Το στοιχείο του προβληματισμού κυριαρχεί στο διπλωματικό επιτελείο του Πρωθυπουργού εν όψει της προπαρασκευής της νέας συνάντησης του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, στα τέλη του Σεπτεμβρίου στη Νέα Υόρκη.
Στο φόντο της νέας αυτής συνάντησης έχουν προστεθεί νέες παράμετροι, οι οποίες, όσο και αν δεν έχουν οδηγήσει σε ανατροπή των δεδομένων του τελευταίου έτους, έχουν αναδείξει νέες πτυχές της τουρκικής στρατηγικής και των επιδιώξεων της Αγκυρας.
Κάσος – Κύπρος
Κυριότερο μεταξύ αυτών είναι η κρίση που εκδηλώθηκε στις 22 και 23 Ιουλίου στη θαλάσσια περιοχή της Κάσου και της Καρπάθου, με αφορμή τις έρευνες του ιταλικού πλοίου «Ievoli Relume» για το έργο της ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας – Κύπρου. Το περιστατικό εκτυλίχθηκε εντός οριοθετημένης ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδας και Αιγύπτου, όμως η Αγκυρα προέβαλε τον ισχυρισμό ότι οι έρευνες πραγματοποιήθηκαν κατόπιν δικής της άδειας και εντός τουρκικής υφαλοκρηπίδας, σε μιθα προφανή απόπειρα εγκαθίδρυσης ενός καθεστώτος συγκυριαρχίας και μάλιστα εντός οριοθετημένης θαλάσσιας ζώνης.
Πέραν αυτής της νέας εκδήλωσης της τουρκικής προκλητικότητας, η ατμόσφαιρα των όποιων συνομιλιών έχει επιβαρυνθεί από τη διαρκή όξυνση της ρητορικής στο Κυπριακό, όπου η Αγκυρα με κάθε αφορμή επανέρχεται στις αξιώσεις για διεθνή αναγνώριση του ψευδοκράτους και οριστική διχοτόμηση του νησιού.
Υψηλόβαθμες διπλωματικές πηγές αναγνωρίζουν κατόπιν αυτών και εν όψει της συνάντησης του έλληνα πρωθυπουργού και του τούρκου προέδρου ότι υπάρχουν νέα δεδομένα προς αξιολόγηση και ότι απαιτείται μια νέου τύπου προετοιμασία της ελληνικής αποστολής στη Νέα Υόρκη. Οπως σημειώνουν, μπορεί να μην έχει παρουσιαστεί μια διαφορετική δυναμική και να διατηρείται η άτυπη συμφωνία για την αποφυγή εντάσεων στο Αιγαίο, όμως οι νέες εκφάνσεις της τουρκικής επιθετικότητας φανερώνουν ότι η διμερής σχέση τείνει και πάλι να φτάσει σε ένα οριακό σημείο.
Επιφυλακτικότητα
Κατά πληροφορίες, η Αθήνα δεν έχει ακόμη μπει σε διαδικασία ουσιαστικής προετοιμασίας της νέας συνάντησης Μητσοτάκη – Ερντογάν. Η επιφυλακτικότητα είναι όμως αισθητή και φάνηκε μεταξύ άλλων και στην απροθυμία της ελληνικής κυβέρνησης να αποδεχθεί την τουρκική προσφορά βοήθειας για την αντιμετώπιση της πυρκαγιάς στην Αττική στις αρχές της εβδομάδας.
Διπλωματικές πηγές αναφέρουν πάντως ότι κατά την προετοιμασία των επαφών της Νέας Υόρκης θα συνεκτιμηθούν όλα τα νέα δεδομένα και ότι κατά πάσα βεβαιότητα θα οργανωθεί κάποια προπαρασκευαστική συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών Γιώργου Γεραπετρίτη και Χακάν Φιντάν, όχι όμως σε διμερές πλαίσιο, αλλά στο περιθώριο κάποιου διεθνούς φόρουμ των προσεχών εβδομάδων.
Αλλες πηγές και διπλωματικοί αναλυτές εξηγούν ότι, παρά το γεγονός ότι η κρίση της Κάσου δεν έφτασε σε σημείο ανάλογο με εκείνη των Ιμίων, έδειξε ότι η Τουρκία επ’ ουδενί έχει μεταβάλει τη στρατηγική της στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Επισημαίνουν δε ως προς αυτό και την ανακοίνωση του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας της Τουρκίας με αφορμή την κρίση, στην οποία τονιζόταν μεταξύ των άλλων: «Δεν θα επιτραπεί η κατάχρηση της εποικοδομητικής προσέγγισής μας, η οποία δίνει προτεραιότητα στον διάλογο για θέματα στο Αιγαίο και στη Μεσόγειο. Εχει δηλωθεί ότι η ανυποχώρητη στάση θα συνεχιστεί για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων και των συμφερόντων μας».
Σε αυτά προστέθηκε μόλις πρόσφατα και η ανακοίνωση της τουρκικής κυβέρνησης για τη δημιουργία νέας αεροπορικής βάσης απέναντι από τη Ρόδο και την Κω, όπου θα σταθμεύουν μη επανδρωμένα αεροσκάφη και μαχητικά F-16.
«Επωφελής απεμπλοκή»;
Σύμφωνα με υψηλόβαθμο αξιωματούχο του υπουργείου Εξωτερικών, η αναβαθμισμένη τουρκική διεκδίκηση είναι ένα στοιχείο προς διαρκή αξιολόγηση και απαιτεί ένα νέο πλαίσιο χειρισμών από την ελληνική πλευρά. Με δεδομένο ότι σε κάθε συνάντηση κορυφής των τελευταίων μηνών προέχει η επιδίωξη της διατήρησης του καλού και εποικοδομητικού κλίματος, είναι πλέον φανερό ότι η Αθήνα και η Αγκυρα αντιλαμβάνονται πολύ διαφορετικά τη διαδικασία προσέγγισης. Και υπό αυτή την έννοια στη συγκεκριμένη συγκυρία απαιτείται ένας υψηλότερος βαθμός προσοχής εκ μέρους της Αθήνας.
Από την ίδια πηγή πάντως αναγνωρίζεται ότι η διαδικασία της ελληνοτουρκικής προσέγγισης έχει φτάσει σε ένα οριακό σημείο, υπό την εξής έννοια: Εντάσεις στο Αιγαίο δεν υπάρχουν, η Τουρκία ωστόσο προσθέτει διαρκώς νέα στοιχεία πρόκλησης στο πεδίο, ενώ ταυτόχρονα δεν υπάρχει η παραμικρή ένδειξη για τη διαμόρφωση συνθηκών οι οποίες θα ευνοούσαν το επόμενο βήμα και την ουσιαστική συζήτηση για την επίλυση των διμερών διαφορών, οι οποίες κατά την Αθήνα αφορούν την οριοθέτηση ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας, όμως για την Τουρκία εκτείνονται σε ένα πολύ ευρύτερο πεδίο.
Υπό αυτές τις συνθήκες, πολιτικοί, στρατιωτικοί και διπλωματικοί αναλυτές θέτουν πλέον ερωτήματα ως προς την ουσία του ελληνοτουρκικού διαλόγου, ενώ παράλληλα επισημαίνουν την ανάγκη μιας στρατηγικής «επωφελούς απεμπλοκής» σε περίπτωση κατά την οποία η Τουρκία εξακολουθήσει να αναβαθμίζει τις διεκδικήσεις της, έστω και στο περιβάλλον των «ήρεμων νερών».
Η περιπλοκή στη Μέση Ανατολή
Η συνθήκη της διμερούς προσέγγισης έχει περιπλακεί και για τον επιπλέον λόγο της διαμετρικά αντίθετης στάσης και των αντικρουόμενων επιδιώξεων της Αθήνας και της Αγκυρας στην κρίση της Μέσης Ανατολής.
Η τουρκική ηγεσία κλιμακώνει συνεχώς τη ρητορική της στο πλαίσιο της φιλοδοξίας της να διεκδικήσει ηγετικό ρόλο στον αραβικό κόσμο, επιτίθεται με σφοδρότητα στο Ισραήλ, ενώ υπογραμμίζει διαρκώς τη στήριξη στη Χαμάς, τη στιγμή που από την πλευρά της οργάνωσης εκτοξεύονται ευθείες απειλές κατά της Κύπρου και εμμέσως και της Ελλάδας. Υπό αυτή τη συνθήκη, μια ενδεχόμενη ευρύτερη ανάφλεξη στην περιοχή και μια πολεμική σύγκρουση Ισραήλ – Ιράν θα προσθέσει νέες παραμέτρους στην ούτως ή άλλως σύνθετη ελληνο-τουρκική εξίσωση.
Παράλληλα, στο φόντο όλων των εξελίξεων εξακολουθεί να προβάλλει η μείζων εκκρεμότητα των αμερικανικών προεδρικών εκλογών του Νοεμβρίου. Υπό τις παρούσες συνθήκες και με δεδομένη την εύθραυστη ισορροπία των αμερικανο-τουρκικών σχέσεων, το αποτέλεσμα της αναμέτρησης και ειδικότερα το αν ο Ντόναλντ Τραμπ θα επιστρέψει στον Λευκό Οίκο είναι ένα από τα κρίσιμα στοιχεία της προσεχούς περιόδου. Παράλληλα, όμως, η προεδρική εκλογή στις ΗΠΑ θεωρείται μια καθοριστικής σημασίας παράμετρος για τις ευρύτερες γεωπολιτικές εξελίξεις, τις πιθανές αναφλέξεις και τις διαφορετικές, υπό αυτό το πρίσμα, επιδιώξεις και στρατηγικές επιλογές της Ελλάδας και της Τουρκίας.