Περιβάλλον αβεβαιότητας, ενδεχόμενων ανατροπών ή αναπροσαρμογών και, προς το παρόν, ελεγχόμενης ανησυχίας, διαμορφώνεται για την ελληνική κυβέρνηση λόγω της πολεμικής σύρραξης στη Μέση Ανατολή.
Αμεση προτεραιότητα δίδεται σε αυτή τη συγκυρία στην εθνική ασφάλεια, εντός και εκτός συνόρων. Το θέμα συζητήθηκε εκτενώς στη συνεδρίαση του ΚΥΣΕΑ την Πέμπτη. Εκεί αποφασίστηκε η επαγρύπνηση για μία ενδεχομένως εκρηκτική αύξηση προσφυγικών ροών από τη Μέση Ανατολή, η ενισχυμένη επιτήρηση στόχων εβραϊκού/ισραηλινού αλλά και μουσουλμανικού ενδιαφέροντος, καθώς και η ενίσχυση των μέτρων ασφαλείας στις πύλες εισόδου της χώρας, πρωτευόντως στα αεροδρόμια.
Ενδεικτική της ανησυχίας που επικρατεί στην Αθήνα ήταν η αναφορά του Πρωθυπουργού κατά την έκτακτη τηλεδιάσκεψη του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος την Παρασκευή. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης επανέλαβε τη στήριξη της Ελλάδας στο Ισραήλ, όμως προσέθεσε και ότι οι κανόνες εμπλοκής ενός οργανωμένου κράτους δεν πρέπει να εξομοιώνονται με εκείνους μιας τρομοκρατικής οργάνωσης. Ταυτόχρονα υπογράμμισε ότι θα πρέπει να αποφευχθεί μία ανθρωπιστική κρίση στην περιοχή.
Στόχος παραμένει πάντως να διατηρηθεί ο ρόλος της χώρας ως αξιόπιστου συνομιλητή με τις κυβερνήσεις της Αιγύπτου, της Ιορδανίας, των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων και της Σαουδικής Αραβίας.
Το αίνιγμα της Τουρκίας
Στην Αθήνα εξετάζουν και αναλύουν, επίσης, τις ενδεχόμενες ανατροπές πολιτικών επιλογών, κυρίως στο πεδίο των εσχάτως αναβαθμισμένων επαφών μεταξύ της ελληνικής και της τουρκικής κυβέρνησης.
Η ταχύτητα με την οποία ο Ταγίπ Ερντογάν έπειτα από την τρομοκρατική επίθεση της Χαμάς έσπευσε να στραφεί με σφοδρότητα κατά των ΗΠΑ και να αναβαπτισθεί ως προστάτης των απανταχού σουνιτών μουσουλμάνων, αντιμετωπίζεται στην Αθήνα ως μία παράμετρος με πιθανές περιπλοκές και ανατροπές.
Η κυβέρνηση προσπαθεί να «διαβάσει» με ακρίβεια τη νέα μεταστροφή του τούρκου προέδρου και ειδικότερα να αξιολογήσει το χρονικό και γεωπολιτικό της βάθος και να εκτιμήσει αν πρόκειται για επιλογή οριστικής ρήξης με τη Δύση ή για ένα ακόμη τέχνασμα, με σκοπό την αναβάθμιση του ρόλου του, ως διαμεσολαβητή ή οτιδήποτε άλλο, στο δεύτερο ενεργό πολεμικό μέτωπο της περιόδου, έπειτα από εκείνο της Ουκρανίας.
Οποια και αν είναι η επιδίωξη του τούρκου προέδρου με αφορμή την ανάφλεξη στη Μέση Ανατολή πάντως, η νέα του μεταμόρφωση προσθέτει μία αστάθμητη παράμετρο στον ελληνοτουρκικό διάλογο.
Στρατιωτικοί και πολιτικοί παράγοντες επισημαίνουν ότι η κυβέρνηση θα πρέπει να επανεξετάσει τα δεδομένα και εκτιμούν ότι «η Ελλάδα δεν πρέπει σε αυτή τη συγκυρία να εμφανίζεται ως επισπεύδουσα», ενώ προσθέτουν ότι οι δίαυλοι επικοινωνίας μπορούν να παραμείνουν ανοιχτοί σε χαμηλότερο επίπεδο και στα λεγόμενα θέματα «χαμηλής πολιτικής».
Το Συμβούλιο Συνεργασίας
Υπό αυτό το πρίσμα η ελληνική κυβέρνηση επαναξιολογεί τη στάση της. Κυβερνητικές πηγές αποφεύγουν τον σχολιασμό, όμως στην ουσία παραμένει αυτή τη στιγμή άγνωστο ποια θα είναι η εξέλιξη των ελληνοτουρκικών επαφών, ακόμη και το αν θα προχωρήσει βάσει προγραμματισμού η σύγκληση του Ανωτάτου Συμβουλίου Συνεργασίας, το οποίο είχε ανακοινωθεί ότι θα πραγματοποιηθεί στις 7 Δεκεμβρίου στη Θεσσαλονίκη. Προφανώς, «στον αέρα» βρίσκεται και μία ενδεχόμενη νέα συνάντηση του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον πρόεδρο της Τουρκίας, στο πλαίσιο του ΑΣΣ.
Πέρα από το διπλωματικό κομμάτι, κυβερνητικοί παράγοντες σπεύδουν να καθησυχάσουν σε ό,τι αφορά τις επιπτώσεις στο πεδίο της οικονομίας, αν και στις επισημάνσεις τους διακρίνεται ότι η (σχετική) βεβαιότητά τους περιορίζεται στον βραχυπρόθεσμο ορίζοντα.