«Οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε κινούνται πολύ πιο γρήγορα από την ικανότητά μας να τις αντιμετωπίσουμε». Με αυτό το μήνυμα ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου εν όψει της εβδομάδας υψηλού επιπέδου της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη.
Η φετινή Γενική Συνέλευση έρχεται σε μια περίοδο γενικευμένης αστάθειας, διαδοχικών κρίσεων και αβεβαιότητας που στα μάτια πολλών αναλυτών συγκροτούν μια τέλεια καταιγίδα που ετοιμάζεται να χτυπήσει το διεθνές σύστημα.
Ανοικτές συγκρούσεις
Το σκηνικό που έχει διαμορφωθεί περιλαμβάνει ανοικτές πολεμικές συγκρούσεις από την καρδιά της Ευρώπης μέχρι τη Μέση Ανατολή και την Αφρική, δημοκρατικές οπισθοδρομήσεις σε παγκόσμιο επίπεδο και φυσικά έναν αναδυόμενο ανταγωνισμό μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων – με τη Ρωσία και την Κίνα να εμφανίζονται περισσότερο ενθαρρυμένες από ποτέ να αμφισβητήσουν το status quo – που έχει κάνει το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ να παραλύσει.
Η Τουρκία
Κάπου μέσα σε αυτό το κάδρο μπαίνουν και μεσαίου αναστήματος περιφερειακές δυνάμεις. Ενα τέτοιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Τουρκία που μέσω του προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έχει διατυπώσει επανειλημμένα την αξίωση για μια μόνιμη θέση στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, διεκδικώντας ουσιαστικά τον ρόλο της εκπροσώπησης των μουσουλμανικών κρατών.
Από την πλευρά τους, οι ΗΠΑ συνεχίζουν να επαναλαμβάνουν και σε αυτή τη Γενική Συνέλευση την ανάγκη υπεράσπισης της διεθνούς έννομης τάξης. Συγχρόνως, όμως, γνωρίζουν ότι ο κόσμος έχει αλλάξει και για τον λόγο αυτόν στηρίζουν εμπράκτως τη συζήτηση που έχει ανοίξει για τη δύσκολη και μακρά πορεία μεταρρύθμισης του ΟΗΕ.
Πρόκειται για μια συζήτηση που ουσιαστικά θα ξεκινήσει στη Σύνοδο Κορυφής του Μέλλοντος σήμερα και αύριο (22-23/9). Ο Αντόνιο Γκουτέρες έχει κάνει λόγο για μια ιστορική ευκαιρία που θα οδηγήσει σε ένα ισχυρότερο και πιο αποτελεσματικό πολυμερές διεθνές σύστημα.
Μεταρρύθμιση
Στην πρώτη γραμμή αυτής της συζήτησης βρίσκεται η μεταρρύθμιση του Συμβουλίου Ασφαλείας, όπου αυτή τη στιγμή υπάρχουν πέντε μόνιμα μέλη με δικαίωμα αρνησικυρίας: ΗΠΑ, Γαλλία, Ρωσία, Κίνα και Βρετανία.
Οι ΗΠΑ έχουν εκφράσει την υποστήριξή τους για τη διεύρυνση των μόνιμων μελών, προσφέροντας δύο θέσεις σε αφρικανικές χώρες και μία στα μικρά νησιωτικά κράτη, όπως είναι οι χώρες του Ειρηνικού, που απειλούνται από την κλιματική κρίση. Επιπλέον, στηρίζουν το αίτημα της Ινδίας, της Ιαπωνίας και της Γερμανίας για μια μόνιμη θέση στο ανώτατο όργανο του ΟΗΕ.
Ωστόσο, αυτό που δεν υποστηρίζουν είναι να δοθεί το δικαίωμα βέτο στα νέα μόνιμα μέλη. «Αν επεκταθεί το δικαίωμα αρνησικυρίας σε όλους, θα καταστήσει το Συμβούλιο πιο δυσλειτουργικό» είχε προειδοποιήσει η αμερικανίδα πρέσβειρα στον ΟΗΕ Λίντα Τόμας Γκρίνφιλντ, παροτρύνοντας τις χώρες να μειώσουν τη χρήση του βέτο.
Πάντως οι ΗΠΑ μπορεί να βρίσκονται στην πρώτη γραμμή αυτών των συζητήσεων, αλλά στην πραγματικότητα κανείς δεν γνωρίζει με βεβαιότητα το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών του Νοεμβρίου και, κυρίως, τον αντίκτυπο που θα έχει στην αμερικανική εξωτερική πολιτική. Αυτό το κλίμα αβεβαιότητας για τον ρόλο της Αμερικής στον κόσμο που είχαμε παρατηρήσει στην καλοκαιρινή σύνοδο του ΝΑΤΟ στην Ουάσιγκτον επιστρέφει, ίσως ακόμα πιο έντονα, στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ.
Η Ελλάδα
Η φετινή Γενική Συνέλευση μπορεί να θεωρηθεί ως μια πρόβα για την Ελλάδα που ετοιμάζεται την 1η Ιανουαρίου να κάνει το νέο ντεμπούτο της ως μη μόνιμο μέλος του ΣΑ του ΟΗΕ τη διετία 2025-26.
«Εάν αναλογιστούμε τον ρόλο της Ελλάδας σε πολυμερείς προσπάθειες όπως στο «3+1″ (Ελλάδα, Κύπρος, Ισραήλ + ΗΠΑ), στο Φόρουμ για το Φυσικό αέριο, στον οικονομικό διάδρομο Ινδίας – Μέσης Ανατολής και πλέον στη Πρωτοβουλία Τριών Θαλασσών, η Αθήνα έχει βρει έναν τρόπο να βρίσκεται σταθερά στο τραπέζι των επίκαιρων διεθνών θεμάτων» εξηγεί στο «Βήμα» ο εκτελεστικός διευθυντής του Συμβουλίου Ελληνοαμερικανικής Ηγεσίας (HALC) Εντι Ζεμενίδης.
Οπως επισημαίνει, η προσθήκη της ιδιότητας μέλους του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και η μακροχρόνια συμμετοχή στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ δίνει στην Ελλάδα μεγαλύτερη παγκόσμια διπλωματική επιρροή από όση είχε ποτέ.
Ουάσιγκτον, Ανταπόκριση, Πέτρος Κασφίκης