Ούτε αυτή τη φορά στο Λευκό Παλάτι του Ερντογάν δόθηκε κάποια εξήγηση γιατί διεξάγονται συνομιλίες, και μάλιστα σε ανώτατο επίπεδο, για βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων με το casus belli της τουρκικής εθνοσυνέλευσης να είναι ενεργό.

Πώς είναι δυνατόν, θα έλεγε κανείς, να συγκαλούν οι δύο χώρες ανώτατα συμβούλια, οι ηγέτες τους να συναντώνται συχνά μεταξύ τους, οι μυστικές υπηρεσίες των δύο χωρών να συνεργάζονται, να υπογράφονται 15 διμερείς συμφωνίες, να δημιουργείται ελληνοτουρκικό επιχειρηματικό φόρουμ, να χορηγείται σε τούρκους πολίτες έξτρα βίζα για επταήμερη παραμονή σε ελληνικά νησιά και όλα αυτά να γίνονται υπό την απειλή πολέμου; Γιατί τέλος πάντων δεν συζητείται πριν καν αρχίσει η λεγόμενη ελληνοτουρκική προσέγγιση το θέμα του casus belli;

Το σημαντικό αυτό θέμα θα τεθεί, λένε διπλωματικές πηγές στην Αθήνα, όταν έρθει η ώρα στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, μαζί με τη διευθέτηση των θαλάσσιων ζωνών. Πάντως η ελληνική αντιπροσωπεία είχε την ευκαιρία να δει από κοντά το περίφημο Λευκό Παλάτι και οι εντυπώσεις της δεν ήταν καθόλου καλές: «Και οι Βερσαλλίες έχουν τόσο πολλά δωμάτια, αλλά δεν είναι τόσο σκοτεινά» είπε ένα σημαίνον μέλος της ελληνικής αντιπροσωπείας περνώντας έξω από τις εκατοντάδες αίθουσες του παλατιού.

Οι συζητήσεις στην απόρρητη αίθουσα

Και όταν οι δύο αντιπροσωπείες άρχισαν να συζητούν στην πιο απόρρητη αίθουσα της Τουρκίας, εκεί όπου γίνονται οι συζητήσεις του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας (και όπου στο παρελθόν λαμβάνονταν οι αποφάσεις για τη Γαλάζια Πατρίδα, για τις παραβιάσεις και για το καθεστώς των νησιών), μέλη της ελληνικής αντιπροσωπείας δεν έκρυβαν την έκπληξή τους για το τραπέζι που υπήρχε στη μέση: «Εμοιαζε με… φέρετρο» είπαν έτσι όπως το είδαν να είναι τοποθετημένο, με τα λουλούδια στη μέση.

Το κλίμα ωστόσο στην Αγκυρα ήταν θερμό και φιλικό, σχεδόν το ίδιο όπως και της Αθήνας, και εάν ο Ερντογάν δεν έδειχνε κουρασμένος προς το τέλος της ημέρας, ίσως το ανατολίτικο δείπνο με τα δεκάδες πιάτα και τον χαλβά στραγαλιού που προσφέρθηκε να διαρκούσε περισσότερο και να υπήρχε χρόνος και για άλλες συζητήσεις. Οχι μόνο μισή ώρα δείπνο, για να ακολουθήσουν οι ευχαριστίες της ελληνικής αντιπροσωπείας, η ανανέωση των ραντεβού των υπουργών Εξωτερικών και αμέσως κατευθείαν όλοι στο αεροσκάφος για επιστροφή στην Αθήνα.

Ο νέος συνομιλητής

Μια σκέψη ωστόσο κυριαρχούσε στο μυαλό των υφυπουργών Εξωτερικών Αλεξάνδρας Παπαδοπούλου και Κώστα Φραγκογιάννη. Με ποιον τώρα θα συνομιλούσαν για τη Θετική Ατζέντα και για τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης.

Ο συνομιλητής τους Μπουράκ Ακσαπάρ πήρε μετάθεση στα Ηνωμένα Εθνη, όχι όμως της Νέας Υόρκης, αλλά της Γενεύης, που μπορεί να τη χαρακτηρίσει κανείς και «δυσμενή» (από υφυπουργός σε πρεσβευτή). Είχε δημιουργηθεί ανάμεσα στους δύο υφυπουργούς και στον Τούρκο ένα εξαιρετικό κλίμα συνομιλιών, λύθηκαν παρεξηγήσεις, υπεγράφησαν συμφωνίες.

Ο ίδιος εξάλλου είναι ένας κεμαλιστής κοσμοπολίτης που προωθούσε ακόμα και τη διπλωματική γαστρονομία. Βεβαίως τα προβλήματα ανάμεσα στις δύο χώρες εξακολουθούν να υπάρχουν. Η Αγκυρα επιμένει να θέτει σε κάθε ελληνοτουρκική συνάντηση θέμα μειονότητας, αποστρατιωτικοποίησης των νησιών, θαλάσσιων ζωνών, εναέριου χώρου, χωρικών υδάτων.

Το αχνό φως στην άκρου του τούνελ

Η Αθήνα επιμένει να θέτει εκτός συζήτησης θέματα εθνικής κυριαρχίας, να προσπαθεί κάθε φορά να κάνει ένα βήμα περισσότερο για την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, αλλά ωστόσο αυτή τη φορά φάνηκε να υπάρχει κάποιο αχνό φως στην άκρη του τούνελ.

Δημιουργήθηκαν τρεις σημαντικοί δίαυλοι επικοινωνίας: των δύο ηγετών Μητσοτάκη και Ερντογάν, οι οποίοι μπορούν πλέον να συνομιλούν (και χωρίς να υπάρχει κρίση), των δύο υπουργών Εξωτερικών Γεραπετρίτη και Φιντάν, ανάμεσα στους οποίους όπως λένε έχει αναπτυχθεί κλίμα εμπιστοσύνης, και των δύο αρχηγών των μυστικών υπηρεσιών Δεμίρη και Καλίν, οι οποίοι τους τελευταίους μήνες εμφανίζονται να συνεργάζονται πλήρως (στους διακινητές ψυχών, στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας και του οργανωμένου εγκλήματος).