Κυπριακό: Το δυνατό χαρτί και τα στέρεα διδάγματα – Ο Σωτήρης Ριζάς στο ΒΗΜΑ

Ο ιστορικός της Ακαδημίας Αθηνών μιλάει για το νέο του βιβλίο, μια ευσύνοπτη ακτινογραφία του Κυπριακού, πενήντα χρόνια μετά την τραγωδία του 1974. Αναφέρεται στην αναγκαιότητα να δούμε το ζήτημα μέσα από ποικίλα πρίσματα και να το κάνουμε με ειλικρίνεια

Ο Σωτήρης Ριζάς ασχολείται με το Κυπριακό εδώ και περίπου τριάντα χρόνια. Ξεκίνησε το 1995, όταν έγιναν προσβάσιμα στους επιστήμονες τα δημόσια αρχεία της Μεγάλης Βρετανίας από το 1964. «Ιδίως τα αναφερόμενα στα σχέδια Ατσεσον που αποτέλεσαν μια κρίσιμη καμπή στο ζήτημα» εξηγούσε τις προάλλες στο «Βήμα» ο ίδιος, διευθυντής στο Κέντρο Ερεύνης της Ιστορίας του Νεότερου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών.

Μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ψυχογιός το βιβλίο του Το χρονικό της κυπριακής τραγωδίας, μια ευσύνοπτη εργασία υψηλής εκλαΐκευσης (πολιτικής, διπλωματικής, στρατιωτικής) για ό,τι «έγινε αντιληπτό στην Ελλάδα και στην Κύπρο ως η μεγαλύτερη εθνική καταστροφή μετά το 1922». Εχουμε ανάγκη τέτοιες σοβαρές πρωτοβουλίες, ειδικά σε μια χώρα όπου ο δημόσιος διάλογος αγγίζει συχνά τις σφαίρες του μύθου, της συνωμοσίας, του οπαδισμού.

«Απευθύνομαι σε ένα ευρύτερο κοινό, μορφωμένο και φιλοπερίεργο» είπε ο Ριζάς μιλώντας στην εφημερίδα. «Κοιτάξτε, επικρατούσε επί μακρόν στην κοινή γνώμη μια ακλόνητη βεβαιότητα για το Κυπριακό, ότι υπήρξε αποτέλεσμα μιας συντεταγμένης αμερικανικής μεθόδευσης ώστε να διχοτομηθεί η Μεγαλόνησος προς όφελος της Τουρκίας και του ΝΑΤΟ. Επιπλέον, σε ανάλογο πλαίσιο, το Κυπριακό θεωρήθηκε απλώς μια γραμμική, παράλληλη ιστορία με την εγχώρια στρατιωτική δικτατορία. Δεν λαμβάνονταν υπ’ όψιν ή δεν συνεκτιμούνταν οι ενδογενείς πραγματικότητες και εξελίξεις, τόσο στην Κύπρο όσο και στην Ελλάδα. Εχω την αίσθηση ότι σήμερα έχουν αμβλυνθεί τέτοιες προσεγγίσεις. Πλην όμως, από την άλλη μεριά, έχει επέλθει και μια λήθη, με την έννοια ότι το Κυπριακό δεν παρουσιάζει πλέον το ενδιαφέρον που είχε σε περασμένες περιόδους».

Ο Ψυχρός Πόλεμος και η ένωση

Ο Ριζάς σε τούτο το βιβλίο έχει χρησιμοποιήσει και επίσημες πηγές που παλιότερα δεν ήταν διαθέσιμες. Ωστόσο, «το μελαγχολικό συμπέρασμα» για το Κυπριακό, όπως τόνισε, δεν έχει αλλάξει με κάποιον εντυπωσιακό τρόπο, δηλαδή «δεν γνωρίζουμε τώρα περισσότερα από όσα ξέραμε ή εικάζαμε στα τέλη της δεκαετίας του 1970».

Πάντως, αποκαθιστώντας τα γεγονότα και τη συνολική εικόνα, εκ των υστέρων πάντοτε, έπειτα από μισό αιώνα, η κρίσιμη διάσταση παραμένει, «πώς ακριβώς ο Ιωαννίδης σχημάτισε την πεποίθηση ότι θα μπορούσε να κάνει ένα πραξικόπημα δίχως να ακολουθήσει, ακριβώς, η τουρκική εισβολή στην Κύπρο».

Ο Ριζάς επιχειρεί να ακτινογραφήσει όλες τις πλευρές μιας αρκούντως «χαοτικής υπόθεσης», να την εξετάσει μέσα από ποικίλα πρίσματα. «Το ένα είναι, πράγματι, ο Ψυχρός Πόλεμος. Η μόνιμη ανησυχία των ΗΠΑ ότι η Κύπρος – εξαιτίας της ευέλικτης πολιτικής που ακολουθούσε ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, τη λεγόμενη αδέσμευτη πολιτική μέσω της οποίας διατηρούσε ομαλές σχέσεις με τη Σοβιετική Ενωση – θα μπορούσε να μετατραπεί σε μια ανεπιθύμητη «Κούβα της Μεσογείου». To δεύτερο αφορά ένα πολύ ισχυρό κατάλοιπο που επιβίωνε ακόμα στην ελλαδική πλευρά και προσέβλεπε στην ένωση. Ο Ιωαννίδης, παρότι «παθολογική» περίπτωση, ήταν και αρκετά αντιπροσωπευτικός ως προς την παρωχημένη υπερεθνικιστική νοοτροπία που διαπερνούσε εν γένει το σώμα των αξιωματικών μες στη δικτατορία. Ο Ιωαννίδης, ένα άτομο που συνδύαζε την άγνοια των διεθνών ισορροπιών με μια χοντροκομμένη αντίληψη, κοιτούσε να εφαρμόσει εκείνο το ιδεοληπτικό όραμα, πίστευε ότι με ένα τετελεσμένο γεγονός θα επιτύγχανε και την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Η εξίσωση, βεβαίως, δεν έβγαινε με τίποτα. Είναι σαφές αυτό. Το τρίτο πρίσμα ακουμπά τους ίδιους τους Ελληνοκύπριους. Υπό την ηγεσία του Μακάριου, μιας κυρίαρχης προσωπικότητας αναμφίβολα, έφτασαν να λογαριάζουν (υπερεκτιμώντας τις δυνατότητες της επιρροής τους) ότι ένα είδος μαγικής φόρμουλας θα διαιώνιζε τη ευνοϊκή τους θέση (διότι όντως, το 1964, οι τουρκοκυπριακοί θύλακες ήταν διάσπαρτοι στο νησί και δεν υπερέβαιναν το 5% του εδάφους). Ομως η αλήθεια είναι ότι, από το 1964 κιόλας, το Κυπριακό ήταν ένα εκκρεμές θέμα, εκκρεμές ακόμα και για τα Ηνωμένα Εθνη. Υπήρχε συνεχής διαμεσολάβηση, συζητήσεις που άλλοτε συνεχίζονταν και άλλοτε διακόπτονταν. Δεν πρέπει να το ξεχνάμε αυτό. Το Κυπριακό δεν άρχισε το 1974 ασφαλώς. Τότε, σε μια φάση δηλαδή που η Τουρκία είχε πλέον ανεβασμένα τα χαρτιά της, μετουσιώθηκε σε ένα ουσιαστικό πρόβλημα εισβολής και παράνομης κατοχής».

«Θεμελιώδης απόκλιση Ελλάδας και Κύπρου»

Κατόπιν, ο Ριζάς υπογράμμισε κάτι για το οποίο «δεν έχουμε μιλήσει ποτέ ειλικρινά και που θα ήταν χρήσιμο να το κάνουμε», τη «μείζονα δυσχέρεια» που παρατηρείται στις σχέσεις Αθήνας και Λευκωσίας. «Ξέρετε, κι εγώ μεγάλωσα με τα προβλεπόμενα και τυπικά ανακοινωθέντα περί «ταύτισης απόψεων» και «συναντίληψης». Ως ιστορικός, όμως, είδα και το πριν και το μετά. Υφίσταται, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1960, μια θεμελιώδης απόκλιση μεταξύ της φιλοδυτικής Ελλάδας και της Κύπρου, η οποία επιδιώκει την ανεξαρτησία της, ανάμεσα στο «κέντρο» και στην «επαρχία» του ελληνισμού. Υπάρχει σύγχυση, δεν υπάρχει συντονισμός, προκύπτουν αιφνιδιασμοί και δημιουργούνται εντάσεις, και αυτό γιατί η ελλαδική και η ελληνοκυπριακή πλευρά ακολουθούν ένα εντελώς διαφορετικό υπόδειγμα εξωτερικής πολιτικής. Ηδη από το 1963 η ένωση για τους Ελληνοκύπριους δεν συνιστά αυθεντικό πολιτικό στόχο αλλά την επίκληση ενός ιδεώδους που όφειλε ίσως να συντηρείται».

Και ο Χένρι Κίσινγκερ, που πέθανε πρόσφατα, ο πανίσχυρος υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ εκείνη την εποχή; Τι μπορούμε να πούμε, με ασφάλεια, για τη δική του εμπλοκή; «Το 1974 ο Κίσινγκερ προέβη σε μια βασική επιλογή, ότι η Τουρκία ήταν μια χώρα με πολύ μεγαλύτερη στρατηγική αξία στην Ανατολική Μεσόγειο σε σχέση με την Ελλάδα και την ίδια την Κύπρο. Στην αμερικανική εξωτερική πολιτική δεν αλλάζει ποτέ ο σκοπός, αλλάζουν ο τρόπος και η τακτική. Ο Κίσινγκερ εκπροσωπούσε μία μονάχα σχολή σκέψης, αλλά ενσάρκωνε την πιο ακραία εκδοχή της. Δεν γνωρίζουμε κατά πόσο ενθαρρύνθηκε ή χειραγωγήθηκε ο Ιωαννίδης. Εγινε προγραμματισμός, ας πούμε, του πραξικοπήματος από πλευράς των ΗΠΑ το 1974; Αμφιβάλλω, με βάση τα δεδομένα. Οι χειρισμοί δείχνουν μάλλον μια ad hoc αντιμετώπιση της κατάστασης στην Κύπρο από την πλευρά των Αμερικανών, δεν δείχνουν ένα σφιχτοπλεγμένο σχέδιο. Υποψιάζομαι όμως, από τις ενδείξεις που έχουμε στα χέρια μας, διότι τα σχετικά τεκμήρια δεν υπάρχουν, ότι ο Κίσινγκερ, έστω σιωπηρά, έβλεπε με πολύ ενδιαφέρον την τάση του Ιωαννίδη να παραμερίσει τον Μακάριο και να επιβληθεί στην Κύπρο. Ο Κίσινγκερ μάλλον άφησε τα πράγματα να κυλήσουν, χωρίς εκείνος να τα παρεμποδίσει», διότι αδιαφορούσε μεταξύ άλλων, και δεν το έκρυβε, για την πολιτική φύση των καθεστώτων.

Τα διδάγματα από τον μαξιμαλισμό

Με ορίζοντα το παρόν, επανήλθε ο Ριζάς, «είναι προς όφελος της ελληνικής πλευράς, της ελληνοκυπριακής και της ελλαδικής, να μην απεμπολήσει το δυνατό χαρτί της διεθνούς νομιμότητας, να αφήσει μεν ανοιχτό το παράθυρο στο Κυπριακό, χωρίς ωστόσο να αποδεχτεί την οποιαδήποτε «κανονικότητα» εν τω μεταξύ, καθώς η παγκόσμια κοινότητα δεν αναγνωρίζει την παράνομη εισβολή και κατοχή στη Μεγαλόνησο». Καλούμαστε και μέσω του Κυπριακού, κατέληξε, να αντλήσουμε στέρεα διδάγματα «από το μοτίβο του μαξιμαλισμού που οδηγεί σε ατυχήματα» και «να σταθμίζουμε πιο σωστά τους συσχετισμούς στο διεθνές περιβάλλον».

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.