Οσοι τις δεκαετίες του 1990 και του 2000 παρακολούθησαν από κοντά την εξέλιξη του «Μακεδονικού» θα διαπίστωσαν πως, παρά τις επίμονες προσπάθειες και τα ισχυρά επιχειρήματα, η Αθήνα δεν κατάφερε να πείσει τη διεθνή κοινότητα στο θέμα της ονομασίας της Βόρειας Μακεδονίας. ΗΠΑ και ΕΕ στήριζαν τη δημιουργία του νεοσύστατου κράτους επιλέγοντας τη «σολομώντεια λύση» της σύνθετης ονομασίας.
Τόσο η Ουάσιγκτον όσο και οι Βρυξέλλες θεώρησαν ότι με τη Συμφωνία των Πρεσπών, το πρόβλημα λύθηκε. Είναι, μάλιστα, και εγγυητές της τήρησής της.
Αυτή την επίπονη ισορροπία ήρθε να διαταράξει κατά την ορκωμοσία της η νέα πρόεδρος της χώρας, Γκορντάνα Σιλιάνοφσκα-Ντάβκοβα, αποκαλώντας «Μακεδονία» τη χώρα της (αλλά και ο επικεφαλής του VMRO, Χρίστιαν Μίτσκοσκι, με αναφορές στη Χάγη), αν και στο τέλος ο συνταγματικός τύπος τηρήθηκε. Η ομοβροντία επικρίσεων από ΗΠΑ και ΕΕ σήμανε ότι η περίοδος χάριτος τελείωσε.
Το ευμετάβλητο της εθνικής συνείδησης
Το μήνυμα αυτό λήφθηκε στα Σκόπια από τους ιδεοληπτικούς πολιτικούς της χώρας; Αυτό είναι το μεγάλο ερώτημα, και αν έχουν άλλη επιλογή από το να το αγνοήσουν. Εκτός και αν ο ευρισκόμενος στην Ουγγαρία πρώην πρωθυπουργός, Νίκολα Γκρούεφσκι, ιδεολογικός καθοδηγητής του VMRO ακόμη και σήμερα, μπορεί να επηρεάσει τους στρατηγικούς προσανατολισμούς της χώρας στο NATO και την ΕΕ και να εισαγάγει ρωσικά δαιμόνια στη χώρα. Αλλά αυτό είναι το λιγότερο πιθανό σενάριο.
Η νέα γενιά της Βόρειας Μακεδονίας που ηλικιακά αντικαθιστά τη μεταπολεμική με τις εμμονές της περί «μακεδονισμού», νιώθει χωρίς αμφιβολία μακεδονικής εθνότητας, παρά το γεγονός ότι η διαδικασία της εθνογένεσης δεν έχει ολοκληρωθεί. Υπάρχουν πολίτες της Βόρειας Μακεδονίας που ακόμη παλεύουν μεταξύ ενός υποσυνείδητου βουλγαρισμού και της μακεδονικής συνείδησης. «Μπορεί κάποτε να ήμασταν Βούλγαροι αλλά τώρα είμαστε Μακεδόνες» θα σου πουν.
Αυτό το ευμετάβλητο της εθνικής συνείδησης δεν είναι κάτι ασυνήθιστο στα Βαλκάνια, ακόμη και σήμερα. Από τις δύο δεκαετίες (1990-2010) που κάλυπτα τα Βαλκάνια για την ΕΡΤ3, θα σταθώ σε ένα περιστατικό. Ηταν σε μια επιστροφή μου στην Ελλάδα από την Αλβανία, στα μέσα της δεκαετίας του 1990, όταν σταμάτησα στο χωριό Ανταρτικό για την παραδοσιακή φασολάδα. Στη γούρνα του χωριού είδα ένα παιδί να σκαλίζει ένα ξύλο και επειδή μιλούσε σπαστά τα ελληνικά, το ρώτησα: «Είσαι Ελληνας;». Η απάντηση, τότε, με εξέπληξε: «Τώρα ναι, είμαι Ελληνας». «Και πριν τι ήσουν;», τον ρώτησα. «Γιουγκοσλάβος» μου απάντησε.
Η ήττα των Σοσιαλδημοκρατών που υπέγραψαν τη Συμφωνία των Πρεσπών ελάχιστα έχει σχέση με τη συμφωνία αυτή καθαυτή. Οι περισσότεροι πολίτες έκαναν μια κατά συνθήκην παραδοχή για να ανοίξει ο δρόμος προς το ΝΑΤΟ, το οποίο θα τους παρείχε ασφάλεια, και την ΕΕ, η οποία τους υποσχόταν οικονομική ευημερία. Η εμπλοκή της ευρωπαϊκής πορείας λόγω της αντίδρασης αρχικά της Γαλλίας, το 2018, και στη συνέχεια της Βουλγαρίας τούς απογοήτευσε. Ο κόσμος περνά δύσκολα οικονομικά, από ιδρύσεως του κράτους. Οι νέοι φεύγουν στο εξωτερικό, κυρίως στη Γερμανία, ο πληθυσμός έχει μειωθεί λόγω αυτής της διαρροής, σε επίπεδο ταξικής διαμόρφωσης υπάρχουν περίπου δέκα πλούσιοι παράγοντες της χώρας, ένας μικρός αριθμός μεσαίας τάξης, ενώ η συντριπτική πλειονότητα ζει στο μεταίχμιο της φτώχειας.
Η μεγάλη διαφθορά και η έλλειψη οποιασδήποτε προοπτικής επέτεινε το πρόβλημα. Η υπόσχεση του VMRO ότι θα λύσει αυτά τα προβλήματα και η μακρόχρονη παρουσία των Σοσιαλδημοκρατών στην κυβέρνηση οδήγησαν στο εκλογικό αποτέλεσμα της 8ης Μαΐου. Τα προβλήματα όμως δεν λύνονται.
Το VMRO έχει συνείδηση αυτής της κατάστασης και για να την αντιμετωπίσει προσέφυγε στη γνωστή συνταγή από το εγκόλπιο διακυβέρνησης: προσφυγή στον εθνικισμό. Αυτή η τακτική όμως ήταν πρόσφορη τις δύο πρώτες δεκαετίες ανεξαρτησίας του νέου κράτους. Τώρα, δεν περνά ούτε στο εσωτερικό ούτε στο εξωτερικό. Το κράτος ενηλικιώθηκε, η συνύπαρξη με τους Αλβανούς καθιερώθηκε, το πρόβλημα με την Ελλάδα, κατά τους διεθνείς παράγοντες, διευθετήθηκε, καιρός για αλλαγή σελίδας. Ακόμα και με τη Βουλγαρία. Δεν είναι τυχαία η ανταπόκριση που συναντούν οι βουλγαρικές επιφυλάξεις.
Η πολιτική ηγεσία της Βόρειας Μακεδονίας δεν έχει ούτε τη δύναμη ούτε το εκτόπισμα να αμφισβητήσει τις δεσμεύσεις της Συμφωνίας των Πρεσπών, αν και θα επιθυμούσε διά της σταδιακής αποδόμησής της να την καταστήσει αρχικά ανενεργή και σε βάθος χρόνου να την ακυρώσει χωρίς συνέπειες. Αν ακολουθήσει τη διαδικασία αμφισβήτησής της, η πιο «ήπια» αντίδραση θα είναι η διακοπή των ευρωπαϊκών κονδυλίων, τα οποία και αποτελούν τη μοναδική οικονομική ανάσα από το εξωτερικό.
Η Αθήνα και η βαλκανική νιρβάνα
Η Αθήνα δεν ασχολείται με τα Βαλκάνια. Στρέφει το ενδιαφέρον της μόνο όταν παρουσιάζεται κάποιο πρόβλημα, όπως σήμερα. Στα μάτια όσων ζουν και νιώθουν αυτή τη βαλκανική εγγύτητα αυτή η στάση φαίνεται λανθασμένη. «Θα ήταν πιο έξυπνο να ενισχύσουμε την πολιτισμική μας επιρροή και λόγω της αποδοχής και της παράδοσης της ελληνικής παρουσίας από την οθωμανική εποχή» παρατηρούσε παλιός διπλωμάτης με μεγάλη εμπειρία στην περιοχή. «Θα μείωνε, επιπλέον, και τους κινδύνους που αναδύονται από την επιρροή που αποκτούν κράτη, όπως η Τουρκία, στην Αλβανία αλλά σταδιακά και στη Βόρεια Μακεδονία» εξηγούσε.
Κι όμως. Το 95% των όποιων επενδύσεων γίνονται στο εξωτερικό από πολίτες της Βόρειας Μακεδονίας πραγματοποιείται στην Ελλάδα. Στη Θεσσαλονίκη και στη Χαλκιδική έχουν επενδύσει στην αγορά ακινήτων ακόμα και ηγετικές προσωπικότητες της χώρας. Η Ελλάδα, ακόμη και σήμερα, είναι τρίτη σε επενδύσεις. Κάτω από αυτές τις συνθήκες και με δεδομένο πως η νέα κυβέρνηση των Σκοπίων δεν θα βρει δυτικούς συμπαραστάτες, θεωρείται βέβαιο ότι το VMRO θα κρατήσει τους τύπους της Συμφωνίας ικανοποιώντας παράλληλα, όπου μπορεί, το εθνικιστικό του ακροατήριο.
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η Αθήνα πρέπει να επανέλθει στη βαλκανική της νιρβάνα. Τα Βαλκάνια είναι ακόμη ανήσυχα.
Οι επίμαχες δηλώσεις
«Στις δημόσιες εμφανίσεις της, η μακεδόνας πρόεδρος έχει το δικαίωμα να χρησιμοποιεί το όνομα Μακεδονία», Γκορντάνα Σιλιάνοφσκα-Ντάβκοβα
«Αν νομίζουν ότι παραβιάσαμε τη συμφωνία, τότε υπάρχει Διεθνές Δικαστήριο Δικαιοσύνης, οπότε εκεί θα διασταυρώσουμε τα επιχειρήματά μας», Χρίστιαν Μίτσκοσκι