υπόδειγμα ανάπτυξης κατέληγε σε ανισορροπίες, τόσο του Ισοζυγίου Τρεχουσών Συναλλαγών (ΙΤΣ) όσο και των δημόσιων οικονομικών, οι οποίες ήταν και ο πραγματικός λόγος για τον οποίο ξέσπασε η κρίση χρέους το 2009. Ως εκ τούτου, δεν έχει σημασία μόνο το μέγεθος της οικονομικής ανάπτυξης αλλά και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της, ήτοι εάν προέρχεται από ένα ισόρροπο υπόδειγμα ανάπτυξης, περισσότερο βασισμένο σε επενδύσεις και εξαγωγές, το οποίο να μην προκαλεί εξωτερικά και δημοσιονομικά ελλείμματα.