Ηταν όντως ενήμερος ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν για την παρέμβαση της επικεφαλής του τμήματος καταπολέμησης της παράνομης διακίνησης αρχαιοτήτων της Τουρκίας, Ζεϊνέπ Μποζ,, υπέρ του επαναπατρισμού των Γλυπτών του Παρθενώνα, στην 24η Σύνοδο της Διακυβερνητικής Επιτροπής της UNESCO για την Επιστροφή των Πολιτιστικών Αγαθών στις Χώρες Προέλευσης (πραγματοποιήθηκε μεταξύ 29 και 30 Μαΐου); Είχε συμφωνηθεί στην Αγκυρα η «επεισοδιακή» τουρκική τοποθέτηση στο Παρίσι, που αιφνιδίασε τη βρετανική πλευρά καθώς κατέρριψε την ύπαρξη φιρμανιού νόμιμης αγοράς των Γλυπτών από τον λόρδο Ελγιν;
«Ηταν ίσως απροσδόκητο για κάποιους το ότι η Τουρκία δήλωσε δημόσια πως «δεν υπάρχει φιρμάνι». Ωστόσο το Ηνωμένο Βασίλειο επικαλέστηκε στη Σύνοδο την ύπαρξή του και εκπροσωπώντας την Τουρκία έπρεπε να απαντήσω. Οφειλα να τους διορθώσω. Αν δεν το έκανα, ως μέλος μιας χώρας που διατηρεί τα αρχεία του οθωμανικού κράτους, θα ήταν σαν να αποδεχόμασταν τον αναληθή ισχυρισμό» διευκρινίζει στο «Βήμα» η Ζεϊνέπ Μποζ, η οποία έχει πραγματοποιήσει σχετική έρευνα και «ουδέποτε συνάντησα οπουδήποτε το φιρμάνι. Ούτε σε δημοσιεύσεις ερευνητών ή ακαδημαϊκών. Οχι μόνο από την Τουρκία. Διεθνώς».
Χωρίς σκοπιμότητα
«Η Ελλάδα δεν είναι μόνη στη διεκδίκηση των Γλυπτών. Η Τουρκία θα την υποστηρίξει σε οτιδήποτε χρειαστεί» προσθέτει η κυρία Μποζ, αρνούμενη κατηγορηματικά ότι υπήρχε πολιτική σκοπιμότητα πίσω από την παρέμβασή της, ιδίως δε μετά τις αντιδράσεις – ακόμα και της UNESCO – για τη μετατροπή της Μονής της Χώρας, στην Κωνσταντινούπολη, σε μουσουλμανικό τέμενος. «Δεν ήταν «αντίβαρο» για τη Μονή της Χώρας, όπως διακινείται. Ηταν μια τοποθέτηση απολύτως ανεξάρτητη, ακόμα κι εκτός του πλαισίου των ομαλοποιημένων ελληνοτουρκικών σχέσεων. Απόρροια της αμοιβαίας συνεργασίας μας στην καταπολέμηση του λαθρεμπορίου πολιτιστικών αγαθών» υποστηρίζει.
Υπάρχει παρ’ όλα αυτά μια κρίσιμη «λεπτομέρεια» πίσω από την «ηχηρή» παρέμβαση της κυρίας Μποζ, όπως αποκαλύπτει η ίδια ως στέλεχος του υπουργείου Πολιτισμού της Τουρκίας στο «Βήμα». Προτού βρεθεί στη Σύνοδο της UNESCO, είχε εξασφαλίσει το «πράσινο» φως του προϊσταμένου της υπουργού Πολιτισμού υπέρ της Ελλάδας, στη σταθερή αντιπαράθεση Αθήνας – Λονδίνου.
Μετά την επίσημη επίσκεψή του στην Ελλάδα τον Μάιο, οπότε ξεναγήθηκε από την ελληνίδα ομόλογό του στην Ακρόπολη και στο Μουσείο Ακροπόλεως, ο τούρκος υπουργός Πολιτισμού Mεχμέτ Νούρι Ερσόι «ζήτησε να του παράσχουμε περισσότερες πληροφορίες για τα Γλυπτά. «Συνεχίστε να υποστηρίζετε με κάθε μέσο την Ελλάδα στην υπόθεσή της» ήταν η εντολή του, ζητώντας συγχρόνως να τον ενημερώνουμε λεπτομερώς για τις εξελίξεις» αναφέρει η κυρία Μποζ, αναγνωρίζοντας ότι η τοποθέτησή της στην UNESCO «θεωρήθηκε game changer για την ελληνική διεκδίκηση. Είναι; Δεν το πιστεύω. Επανέλαβα κάτι ήδη γνωστό. Το Ηνωμένο Βασίλειο αναφέρεται σε μια ιταλική μετάφραση, ένα κομμάτι χαρτί χωρίς σφραγίδα, χωρίς υπογραφή. Δεν έχει εγκυρότητα χωρίς το πρωτότυπο έγγραφο αναφοράς».
«Aμφιβάλλω ότι ο ίδιος ο πρόεδρος Ερντογάν είχε πληροφόρηση για την παρέμβαση της κυρίας Μποζ, παρόλο που μπορεί να χρησιμοποιήσει αυτή τη χειρονομία καλής θέλησης στις τουρκοελληνικές σχέσεις» εκτιμά ο αναλυτής του τουρκικού think tank Ideapolitik Αλί Τιραλί, εστιάζοντας στην ταύτιση της επίσημης πολιτικής των δύο χωρών στην επιστροφή των αρχαιοτήτων. «Το υπουργείο Τουρισμού και Πολιτισμού της Τουρκίας βρίσκεται επίσης σε αντιπαράθεση με το Βρετανικό Μουσείο για την επιστροφή του Μνημείου των Νηρηίδων, του Λέοντα της Κνίδου και τμήματος του Μαυσωλείου της Αλικαρνασσού». «Υπενθύμιση του ελληνικού αιτήματος από σήμερα και στο εξής για τη Βρετανία» χαρακτηρίζει την τουρκική παρέμβαση στην UNESCO ο τούρκος αναλυτής Ντόρα Μεγκούτς, χωρίς να αποκλείει ότι πρόκειται «για το πρώτο απτό αποτέλεσμα των διμερών συμφωνιών που υπογράφηκαν στις 7 Δεκεμβρίου (2023)».
Βεβαίωση από το 1811
«Το Βήμα» απευθύνθηκε στον αντιπρόεδρο της Βρετανικής Επιτροπής για την Επανένωση των Μαρμάρων του Παρθενώνα, Πολ Κάρτλιτζ. Αρνήθηκε να τοποθετηθεί, δηλώνοντας «μη ειδικός στο θέμα» και παραπέμποντάς μας στην αναπληρώτρια καθηγήτρια Ερευνας της Νομικής στο Εθνικό Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών της Γαλλίας (CNRS) και συγγραφέα του βιβλίου «The Parthenon Marbles and International Law»(εκδ. Springer, 2023), Κατερίνα Τιτή. «Δεν είναι η πρώτη φορά που η Τουρκία παίρνει αυτή τη θέση. Ηδη το 1811 οι οθωμανικές αρχές βεβαίωσαν τους Βρετανούς ότι ο Ελγιν δεν είχε δικαίωμα ιδιοκτησίας επί των Γλυπτών. Η δήλωση της εκπροσώπου της Τουρκίας είναι ωστόσο σημαντική. Αυξάνει την πίεση στο Βρετανικό Μουσείο» επισημαίνει στο «Βήμα» η κυρία Τιτή.
Και συνεχίζει: «Το Βρετανικό Μουσείο έχει στην κατοχή του ένα ανεπίσημο ιταλικό κείμενο, το οποίο παρουσιάστηκε ως μετάφραση του δήθεν οθωμανικού φιρμανιού. Το ίδιο το ιταλικό κείμενο λέει ότι είναι μετάφραση ενός «γράμματος», όχι φιρμανιού. Σε αλληλογραφία μεταξύ του Ελγιν και των ανθρώπων του στην Αθήνα επίσης γίνεται αναφορά σε γράμμα, όχι φιρμάνι. Σε κάθε περίπτωση, το ιταλικό κείμενο δεν έχει την ισχύ φιρμανιού, ούτε ισχυρίζεται ότι προήλθε από τον σουλτάνο. Υποστηρίζεται ότι υπογράφηκε από τον καϊμακάμη» προσθέτει. Οταν θέλησαν να αποσπάσουν τα Γλυπτά από τον Παρθενώνα, «ενώ είχαν στην κατοχή τους το υποτιθέμενο φιρμάνι, ζήτησαν προφορική άδεια από τον διοικητή της Ακρόπολης. Οταν δε, το 1816, το κοινοβούλιο ρώτησε τον Ελγιν αν είχε ποτέ αναφέρει στην οθωμανική κυβέρνηση τι έκαναν οι άνθρωποί του στην Αθήνα, η απάντησή του ήταν: «Η πιθανότητα είναι ότι το έχω κάνει πεντακόσιες φορές, αλλά δεν μπορώ να απαντήσω συγκεκριμένα πότε ή πώς»».
Η ασαφής επιστολή
«Το γεγονός είναι ότι το 1801 ο Ελγιν έφτασε στην Αθήνα χωρίς να έχει κάποιο φιρμάνι, το οποίο να έχει βρεθεί στα οθωμανικά αρχεία της Κωνσταντινούπολης» τονίζει στο «Βήμα» ο Λεωνίδας Μοίρας, διδάκτορας Οθωμανικής Ιστορίας. «Υπήρχε μόνο ένα έγγραφο στα ιταλικά, το οποίο μετέφερε ο γραμματέας του, αιδεσιμότατος Φίλιπ Χαντ, στην αγγλική πρεσβεία στην Πόλη. Το έγγραφο μεταφράστηκε στα οθωμανικά, όμως ελέγχεται η αυθεντικότητά του. Το περιεχόμενό του είναι αρκετά ασαφές και από κανένα σημείο δεν τεκμαίρεται ότι ο Ελγιν είχε την άδεια να αφαιρέσει τα Γλυπτά και να τα μεταφέρει στην Αγγλία».
Παρ’ όλα αυτά, βάσει έρευνας, προσθέτει ο οθωμανολόγος, προκύπτει ότι ο Ελγιν «είχε μια άδεια, βασισμένη σε φιρμάνι που έχει εντοπιστεί στα οθωμανικά αρχεία, η οποία όμως του έδινε αποκλειστικά τη δυνατότητα να ταξιδέψει στην Αθήνα». Επίσης, φιρμάνια έχουν εντοπιστεί για την περίοδο 1810 ως 1812, οπότε «δίνεται η άδεια στον Ελγιν να μεταφέρει από την Αθήνα στην Αγγλία ήσσονος σημασίας αρχαιότητες (σαρκοφάγους), χωρίς ποτέ να αναφέρεται αν προέρχονται από την Ακρόπολη».