Σε μια ιστορική πρόσκληση του Οικουμενικού Πατριαρχείου προς το Βατικανό, εκφράζεται σε ανακοινωθέν της Σύναξης της Ιεραρχίας «ομοθυμαδόν» η «ευχή» να καθιερωθεί κοινός εορτασμός του Πάσχα από το 2025.
Η αφορμή είναι ότι το 2025 έχουμε:
α) Μια σπάνια σύμπτωση του ορθόδοξου Πάσχα με το ρωμαιοκαθολικό.
β) Την επέτειο των 1.700 ετών από την Α’ Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια, που θέσπισε το 325 τον κοινό εορτασμό του Πάσχα μεταξύ των χριστιανών, αλλά και συνδέθηκε με κοσμογονικές διεργασίες (δογματικός καθορισμός του «ομοουσίου» στην Αγία Τριάδα, αντανακλωμένου σε μια «ομοούσια» – ομογενή – ανθρώπινη οικουμένη με συναρμογή της Εκκλησίας με τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, μεταφορά του κέντρου από τη Ρώμη στην οικοδομούμενη Κωνσταντινούπολη, καθιέρωση των Οικουμενικών Συνόδων με αυτοκρατορική σύγκληση και συνδρομή). Η επέτειος θεωρείται ως ιδανική αφετηρία για μια συνολική επανεκκίνηση του χριστιανισμού σε οικουμενική προοπτική, τιμώντας με επιτελεστική μίμηση το γεγονός ότι η Α’ Οικουμενική Σύνοδος είχε θεσμοθετήσει τον κοινό εορτασμό του Πάσχα. Η ευχή είναι μια «ευτυχής σύμπτωσις» του κοινού εορτασμού να μετατραπεί σε «απαρχήν καθιερώσεως».
Τι έλυσε η Α’ Οικουμενική Σύνοδος; Λόγω της ιστορικότητας της Σταυρώσεως, οι Εκκλησίες εξαρτούσαν το χριστιανικό Πάσχα από το ιουδαϊκό.
Οι Εβραίοι, όμως, είχαν σεληνιακό ημερολόγιο: Το ιουδαϊκό Πάσχα συνδεόταν με την εαρινή πανσέληνο, ήτοι τη 14η του μηνός Νισάν.
Προέκυπταν τρεις δυσκολίες:
α) Διαφορές μεταξύ σεληνιακού και ηλιακού ημερολογίου.
β) Δυσπαρακολούθητοι υπολογισμοί των ιουδαϊκών κοινοτήτων.
γ) Πολυδιάσπαση των διωκόμενων χριστιανικών κοινοτήτων.
Λύση ήταν η φόρμουλα το Πάσχα να εορτάζεται «την πρώτη Κυριακή μετά την πρώτη πανσέληνο μετά την εαρινή ισημερία».
Αυτό σήμανε ρήξη με την ιουδαϊκή παράδοση, αλλά και μια τριπλή σύνθεση: σεβασμό στην ιστορικότητα της Σταύρωσης κατά το ιουδαϊκό Πάσχα μέσω μιας έμμεσης σύνδεσης με την εαρινή πανσέληνο, πρόταξη της καινής χριστιανικής πίστης στην Ανάσταση την ημέρα του Κυρίου (Κυριακή) και συμπόρευση με το επίσημο ρωμαϊκό ημερολόγιο.
Ο ρόλος της αστρονομίας στον εορτασμό του Πάσχα
Ο εορτασμός του Πάσχα ήταν κοινός, ώσπου την αυγή της νεωτερικότητας η δυτική ανάπτυξη της αστρονομίας έφερε αίτημα για επιστημονικώς ακριβέστερο ημερολόγιο το 1582. Ονομάστηκε «γρηγοριανό» από τον καθιερωτή Πάπα Γρηγόριο ΙΓ΄, διαφοροποιούμενο από το «ιουλιανό» (Ιούλιος Καίσαρ). Οι προτεστάντες ακολούθησαν, ενώ υιοθετήθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα πρώτα από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και από την Εκκλησία της Ελλάδος το 1924, με κριτήριο ότι αποτελεί μια επιστημονική επικαιροποίηση, βασιζόμενη σε συγκριτικώς ακριβέστερα αστρονομικά δεδομένα. Ωστόσο, δεν ακολούθησαν όλες οι Ορθόδοξες Εκκλησίες (λ.χ. Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, Ρωσία, Γεωργία, Σερβία). Οσες ακολούθησαν το Οικουμενικό Πατριαρχείο έκαναν την εξαίρεση να εορτάζουν το Πάσχα με υπολογισμούς που προϋποθέτουν το προγενέστερο ιουλιανό ημερολόγιο. Ο σκοπός ήταν να υπάρχει κοινός εορτασμός του Πάσχα από τους ορθοδόξους ακόμη και σε βάρος της επιστημονικής συνέπειας. Οι ορθόδοξοι θεωρούσαν ως μεγαλύτερο σκάνδαλο το να μην εορτάζουν ειδικά το Πάσχα την ίδια ημέρα, ενώ τα Χριστούγεννα εορτάζονται έκτοτε σε διαφορετικές μέρες. Το Πάσχα είναι άλλωστε «κινητή» εορτή, ενώ τα Χριστούγεννα σταθερή.
Εναν αιώνα μετά, τα κριτήρια έχουν μετατοπιστεί. Η έμφαση είναι αφενός στη διομολογιακή οικουμενική ενότητα των χριστιανών και αφετέρου στη συμπόρευση με τα σχετικώς επικαιροποιημένα επιστημονικά δεδομένα (τα οποία έχουν ασφαλώς αλλάξει από το 1582 και αλλάζουν διαρκώς). Η «ευχή» του Οικουμενικού Πατριαρχείου σημαίνει την απόφαση να αποτελέσει έναν θεσμό που θα ηγηθεί με τόλμη στην κατεύθυνση της προόδου της επιστημονικής γνώσης και της ενότητας με τη Δύση. Το ερώτημα είναι αν οι υπόλοιπες Ορθόδοξες Εκκλησίες θα ακολουθήσουν ή αν, όπως και στη δεκαετία του 1920, θα υπάρξει ενδο-ορθόδοξη διαίρεση, με αποτέλεσμα ένα μέρος των σλαβικών (και ίσως όχι μόνο) Εκκλησιών να εμμείνουν στον παλαιό εορτασμό του Πάσχα, όπως ήδη κάνουν με τα Χριστούγεννα. Η πρωτοβουλία του Οικουμενικού Πατριαρχείου λαμβάνει χώρα εν μέσω κρίσης στις σχέσεις με το Πατριαρχείο Μόσχας, που δεν αναγνωρίζει την Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας (η οποία συγκροτήθηκε το 2018 με πρωτοβουλία του Οικουμενικού Πατριαρχείου) και δεν μνημονεύει όσους προκαθήμενους Εκκλησιών την αναγνωρίζουν.
Ενας κοινός εορτασμός του Πάσχα θα έθετε στο Πατριαρχείο Μόσχας ένα δύσκολο δίλημμα: αν ακολουθήσει, θα αντιμετωπίσει ενδεχομένως εσωτερική κρίση. Στη Ρωσία είναι τραυματικές οι μνήμες από το σχίσμα των «Παλαιόπιστων» (Ρασκόλνικοι, 1666), με αποτέλεσμα μια δυσανεξία της Ρωσικής Εκκλησίας σε «εξ Ελλήνων» μεταρρυθμίσεις. Αν δεν ακολουθήσει και προκληθεί ενδο-ορθόδοξη διαίρεση, θα υπάρξουν δύο μειονεκτήματα για το Πατριαρχείο Μόσχας: αφενός θα εμπεδωθεί ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο είναι η φωνή της προόδου και της συμφωνίας με την επιστήμη, ενώ το ίδιο είναι μια φωνή συντήρησης. Αφετέρου, θα υπάρξει μία σύμπτωση Οικουμενικού Πατριαρχείου και Πάπα Ρώμης, απομονώνοντας τη Μόσχα. Σημειωτέον ότι ο αργεντινός Πάπας Φραγκίσκος επιδεικνύει ενδιαφέρον για τον παγκόσμιο Νότο/Ανατολή, όπου κρίνεται το μέλλον του ρωμαιοκαθολικισμού: αφενός επιδιώκει βελτιωμένες σχέσεις με την Κίνα και αφετέρου αποφεύγει μια δριμεία καταδίκη του Πατριαρχείου Μόσχας για τον πόλεμο στην Ουκρανία. Φιλοδόξησε μάλιστα να αναλάβει ειρηνευτική διαμεσολάβηση, ενώ αξιοποίησε όραμα του 1917 (13 Οκτωβρίου, όπως και σήμερα) στη Φάτιμα της Πορτογαλίας προκειμένου να αφιερώσει την Ουκρανία και τη Ρωσία στην «Αμωμο Καρδία της Παρθένου Μαρίας», σύμφωνα με το ρωμαιοκαθολικό συμβολικό. Εξάλλου, η τρέχουσα ρωσική ιδεολογία βασίζεται, ως κληρονόμος της σοβιετικής, στην υπερπόντια αντι-αποικιοκρατία εναντίον της Δύσης (ενώ όμως και η Ουκρανία διαθέτει πρόταγμα ηπειρωτικής αντι-αποικιοκρατίας, αγωνιζόμενη εναντίον της Ρωσίας). Γι’ αυτό η Ρωσία θεωρεί ενδιαφέρον το άνοιγμα του Πάπα στον παγκόσμιο Νότο/Ανατολή και κομβική τη σχέση μαζί του.
Ο ρωσικός εξαιρετισμός
Ο κοινός εορτασμός μπορεί να δημιουργήσει νέα κατάσταση, όπου θα παρουσιαζόταν σύμπνοια μεταξύ Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως στον άξονα της προόδου και της ενότητας, ενώ η Μόσχα θα εμφανίζεται στον ρόλο της συντήρησης και της απομόνωσης. Βεβαίως, ένα μέρος της ρωσικής ιδεολογίας θεμελιώνεται στον ρωσικό παραδοσιοκρατικό εξαιρετισμό: Η ιδεολογία της «Τρίτης Ρώμης» βασίστηκε στο ότι η «Νέα Ρώμη» προσχώρησε στην πίστη της «Παλαιάς Ρώμης» κατά τη Σύνοδο της Φεράρας – Φλωρεντίας το 1438-1439 και στη συνέχεια κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς, με συνέπεια η ορθοδοξία, κατά τη ρωσική αντίληψη, να διατηρηθεί στην απομονωμένη Ρωσία. Σε μια ενδο-ορθόδοξη διαίρεση θα μπορούσε να υπάρξει παρόμοια ρωσική επίκληση της παραδοσιαρχικής «Τρίτης Ρώμης». Ωστόσο, στην παρούσα συγκυρία, οι καλές σχέσεις ειδικά με τον Πάπα Φραγκίσκο, που εμφανίζεται ως «γεφυροποιός» – όπως άλλωστε είναι και η ετυμολογία της λέξης «ποντίφικας» (pontifex) – θα ήταν σημαντικές για τη Μόσχα.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο δίνει το μήνυμα ότι είναι μια τολμηρή ηγεσία που καθορίζει η ίδια την ατζέντα και την προοπτική και εναπόκειται στις υπόλοιπες Εκκλησίες να ακολουθήσουν ή όχι. Υπάρχει πάντως και το ζήτημα πιθανών εσωτερικών σχισμάτων εντός κάθε Εκκλησίας, όπως είχε συμβεί στη δεκαετία του 1920, ιδίως στις ελληνόφωνες. Ηδη το Πατριαρχείο Μόσχας δραστηριοποιείται στην Αφρική σε βάρος του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας μετά την αναγνώριση από το τελευταίο της Αυτοκέφαλης Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας. Η τάση είναι η Ορθοδοξία να ιδεολογικοποιείται ώστε η ιδεολογική διαμάχη μεταξύ συντηρητικών και προοδευτικών να λαμβάνει de facto προτεραιότητα έναντι του de jure κριτηρίου της κανονικής εδαφικότητας ότι σε έναν συγκεκριμένο τόπο υπάρχει μόνο ένας επίσκοπος ως θεσμική ενότητα.
Αποτέλεσμα, μια μεταμοντέρνα «εκκλησιολογία του σουπερμάρκετ» κατά την οποία λ.χ. ένας προσήλυτος μπορεί να επιλέξει από μια πλειάδα ορθόδοξων επισκοπών/ενοριών αυτήν που τον εκφράζει ιδεολογικώς. Αυτό που συμβαίνει ήδη στη δυτική «Διασπορά» (παρωχημένος πλέον ο όρος) μπορεί να επεκταθεί στις εθνικές «μητροπόλεις», καθώς και στον παγκόσμιο Νότο/Ανατολή, ώστε να έχουμε πολλαπλές Εκκλησίες, άλλες συντηρητικές ιουλιανού ημερολογίου και άλλες προοδευτικές γρηγοριανού, εντείνοντας τη μεταμοντέρνα πολυδιάσπαση. Το γεγονός, πάντως, παραμένει ότι η «ευχή» του Οικουμενικού Πατριαρχείου αφορά μια οικουμενική ενότητα μαρτυρίας των χριστιανών στον σύγχρονο κόσμο.
Ο κ. Διονύσιος Σκλήρης είναι διδάκτορας Ελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Σορβόννης (Paris-IV).