Η σκηνή, όπως τη μεταφέρουν γνώστες του παρασκηνίου της πενταμερούς συνάντησης για το Κυπριακό στη Γενεύη, είναι αυθεντική και αποκαλυπτική της περίπλοκης σχέσης που έχει αναπτυχθεί ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Τουρκία, η οποία είναι ταυτόχρονα ανεξάρτητη και περιπλεγμένη με τις ευρωπαϊκές και διεθνείς εξελίξεις.

Στη διάρκεια της συνάντησης, υπό τον γ.γ. του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες, ο τουρκοκύπριος ηγέτης Ερσίν Τατάρ έχανε ελαφρώς τον έλεγχο της αποδεκτής έντασης και ο τούρκος υπουργός Εξωτερικών αναγκαζόταν, μιλώντας του τουρκικά, να τον επαναφέρει ευγενικά στο πλαίσιο της συζήτησης.

Η στάση του Χακάν Φιντάν ήταν καθοριστική στο να μην οδηγηθεί σε ναυάγιο η συνάντηση, από την οποία έφυγαν όλοι ικανοποιημένοι. Ωστόσο, η σύλληψη του Εκρέμ Ιμάμογλου περιπλέκει ξανά την κατάσταση, σε πολλά επίπεδα. Η Αθήνα παρακολουθεί πολύ στενά τις εξελίξεις στην Τουρκία, μολονότι οι δημόσιες δηλώσεις είναι πολύ προσεκτικά διατυπωμένες, καθώς και η ΕΕ δεν έχει προβάλει σθεναρή στάση μέχρι στιγμής.

Ο υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Γεραπετρίτης δήλωσε ότι «παραχωρήσεις από το κράτος δικαίου και τις πολιτικές ελευθερίες δεν μπορεί να γίνονται ανεκτές» και ότι «οφείλονται πειστικές απαντήσεις». Αντιστοίχως, ο Κυριάκος Μητσοτάκης εξέφρασε την ανησυχία του για τις εξελίξεις, υπενθυμίζοντας ότι «η Τουρκία είναι χώρα υπό ένταξη στην ΕΕ».

Η εικόνα που έχουν αποκομίσει πολιτικοί και διπλωμάτες από τις επαφές τους στις Βρυξέλλες και σε άλλες σημαντικές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες είναι ότι η θέση της Τουρκίας έχει ενδυναμωθεί στα μάτια των συμμάχων.

Οι διαπραγματεύσεις για την αύξηση δαπανών για την άμυνα και η φθηνή και εξαγωγική πολεμική βιομηχανία της γειτονικής χώρας, η οποία διαθέτει ετοιμοπόλεμο στρατό, που μπορεί να σταλεί στην Ουκρανία και με κομβικό ρόλο στη συγκράτηση του Μεταναστευτικού, δείχνουν στους έλληνες αξιωματούχους ότι συντελείται μια μεγάλη αλλαγή. Και ότι ίσως μια αλλαγή πορείας και φιλοσοφίας είναι επιβεβλημένη.

Ανταλλάγματα αντί βέτο

Ορισμένοι έχουν αρχίσει να σκέπτονται ότι είναι ουτοπικό να επιχειρήσει η Ελλάδα από κοινού με την Κύπρο να μπλοκάρει πλήρως την αμυντική προσέγγιση ΕΕ – Τουρκίας και ότι θα ήταν πιο σώφρον να διεκδικήσει τα μέγιστα δυνατά ανταλλάγματα. Αν, λένε, προχωρήσει σε συμφωνίες με την ΕΕ και όντας χώρα του ΝΑΤΟ, δε θα είναι νοητό να διατηρήσει το casus belli και να απειλεί για την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών.

Ωστόσο, δεν έχουμε φτάσει ακόμα εκεί, το Κυπριακό προχωράει μετά βασάνων και η επιθετικότητα της Τουρκίας δεν έχει εξανεμιστεί. Προς το παρόν, η ελληνική πλευρά είναι πολύ ικανοποιημένη, και μάλιστα μιλάει για επιτυχία, από το γεγονός ότι στη Λευκή Βίβλο περιλήφθηκαν τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Απριλίου 2024, τα οποία περιείχαν όλες τις ελληνικές θέσεις.

Την ίδια ώρα,, μέρος της κοινής γνώμης και του πολιτικού συστήματος και στις δύο χώρες, είτε δε βλέπουν με καλό μάτι είτε απορρίπτουν ευθέως τις προσπάθειες προσέγγισης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η δήλωση του εκπροσώπου του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών, Οντζού Κετσελί, ότι «δεν υπάρχει κοινό έδαφος για τη λύση του Κυπριακού», αμέσως μετά την ολοκλήρωση της πενταμερούς.

Στη Γενεύη, πάντως, ορίστηκε νέα πενταμερής συνάντηση για τα τέλη Ιουλίου, γεγονός που καταδεικνύει πως η διαδικασία είναι και πάλι «ζωντανή», μετά από οχτώ χρόνια πλήρους στασιμότητας, καθώς από το 2017 και το Κραν Μοντανά, η διαδικασία βρισκόταν σε αδιέξοδο.

Ο Γκουτέρες χαρακτήρισε τη συνάντηση ως το «πιο σημαντικό βήμα για το Κυπριακό από το 2017 και έπειτα», ενώ αποφασίστηκε η διάνοιξη τεσσάρων σημείων διέλευσης στα οδοφράγματα, η αποναρκοθέτηση περιοχών που έχουν ακόμα νάρκες, η δημιουργία μιας τεχνικής επιτροπής για τη νεολαία, η εγκατάσταση φωτοβολταϊκών πάρκων στη νεκρή ζώνη, καθώς και η αποκατάσταση νεκροταφείων.

Επιπλέον, ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ γνωστοποίησε την απόφασή του για τον διορισμό ενός προσωπικού απεσταλμένου για το Κυπριακό.

Η ελληνική πλευρά θεωρεί ότι ο απευθείας δίαυλος επικοινωνίας που έχει αναπτύξει ο υπουργός Εξωτερικών, Γιώργος Γεραπετρίτης, με τον τούρκο ομόλογό του έπαιξε σημαντικό ρόλο στην επανεκκίνηση της διαδικασίας. Στο περιθώριο της πενταμερούς, μεταξύ Γεραπετρίτη και Φιντάν τέθηκε το θέμα του καλωδίου, της ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας – Κύπρου – Ισραήλ, σε μια στιγμή που η Τουρκία ενδιαφέρεται να επαναπροσεγγίσει τη Δύση και την Ευρώπη, και ο GSI είναι ευρωπαϊκό πρότζεκτ.

Οι δύο ΥΠΕΞ συζήτησαν το ενδεχόμενο να ξεκινήσουν ξανά οι έρευνες, πριν από το Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας, το οποίο αναμένεται να πραγματοποιηθεί στα τέλη Απριλίου, οπότε προγραμματίζεται και συνάντηση του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.

Επιστολές στην Κομισιόν

Την περασμένη Πέμπτη, σε συνάντηση που είχαν οι Ρυθμιστικές Αρχές Ελλάδας (ΡΑΑΕΥ) και Κύπρου (ΡΑΕΚ) επιβεβαίωσαν αμφότερες τη στήριξή τους στο έργο, αποστέλλοντας παράλληλα επιστολές στήριξης (support letters) στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την εκ νέου συμπερίληψή του στον 2ο Ενωσιακό Κατάλογο Έργων Κοινού και Αμοιβαίου Ενδιαφέροντος της Ευρωπαϊκής Ενωσης (PCI/PMI).

Όλα δείχνουν ότι η επανέναρξη των εργασιών για τον Great Sea Interconnector θα γίνει εντός του Απριλίου, ακόμα και αν δεν υπάρξει κάποια πρόοδος όσον αφορά τη στάση της Τουρκίας, η οποία αποτελεί και το μεγάλο «αγκάθι» σε σχέση με την πορεία των ερευνών.

Η ελληνική κυβέρνηση ξεκαθάρισε την πρόθεσή της να προχωρήσει η ηλεκτρική διασύνδεση Ελλάδας – Κύπρου – Ισραήλ και μάλιστα ο νέος υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Σταύρος Παπασταύρου, αναφέρθηκε εκτενώς στο έργο, στην πρώτη του ομιλία μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, χαρακτηρίζοντάς το «γεωστρατηγικής σημασίας».

Υπογράμμισε, επίσης, ότι η κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να το προχωρήσει, παρά τις όποιες προκλήσεις, ενώ η Αθήνα υπολογίζει στη διπλωματική πίεση που μπορεί να ασκηθεί για το έργο, τόσο από την ΕΕ όσο και από χώρες που εμπλέκονται άμεσα, όπως το Ισραήλ. Κάτι τέτοιο έγινε αντιληπτό και από την πρόσφατη τριμερή συνάντηση που είχαν στη χώρα μας οι υπουργοί Εξωτερικών Ελλάδας, Κύπρου και Ισραήλ.